ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Το ψήφισμα του 2009, με το οποίο το Ευρωκοινοβούλιο κήρυξε την 23η Αυγούστου ημέρα μνήμης για τα θύματα του ολοκληρωτισμού, αναφέρεται και στην Ελλάδα. Την αναφέρει, μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία, ως θεσμικό success story. Η ένταξή των τριών χωρών, που είχαν υποφέρει από δικτατορίες, στην ευρωπαϊκή κοινότητα «βοήθησε», λέει το ψήφισμα, «στην εδραίωση της δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό Νότο».
Το πρώτο βήμα διεύρυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν ο Νότος. Το δεύτερο ήταν η εξάπλωση στο ανατολικό ήμισυ της ηπείρου, για το οποίο το 1945 δεν ήταν χρονιά απελευθέρωσης, αλλά έναρξης μιας νέας κατοχής. Χώρες που είχαν τη γεωγραφική ατυχία της Εσθονίας έζησαν τρεις κατοχές: πρώτα σοβιετική, μετά ναζιστική, μετά ξανά σοβιετική. Γι’ αυτές τις χώρες η ένταξη στην Ε.E. δεν είχε απλώς τον χαρακτήρα επωφελούς συνεταιρισμού. Είχε τη σημασία της ιστορικής τους παλιννόστησης στην όντως Ευρώπη. Και, αντίστοιχα, για την Ενωση η υποδοχή αυτών των χωρών στο θεσμικό της κεκτημένο σήμαινε την ιστορική της δικαίωση.
Το γεγονός ότι ο Σταύρος Κοντονής ανήκει σε εκείνους που δεν συμμερίζονται αυτή την ιστορική ανάγνωση δεν ήταν, βέβαια, έκπληξη.
Δεν ήταν έκπληξη ούτε ο διδακτικός του τόνος προς τους Εσθονούς ούτε η αδυναμία του να διακρίνει ότι, όταν μιλάμε για τις ομοιότητες ναζισμού και κομμουνισμού, δεν συγκρίνουμε τάχα ιδεολογίες. Συγκρίνουμε καθεστώτα. Καθεστώτα που είχαν κοινά δομικά χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως των καταστατικών «θεολογιών» τους.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο «ιδεολογικό».
Δεν είναι μόνο αν ορθώς πιστεύει ό,τι πιστεύει η Αριστερά. Το επιπλέον ερώτημα είναι αν νομιμοποιείται η ημιαριστερή κυβέρνηση να μετατρέπει τη δογματική της κλίση σε εξωτερική πολιτική.
Νομιμοποιείται ο υπουργός να απομονώνει για λόγους ιδεολογικούς τη χώρα στην Ε.Ε., ισχυριζόμενος ότι έτσι εκφράζει τις αξίες του ελληνικού λαού;
Δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να πει ότι δεν νομιμοποιείται:
Τον νομιμοποιεί η ανάγκη που το 2009 καθοδήγησε τους ευρωβουλευτές ακόμη και της συντηρητικής παράταξης να μη στηρίξουν το ψήφισμα για τα θύματα του ολοκληρωτισμού.
Τον νομιμοποιεί η σημερινή στάση του ΠΑΣΟΚ που περιορίστηκε σε μια μυξο-υπεκφυγή του εκπροσώπου του περί αποφυγής δυσάρεστων διχασμών.
Τον νομιμοποιούν...
όλα αυτά τα συμπτώματα της πολιτικής κουλτούρας που έχει εμπεδώσει ως ταμπού τη διάκριση υπέρ της μιας από τις εκδοχές του ολοκληρωτισμού.
Εχοντας αποφύγει τον Υπαρκτό, οι μεταπολιτευτικές γενιές βίωσαν τον κομμουνισμό ως συνδικαλιστική αναψυχή. Μπορούσαν να ζουν με τα σύμβολα και τα συνθήματά του, χωρίς να κινδυνεύουν από την αιματηρή πραγματικότητα που αυτά αντανακλούσαν. Μπορούσαν να ανήκουν στη Δύση με τόση ασφάλεια, ώστε να φαντασιώνονται την Ανατολή.
Αυτό το ψυχοπολιτικό υπόστρωμα νομιμοποιεί τον Κοντονή.
Γλιτώσαμε τον Υπαρκτό. Αλλά διαβιούμε ακόμη υπό το καθεστώς του Ανύπαρκτου.
Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Το ψήφισμα του 2009, με το οποίο το Ευρωκοινοβούλιο κήρυξε την 23η Αυγούστου ημέρα μνήμης για τα θύματα του ολοκληρωτισμού, αναφέρεται και στην Ελλάδα. Την αναφέρει, μαζί με την Ισπανία και την Πορτογαλία, ως θεσμικό success story. Η ένταξή των τριών χωρών, που είχαν υποφέρει από δικτατορίες, στην ευρωπαϊκή κοινότητα «βοήθησε», λέει το ψήφισμα, «στην εδραίωση της δημοκρατίας στον ευρωπαϊκό Νότο».
Το πρώτο βήμα διεύρυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν ο Νότος. Το δεύτερο ήταν η εξάπλωση στο ανατολικό ήμισυ της ηπείρου, για το οποίο το 1945 δεν ήταν χρονιά απελευθέρωσης, αλλά έναρξης μιας νέας κατοχής. Χώρες που είχαν τη γεωγραφική ατυχία της Εσθονίας έζησαν τρεις κατοχές: πρώτα σοβιετική, μετά ναζιστική, μετά ξανά σοβιετική. Γι’ αυτές τις χώρες η ένταξη στην Ε.E. δεν είχε απλώς τον χαρακτήρα επωφελούς συνεταιρισμού. Είχε τη σημασία της ιστορικής τους παλιννόστησης στην όντως Ευρώπη. Και, αντίστοιχα, για την Ενωση η υποδοχή αυτών των χωρών στο θεσμικό της κεκτημένο σήμαινε την ιστορική της δικαίωση.
Το γεγονός ότι ο Σταύρος Κοντονής ανήκει σε εκείνους που δεν συμμερίζονται αυτή την ιστορική ανάγνωση δεν ήταν, βέβαια, έκπληξη.
Δεν ήταν έκπληξη ούτε ο διδακτικός του τόνος προς τους Εσθονούς ούτε η αδυναμία του να διακρίνει ότι, όταν μιλάμε για τις ομοιότητες ναζισμού και κομμουνισμού, δεν συγκρίνουμε τάχα ιδεολογίες. Συγκρίνουμε καθεστώτα. Καθεστώτα που είχαν κοινά δομικά χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως των καταστατικών «θεολογιών» τους.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο «ιδεολογικό».
Δεν είναι μόνο αν ορθώς πιστεύει ό,τι πιστεύει η Αριστερά. Το επιπλέον ερώτημα είναι αν νομιμοποιείται η ημιαριστερή κυβέρνηση να μετατρέπει τη δογματική της κλίση σε εξωτερική πολιτική.
Νομιμοποιείται ο υπουργός να απομονώνει για λόγους ιδεολογικούς τη χώρα στην Ε.Ε., ισχυριζόμενος ότι έτσι εκφράζει τις αξίες του ελληνικού λαού;
Δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να πει ότι δεν νομιμοποιείται:
Τον νομιμοποιεί η ανάγκη που το 2009 καθοδήγησε τους ευρωβουλευτές ακόμη και της συντηρητικής παράταξης να μη στηρίξουν το ψήφισμα για τα θύματα του ολοκληρωτισμού.
Τον νομιμοποιεί η σημερινή στάση του ΠΑΣΟΚ που περιορίστηκε σε μια μυξο-υπεκφυγή του εκπροσώπου του περί αποφυγής δυσάρεστων διχασμών.
Τον νομιμοποιούν...
όλα αυτά τα συμπτώματα της πολιτικής κουλτούρας που έχει εμπεδώσει ως ταμπού τη διάκριση υπέρ της μιας από τις εκδοχές του ολοκληρωτισμού.
Εχοντας αποφύγει τον Υπαρκτό, οι μεταπολιτευτικές γενιές βίωσαν τον κομμουνισμό ως συνδικαλιστική αναψυχή. Μπορούσαν να ζουν με τα σύμβολα και τα συνθήματά του, χωρίς να κινδυνεύουν από την αιματηρή πραγματικότητα που αυτά αντανακλούσαν. Μπορούσαν να ανήκουν στη Δύση με τόση ασφάλεια, ώστε να φαντασιώνονται την Ανατολή.
Αυτό το ψυχοπολιτικό υπόστρωμα νομιμοποιεί τον Κοντονή.
Γλιτώσαμε τον Υπαρκτό. Αλλά διαβιούμε ακόμη υπό το καθεστώς του Ανύπαρκτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου