Με το νερό ως το γόνα, μουλιάζω και κόβω κίνηση. Από τη μια μεριά
βλέπω νούφαρα του Μονέ, υδροχαρή φυτά, ροζ φλαμίνγκο να τεντώνουν τους
θεϊκούς λαιμούς τους προς τη μεριά της άδολης συμφιλίωσης, έτσι όπως την
οραματίστηκε προ ημερών ο Κώστας Μπακογιάννης, κι ευφραίνεται η ψυχή
μου. Από την άλλη όμως βλέπω να σηκώνονται σμήνος τα κουνούπια, οι
σκνίπες, οι νυχτερίδες κι αράχνες, οι εφιάλτες της πρόσφατης εσωτερικής
μας Τρομοκρατίας.
Ποιος- ποιος είν’ αυτός που τους εκάλεσε εδώ; Τι - τι
- τι - τι ’ναι η αιτία; Ποιο - ποιο - ποιο - ποιος ο λόγος;
Και το χειρότερο; Τι κάνω εγώ εδώ, ξανά στη μέση του ίδιου ποταμού, μόνη μου με τη μυγοσκοτώστρα και το αουτάν στο χέρι;
Αν
εξαιρέσεις τους θιασώτες του καλού, αυτούς που ανά πάσα στιγμή είναι
έτοιμοι να αναλάβουν κάθε καμπάνια που θα μας έκανε ανθρώπους, το
συμφιλιωτικό όραμα του αποτελεσματικού Υπερνομάρχη (που αύριο –ποιος
ξέρει;– μπορεί και να γίνει και αποτελεσματικός πρωθυπουργός), έβαλε
μεγάλο μπελά στο κεφάλι μας.
Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;
Κατέστησε, εν τη αφελεία του, πολιτικό πόλο τον υιό Κουφοντίνα, τον
έβγαλε από την οικογενειακή του κρυψώνα, τον έκανε αίφνης νοματαίο του
δημόσιου λόγου και ως διά μαγείας προνομιακό συνομιλητή του.
«Πανωλεθρίαμβος», όπως θα χαρακτήριζε τη φάση ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ή
«Το παιδί δεν κάνει», όπως θα έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο
αείμνηστος.
Πονάει πολύ η πολιτική απειρία, ιδίως αν...
Ζητάω πολλά;
Να το κρεμάσουμε το κάδρο, συμφωνώ. Αλλά χωρίς να φάμε και
τα πέντε μας δάχτυλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου