ΠΑΣΧΑ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Λαμπριάτικος ψάλτης στα χρόνια του Μνημονίου

Ξαναδιαβάζουμε το συγκλονιστικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη όπου ο συγγραφέας περιγράφει με τρόπο ιδιοφυή μια αλυσιδωτή κοινωνική και θρησκευτική χρεοκοπία που θυμίζει τις ημέρες μας


Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Λαμπριάτικος ψάλτης» δημοσιεύεται τον Μάρτιο του 1893.  


Τον Δεκέμβριο ο Τρικούπης ανακοινώνει χρεοκοπία και πτώχευση. 


Την ίδια εποχή το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Ελλάδας παραμένει υπόδουλο


Το διήγημα δεν προοικονομεί τη χρεοκοπία - την περιγράφει, ούτως ή άλλως, όπως εμφανίζεται σε πολλούς τομείς της εθνικής ζωής. Ωστόσο το διήγημα, μολονότι σαφές, δημιούργησε σύγχυση και διατυπώθηκε η άποψη πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «δεν μπορεί να τηρήσει το σχέδιό του» και ότι, τελικά, αυτό το «συγκλονιστικό» διήγημα «σηματοδοτεί την παταγώδη αποτυχία ενός λογοτεχνικού έργου με θρησκευτικό στρατευμένο χαρακτήρα κ.λπ.». Με άλλα λόγια: σύμφωνα με τον κριτικό, ο συγγραφέας υπονομεύει τα πιστεύω του και τον εαυτό του! Η δική μας άποψη είναι ότι σε αυτό το όντως συγκλονιστικό διήγημα, ο Παπαδιαμάντης περιγράφει με τρόπο ιδιοφυή μια αλυσιδωτή κοινωνική και θρησκευτική χρεοκοπία που θυμίζει τις ημέρες μας. Τα ανίερα που συμβαίνουν στο διήγημα δεν αφορούν τον συγγραφέα. Ούτε δείχνουν συγγραφική αποτυχία. Απλώς εδώ δεν εκθειάζεται μια απλοϊκή, άδολη ευσέβεια όπως γίνεται αλλού. Αντίθετα, προβάλλεται μια αήθης, σχεδόν προσβλητική, θρησκευτική και πολιτικο-κοινωνική συμπεριφορά απλών και αγνών, υποτίθεται, ανθρώπων.


Ο «Ψάλτης» εκτείνεται σε 11 άνισες ενότητες. 


Η πρώτη, το κλειδί της ερμηνείας, συνιστά ένα είδος «παραβάσεως». Ο συγγραφέας εμφανίζεται αυτοπροσώπως, έξω από την πλοκή του διηγήματος, εκθέτει το ιδεολογικό, πολιτικό και συγγραφικό του credo.


Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναλύσουμε επαρκώς αυτή την κρίσιμη ενότητα. Περιοριζόμαστε σε δύο σημεία. Ο Παπαδιαμάντης παρατηρεί ότι το ελεύθερο έθνος (του 1893) όχι μόνο αδυνατεί να βοηθήσει το «δούλον», τουναντίον «διασπαράσσεται» από μύρια κακά. Οι μεγάλοι λαοί της Ευρώπης, υποστηρίζει, έχουν τα έθνη τους ισχυρά. Μπορούν να κάνουν ό,τι επιθυμούν. «Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ' άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας». Το έθνος, το ελεύθερο και το δουλωμένο, εκτός των άλλων, έχει ανάγκη και τη θρησκεία του. 


Το δεύτερο σημείο της προλογικής ενότητας προβάλλει την ιδεολογική και συγγραφική θέση του συγγραφέα. «Το επ' εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ δεν θα παύσω πάντοτε [...] να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη».


Ομως, εν τέλει, όσα λατρευτικά περιγράφονται και όσα ελληνικά ήθη προβάλλονται απογοητεύουν τον αναγνώστη. Ο ψάλτης εμφανίζεται ανεύθυνος και ανάξιος για τον ρόλο του. Η λαμπριάτικη ακολουθία σχεδόν παρωδείται, και όσοι ποιμένες την παρακολουθούν παρουσιάζονται άπληστοι και συμφεροντολόγοι. Δεν είναι οι άθεοι ευρωπαϊστές «Γραικύλοι»: είναι οι αμαθείς και οι πονηροί λαϊκοί άνθρωποι που ακολουθούν το εκκλησιαστικό τυπικό, χωρίς να εννοούν την ουσία. Η μορφή του λαμπριάτικου ψάλτη που, υποτίθεται, λαμπρύνει τη γιορτή δίδει αφορμή ώστε να τονισθεί η πολύπλευρη, διαχρονική χρεοκοπία μας.


«Συμψάλλω υποφερτά»
Η προλογική ενότητα ξεκινά με έναν υποθετικό λόγο. «Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων», τότε ο τίτλος θα ήταν τροπικός, αλληγορικός. Είμαι (λέει ο συγγραφέας) ψάλτης ο ίδιος και διηγηματογράφος κατά περίσταση. «Συμψάλλω υποφερτά», όμως γνωρίζω τι ψάλλω. Δεν παραλλάσσω με τρόπο κωμικό τα ιερά κείμενα, όπως οι πολλοί. Μοιάζω αλλά δεν είμαι ο ήρωας του διηγήματος


Στη δεύτερη ενότητα η αρχική υπόθεση «Εάν ο ήρως κ.λπ.» παίρνει απάντηση. «Αλλ' ο ήρως του παρόντος διηγήματος είναι ο κυρ Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης (Ζυμαροχάφτης!), τρίτος πάρεδρος του χωρίου Αν...». Αυτό το σαφές, ακαταμάχητο «αλλά» είναι, κρίνω, ένα από τα σημαντικότερα «αλλά» της λογοτεχνίας μας. Και αφού ο ήρωας του διηγήματος δεν ταυτίζεται με τον αφηγητή, τότε τα όσα περιγράφονται προφανώς και δεν συνιστούν συγγραφική αποτυχία. Και μάλιστα θρησκευτικού τύπου. Δεν υπονομεύουν το συγγραφικό credo.


Η υπόθεση του διηγήματος είναι μάλλον απλή. Ο πάρεδρος του χωρίου Αν..., με το ομιλούν όνομα Ζ'μαροχάφτης, «υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα πολιτικά [...] μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού) [...] να υπάγη να συλλειτουργήση τον παπά Διανέλον τον Πρωτέκδικον, έξω, εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου». Ο πάρεδρος δεν φαίνεται να βιάζεται. Ο παπάς, που βρίσκεται ήδη στο εξωκλήσι με διάφορους πιστούς, αγωνιά επειδή Ανάσταση χωρίς ψάλτη δεν νοείται. Οι παριστάμενοι βοσκοί και οι γυναίκες τους είναι αγράμματοι. Πέφτουν για ύπνο έως ότου έρθει η ώρα της Ανάστασης. Να λειτουργηθούν, να ψήσουν το αρνί, να φάνε και να πιούνε. Κάποια στιγμή ο αργοπορημένος πάρεδρος ξεκινά για το εξωκλήσι. Δολιχοδρομεί. Καταλήγει σε άλλο μοναστήρι. Σκοτεινιάζει. Χάνει τον δρόμο του. Μέσα στη νύχτα παραπατεί και πέφτει. Φωνάζει για βοήθεια. Περισυλλέγεται και οδηγείται στο παρεκκλήσιο ενώ ήδη έχει αρχίσει η ακολουθία. Χρέη ψάλτη εκτελούσε ως τότε η θειά Μαθηνώ, που γνωρίζει «απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα». Ο τραυματισμένος πάρεδρος-ψάλτης βοηθά να ολοκληρωθεί η λειτουργία. Και ευθύς λησμονείται.


Οι τρεις τελευταίες ενότητες του διηγήματος εκθέτουν τα όσα διαπράττουν οι αγαθοί (;) ποιμένες. Εχουν ήδη οβελίσει το αρνί. Την ώρα που ψήνεται, ο Γιάννης Μπουκώσης (άλλο ομιλούν όνομα) κλέβει ένα κοψίδι και το καταπίνει αμάσητο. Η φλάσκα «ως άλλη κλώσσα» καλεί τους βοσκούς εις ευωχίαν. Παραδίπλα δυο χωρικοί λογομαχούν «δι' εν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων». Γίνεται αντιληπτή η κλοπή του Μπουκώση και αποστέλλεται να φέρει νερό, την ώρα που όλοι ετοιμάζονται να φάνε. Οταν επιστρέφει, το αρνί έχει φαγωθεί. Ευτυχώς η «διακριτική φιλαδελφία» δύο γυναικών «του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη και να κάμη Λαμπρήν, ο πειναλέος ανθρωπίσκος».


Ηθογράφηση του γελοίου

Ο ήρωας του «Λαμπριάτικου ψάλτη» δεν είναι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μολονότι τον διακρίνει αδυναμία για το πιοτό και η συνεχής αναφορά στα άθλια οικονομικά του δηλώνει πολλά. Οι ήρωες του διηγήματός του δεν του είναι άγνωστοι. Ομως - προς Θεού - δεν ταυτίζεται μαζί τους. Ούτε το διήγημα περιγράφει αγνά ελληνικά έθιμα. Ούτε και διακρίνεται για τον «θρησκευτικό στρατευμένο χαρακτήρα» του, οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό. Ο Παπαδιαμάντης μένει ενσυνειδήτως σε μια ηθογράφηση του γελοίου, όπως κάνει και αλλού. Ομως το Ιερό και το Οσιο του Παπαδιαμάντη δεν εξαρθρώνεται, μολονότι χρεοκοπεί στον «Λαμπριάτικο ψάλτη». Οι ήρωές του δεν είναι εκπεσόντες άγγελοι. Ούτε κουβαλούν κάτι το δαιμονικό, όπως συμβαίνει σε άλλα κείμενά του. Είναι ρηχοί. Ανίδεοι και χορτάτοι! Παρουσιάζονται όπως είναι: απλοϊκοί χριστιανοί. Δίνουν ψευδείς υποσχέσεις. Είναι αγράμματοι. Βρίσκονται έξω από τη χάρη της Ανάστασης.


Το δαιμονικό στοιχείο που χαρακτηρίζει πολλά κείμενα του Παπαδιαμάντη εδώ δεν εντοπίζεται. Οπως δείχνει η καθυστερημένη και αλλοπρόσαλλη πορεία του πολλά ψευδώς υποσχόμενου παρέδρου αυτό το διήγημα έχει να κάνει με ανθρώπους που έχουν χάσει τον δρόμο τους.  

Με Ελληνες που...

 συνεχώς βρίσκονται εκτός πορείας


Αντίθετα ο συγγραφέας παραμένει σταθερός στον δρόμο του. Οχι ότι και ο ίδιος, όπως και πολλοί ήρωές του, δεν πορεύεται σε τόπους σκοτεινούς. Ομως η λογοτεχνική του γραφίδα, όπως και η συγγραφική του συνείδηση, δεν παρεκκλίνει. Το ηθικό, πολιτικό και συγγραφικό του credo, μας αρέσει, δεν μας αρέσει, παραμένει αναλλοίωτο. Η τέχνη του μπορεί να δείχνει το σκοτεινό, το δαιμονικό και το ανόσιο. Μπορεί να αφηγείται τη φθορά μας, όμως δεν παραπαίει. Ούτε αυτοακυρώνεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου