Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος στην Τουρκία για τη συνταγματική
αναθεώρηση ανέδειξαν τους πολιτικούς συσχετισμούς στη γείτονα χώρα:
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι ο κυρίαρχος με τη λογική του «σουλτάνου»,
όπως αρέσκονται να τον αποκαλούν οι αντίπαλοί του και οι επικριτές του,
αλλά όπως αποδεικνύουν τα αποτελέσματα έχει αρχίσει η φθορά του. Διότι
αν αθροίσουμε τα ποσοστά των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 2015
του Κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ταγίπ Ερντογάν
και του Κόμματος της Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί,
δηλαδή των δύο κομμάτων που υποστήριξαν την συνταγματική αναθεώρηση,
αυτό (61,32%) υπερβαίνει κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος (51,40%). Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη το προεκλογικό κλίμα
που επικράτησε, τότε και αυτό το 51,40% τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Ποιο είναι το συμπέρασμα που συνάγεται από τη νεώτερη ιστορία της
Τουρκίας μέχρι σήμερα;
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ρόμπερτ Μίχελς έχει
ονομάσει «σιδηρού νόμο της ολιγαρχίας», την ιστορική διαπίστωση σύμφωνα
με την οποία όταν ανατρέπεται ένα καθεστώς που κυβέρνησε
χρησιμοποιώντας κλειστούς (πολιτικούς) θεσμούς, τότε αντικαθίσταται κατά
κανόνα από ένα νέο καθεστώς που χρησιμοποιεί το ίδιο ολέθριο σύνολο
κλειστών θεσμών».
Άλματα στην πολιτική εξέλιξη μιας χώρας δεν είναι
δυνατά και αν γίνουν φαινομενικά, πάντα ακολουθεί το πισωγύρισμα.
Πρόσφατο παράδειγμα αυτό της Αιγύπτου. Αμφισβητήθηκε η δικτατορία του
Μουμπάρακ για να επανέλθει η Αίγυπτος, μετά την αποκαθήλωσή του, τη
διενέργεια εκλογών, την ανάδειξη δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου, στη
δικτατορία του Αλ Σίσι.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Τουρκία. Μετά τον
κεμαλισμό που επέβαλε τον μονοκομματισμό μέχρι το 1950, ακολούθησε η
προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, υπό αίρεση όμως, αφού κάθε
φορά που η στρατιωτική ηγεσία έκρινε ότι οι αρχές του κεμαλισμού
αμφισβητούντο, επενέβαινε καταλύοντας το πολίτευμα. Τρία στρατιωτικά
πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980) και ένα μεταμοντέρνο (1997) που οδήγησε
στην απομάκρυνση του ισλαμιστή πρωθυπουργού Ερμπακάν ρύθμισαν την
πολιτική πορεία της γείτονος. Παρ’ όλα αυτά από την πρώτη μέρα ο
Κεμαλισμός εμφανίσθηκε ως φορέας εκδυτικισμού της χώρας με πρότυπο
αόριστα μια αφηρημένη Δύση. Όταν όμως τη θέση της «αφηρημένης Δύσης»
πήρε ένας συγκεκριμένος θεσμός με συγκεκριμένες αξίες, δηλαδή η
Ευρωπαϊκή Ένωση, που απαιτούσε τον εκδημοκρατισμό της χώρας, το κεμαλικό
κατεστημένο ανέδειξε για άλλη μια φορά τη συντηρητικότητα του.
Αντίθετα το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν
που εθεωρείτο η αναχρονιστική πλευρά της Τουρκίας, υλοποίησε στην αρχή
ό,τι επί δεκαετίες ευαγγελίζονταν οι Κεμαλιστές. Την πορεία προς τη Δύση
με την ένταξη στην ΕΕ, με δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό όμως να
διασφαλίσει την παρουσία του ΑΚΡ στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας και
να μην επαναληφθεί ό,τι συνέβη το 1997 με την απομάκρυνση του Ερμπακάν
από την εξουσία. Από τη στιγμή όμως που το ΑΚΡ γιγαντώθηκε πολιτικά,
βοηθούσης της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης με την αξιοποίηση του
οθωμανικού παρελθόντος και της θρησκείας, άρχισε η αντίστροφη πορεία
προς τον αυταρχισμό με τον μανδύα πάντα της δημοκρατίας για να φθάσουμε
στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Όμως η αλήθεια είναι ότι οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην
Τουρκία είναι εντελώς διαφορετικές από τις συνθήκες στις ευρωπαϊκές
χώρες ακόμη και στην Ελλάδα.
Η Τουρκία είναι σε εμφύλιο με το ΡΚΚ και
έχει εμπλακεί σε πόλεμο στα συριακά εδάφη ενώ κινδυνεύει άμεσα η εδαφική
της ακεραιότητα.
Σε αυτές τις συνθήκες η «κατάσταση εξαίρεσης»
προκύπτει εκ των πραγμάτων. Ας μη ξεχνάμε ότι τον Απρίλιο του 1961, κατά
τη διάρκεια της κρίσης στην Αλγερία, ο Ντε Γκολ κατέφυγε στο 16ο
άρθρο του Συντάγματος που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
λαμβάνει έκτακτα μέτρα «όταν οι θεσμοί της δημοκρατίας, η ανεξαρτησία
του έθνους, η εδαφική ακεραιότητα …απειλούνται κατά τρόπο σοβαρό και
άμεσο..». Ενώ πρόσφατα ο πρόεδρος Ολάντ με αφορμή τις δύο τρομοκρατικές
επιθέσεις στο Παρίσι είχε θέσει τη Γαλλία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Η Τουρκία είναι μόνιμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ενώ οι
τρομοκρατικές επιθέσεις είναι συνεχείς και πολύνεκρες.
Σήμερα η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές της εδαφικής της
ακεραιότητας εξ αιτίας της υπεραισιοδοξίας του Ερντογάν. Ο Ερντογάν,
συνεπαρμένος από την επιτυχία των ισλαμιστών σε Τυνησία, Αίγυπτο και
Λιβύη στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης αναμείχθηκε στην Συρία με σκοπό
την εκδίωξη του Άσσαντ και την ανάληψη της εξουσίας από μετριοπαθείς
ισλαμιστές.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα για την Άγκυρα εξ αιτίας της
ανάμειξης στη Συρία ενώ ο Ερντογάν θα μπορούσε εξ αρχής να στηρίξει τον
Άσσαντ και να ελέγξει μόνος του τις εξελίξεις;
Σήμερα πλέον τις
εξελίξεις για το μέλλον της περιοχής και του κουρδικού προβλήματος,
επομένως και των τουρκικών συνόρων, το καθορίζουν ξένες δυνάμεις:
ΗΠΑ, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, κ.α. που συνωστίζονται στη Συρία με
πρόφαση την πάταξη της τρομοκρατίας του ISIS. Γιαυτό κίνδυνος ανατροπής
του Ερντογάν μπορεί να προέλθει μόνον από τις εξελίξεις στη Συρία και
από τις σκοπιμότητες αυτών που θα τις δρομολογήσουν.
Το δημοψήφισμα ανέδειξε την τουρκική κοινωνία διχασμένη. Αυτή η
διάσταση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη εσωτερικές εξελίξεις, διότι αφενός η
αντιπολίτευση δεν διαθέτει ηγέτη που να την οδηγήσει στην εξουσία ενώ
αφετέρου απαρτίζεται από κόμματα με εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές που
δεν μπορούν να συνυπάρξουν, όπως π.χ. το κουρδικό κόμμα HDP με τους
κεμαλιστές του CHP. Αν όμως συμβεί το απρόβλεπτο τότε η διέξοδος
αποτελεί μονόδρομο:
Εξαγωγή της εσωτερικής κρίσης.
Γιατί;.
«Σε όλες τις μέχρι τώρα δημοκρατίες, έγραφε ο Ούλριχ Μπεκ,
υπάρχουν δύο είδη εξουσίας: Η μια πηγάζει απ’ το λαό, η άλλη απ’ τον
εχθρό. Οι εικόνες του εχθρού καθιστούν δυνατή την ανεξαρτητοποίηση από
τη δημοκρατία, με τις ευλογίες της δημοκρατίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου