Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Την εβδομάδα που διανύουμε, ο Γιούκλιντ πρέπει να νιώθει σαν την αλεπού, με μια αγέλη σκύλων και μια ορδή ιππέων από πίσω της να την κυνηγούν. (Ωραίο θέαμα, μεγαλειώδες – αρκεί να μην είσαι η αλεπού...) Εγινε Eurogroup με τη συμμετοχή του, συμφωνήθηκε ένα προσχέδιο συμφωνίας, το οποίο η κυβέρνηση πλασάρει ως θρίαμβο, και ο ίδιος κρύβεται για να μη μιλήσει. Αρκετές πληροφορίες δημοσιεύονται σχετικά με τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες του και διάφορες φήμες κυκλοφορούν, που τον φέρουν πολύ θυμωμένο (δηλαδή, εν εξάλλω, διότι θυμωμένος είναι η κανονική, η μόνιμη κατάστασή του). Παρά την προχθεσινή εμφάνισή του στη Βουλή, η στάση του παραμένει το λιγότερο περίεργη και τα βασικά στοιχεία που την εξηγούν είναι τα ίδια που τον κάνουν να γίνεται ο εύθραυστος κρίκος της κυβέρνησης και, συνεπώς, ο στόχος της αντιπολίτευσης. Είναι, επίσης, ανοικτά στον καθένα· τίποτε δεν είναι κρυφό.
Κατ’ αρχάς, είναι το ότι ο Τσαλακώτος (λόγω παιδείας, κοινωνικής προέλευσης και πείρας) δεν έχει αυταπάτες περί τη διαπραγμάτευση. Γνωρίζει άριστα με ποιους διαπραγματεύεται και τι διακυβεύεται, γι’ αυτό και είχε προειδοποιήσει πολύ νωρίς –κατά σύμπτωση, προ ημερών έκλεισε χρόνος– ότι αν η αξιολόγηση πάει για Μάιο-Ιούνιο (του 2016) «καήκαμε».
Τώρα, Φεβρουάριο του 2017, αφού έχουμε ήδη καεί, είναι φυσικό να μη θέλει να μιλήσει, γιατί αν το κάνει θα πρέπει να μας πει πώς συνέβη και καήκαμε και ποιος έφταιξε.
Επειτα, είναι η προσωπική πολιτική θέση του, δηλαδή τα όρια που έχει θέσει στον εαυτό του. Ειδικά για την αντίθεσή του στη μείωση του αφορολογήτου, έχει δεσμευθεί δημοσίως από τον περυσινό Απρίλιο, επισείοντας ρητορικά ακόμη και την απειλή παραίτησης. Επειδή μάλιστα ποτέ δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για τη διαπραγμάτευση, αντιλαμβανόταν πλήρως πως η απώλεια χρόνου εξασθένιζε τις δικές του θέσεις και, επομένως, κινδύνευε να βρεθεί άσχημα εκτεθειμένος στο τέλος.
Αυτά τα δύο, σε συνδυασμό με την εκκεντρική προσωπικότητά του, εξηγούν πολλά.
Η εκκεντρικότητα είναι ολοφάνερη και έγκειται στην αντίφαση που παράγουν οι δύο παραπάνω παράγραφοι.
Συνοπτικά, ο Γιούκλιντ είναι και gentleman (έλα τώρα, Γιούκλιντ, μη κοκκινίζεις), αλλά έχει και το κουσούρι (μαρξιστής από μικρός). Εν αντιθέσει με τον μυθιστορηματικό δόκτορα Τζέκιλ, ο οποίος μπορούσε να είναι είτε ο εαυτός του είτε ο μίστερ Χάιντ, ο Γιούκλιντ δεν μπορεί παρά να είναι και τα δύο ταυτοχρόνως, όπως διαπιστώνει οιοσδήποτε από την ποικιλία των μορφασμών του υπουργού Οικονομικών, αν τον παρατηρήσει με λίγη προσοχή.
Οταν λέω ότι είναι gentleman, ας μην παρεξηγηθώ. Ο άνθρωπος έχει λάβει την καλύτερη ιδιωτική εκπαίδευση που μπορεί να αποκτήσει κάποιος στη Βρετανία, εφόσον εκτός από το χρήμα έχει και το μυαλό. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να πάει μια βδομάδα ολόκληρη με τα ίδια ρούχα, μπορεί να φορέσει τρεις μέρες συνέχεια το ίδιο συνθετικό πουκάμισο, αγνοεί την ύπαρξη του ηλεκτρικού ατμοσίδερου, μπορεί να πιάσει τα παπούτσια του από τη σόλα χωρίς ίχνος σιχαμάρας και ύστερα με το ίδιο χέρι το σάντουιτς με Marmite, ρέγγα και φύλλο μαρούλι· εν ολίγοις, ξέρει όλα αυτά που μαθαίνει κάποιος σε βρετανικό public school, ώστε να μπορεί να κρύβεται στην υπόλοιπη ζωή του. Είναι όμως gentleman, με την έννοια ότι δεν έχει την ίδια ευχέρεια στο ψεύδος και στην πολιτικάντικη παπαρολογία. Δεν μπορεί, όπως άλλος συνάδελφός του –hic–, να ορίζει το ζητούμενο ως την «ισορροπημένη –hic– εξισορρόπηση»· ούτε διαθέτει την αναισχυντία του άλλου που πήγε στην τελετή για την επέτειο του Μπιζανίου και είπε ότι «σήμερα γιορτάζουμε την έξοδο από την κρίση».
Αυτή η αντικειμενική αδυναμία, για όποιον σταδιοδρομεί στην πολιτική, επιτείνεται και από τη συναίσθηση ότι η κυβέρνηση τον εκμεταλλεύθηκε. Για μεγάλο διάστημα του χρόνου που πέρασε, Γιούκλιντ και Μαξίμου έπαιξαν μεταξύ τους μια εκδοχή του παιχνιδιού που ονομάζεται στη θεωρία των παιγνίων «κοτόπουλο» (ποιος θα υποχωρήσει πρώτος). Φυσικά, ο Γιούκλιντ έχασε· διότι αυτός είναι ιδεολόγος (με κουσούρι), ενώ οι άλλοι ό,τι χειρότερο έχουν παραγάγει το καφενείο της Αριστεράς και το φοιτητικό αμφιθέατρο.
Να θυμίσω ότι, αρχικά, ο Γιούκλιντ προειδοποιούσε δραματικά για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να δεσμεύσει την κυβέρνηση. Επειτα, άλλαξε τη μορφή πίεσης και άρχισε να αμολάει τις «κόκκινες» γραμμές του εδώ κι εκεί, απευθυνόμενος πάντα σε κομματικά ακροατήρια. Τέλος, άρχισε να εξαφανίζεται από το προσκήνιο, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε ούτε μπροστά να κάνει ούτε πίσω. Οταν κατάλαβε, δηλαδή, ότι ο Τσίπρας τον είχε παγιδεύσει μεταξύ του δικού του συμφέροντος (να κρατήσει την εξουσία) και του συμφέροντος της χώρας (να μη βρεθούμε εκτός Ευρωζώνης).
Την πάτησε, λοιπόν, ως ιδεολόγος· το ερώτημα τώρα είναι...
αν, ως ιδεολόγος πάντα, θα σηκώσει και τον σταυρό που του ετοίμασαν.
Η προχθεσινή εμφάνισή του στη Βουλή, ύστερα από πίεση της κοινής γνώμης και της αντιπολίτευσης, τακτοποιεί το πολιτικό θέμα για την κυβέρνηση. Ο Τσαλακώτος απλώς επανέλαβε αυτά που λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος· για περισσότερα, θα τον καλύψει ο πρωθυπουργός στη Βουλή, με ευτυχή αφορμή κάποια ερώτηση του προέδρου Λεβέντη. Ολο αυτό, ο Τσαλακώτος το έκανε για έναν ανώτερο σκοπό που ενώνει όλους τους «συντρόφους»: για να βουλώσει το στόμα της αντιπολίτευσης.
Ομως, το προσωπικό πολιτικό πρόβλημα του Τσαλακώτου εξακολουθεί να υφίσταται. Το πόσο ευάλωτος αισθάνεται το δείχνει η έμφαση που έδωσε, μιλώντας στη Βουλή, στη «συλλογική ευθύνη» της κυβέρνησης, αλλά και η επιθετική ειρωνεία τόσο της διαρροής όσο και της εμφάνισης. Δε νομίζω ότι σκοπεύει να γίνει καύσιμο στον κινητήρα της κυβέρνησης. Πρόσωπα που τον γνωρίζουν από άλλο χώρο, της προηγούμενης ζωής του, τον περιγράφουν ως άνθρωπο ο οποίος προσφέρεται μεν για δούλεμα, αλλά γίνεται έξαλλος όταν το δέχεται (πράγμα που εντείνει, βέβαια, την επιθυμία να τον δουλέψεις κ.ο.κ.).
Συμπέρασμα: οι παροιμιώδεις «χρήσιμοι ηλίθιοι» δεν βρίσκονται μόνο σε χώρους εκτός Αριστεράς· συνήθως, οι καλύτεροι βρίσκονται μέσα από τις τάξεις της.
Τώρα το ξέρει και ο Γιούκλιντ...
Την εβδομάδα που διανύουμε, ο Γιούκλιντ πρέπει να νιώθει σαν την αλεπού, με μια αγέλη σκύλων και μια ορδή ιππέων από πίσω της να την κυνηγούν. (Ωραίο θέαμα, μεγαλειώδες – αρκεί να μην είσαι η αλεπού...) Εγινε Eurogroup με τη συμμετοχή του, συμφωνήθηκε ένα προσχέδιο συμφωνίας, το οποίο η κυβέρνηση πλασάρει ως θρίαμβο, και ο ίδιος κρύβεται για να μη μιλήσει. Αρκετές πληροφορίες δημοσιεύονται σχετικά με τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες του και διάφορες φήμες κυκλοφορούν, που τον φέρουν πολύ θυμωμένο (δηλαδή, εν εξάλλω, διότι θυμωμένος είναι η κανονική, η μόνιμη κατάστασή του). Παρά την προχθεσινή εμφάνισή του στη Βουλή, η στάση του παραμένει το λιγότερο περίεργη και τα βασικά στοιχεία που την εξηγούν είναι τα ίδια που τον κάνουν να γίνεται ο εύθραυστος κρίκος της κυβέρνησης και, συνεπώς, ο στόχος της αντιπολίτευσης. Είναι, επίσης, ανοικτά στον καθένα· τίποτε δεν είναι κρυφό.
Κατ’ αρχάς, είναι το ότι ο Τσαλακώτος (λόγω παιδείας, κοινωνικής προέλευσης και πείρας) δεν έχει αυταπάτες περί τη διαπραγμάτευση. Γνωρίζει άριστα με ποιους διαπραγματεύεται και τι διακυβεύεται, γι’ αυτό και είχε προειδοποιήσει πολύ νωρίς –κατά σύμπτωση, προ ημερών έκλεισε χρόνος– ότι αν η αξιολόγηση πάει για Μάιο-Ιούνιο (του 2016) «καήκαμε».
Τώρα, Φεβρουάριο του 2017, αφού έχουμε ήδη καεί, είναι φυσικό να μη θέλει να μιλήσει, γιατί αν το κάνει θα πρέπει να μας πει πώς συνέβη και καήκαμε και ποιος έφταιξε.
Επειτα, είναι η προσωπική πολιτική θέση του, δηλαδή τα όρια που έχει θέσει στον εαυτό του. Ειδικά για την αντίθεσή του στη μείωση του αφορολογήτου, έχει δεσμευθεί δημοσίως από τον περυσινό Απρίλιο, επισείοντας ρητορικά ακόμη και την απειλή παραίτησης. Επειδή μάλιστα ποτέ δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για τη διαπραγμάτευση, αντιλαμβανόταν πλήρως πως η απώλεια χρόνου εξασθένιζε τις δικές του θέσεις και, επομένως, κινδύνευε να βρεθεί άσχημα εκτεθειμένος στο τέλος.
Αυτά τα δύο, σε συνδυασμό με την εκκεντρική προσωπικότητά του, εξηγούν πολλά.
Η εκκεντρικότητα είναι ολοφάνερη και έγκειται στην αντίφαση που παράγουν οι δύο παραπάνω παράγραφοι.
Συνοπτικά, ο Γιούκλιντ είναι και gentleman (έλα τώρα, Γιούκλιντ, μη κοκκινίζεις), αλλά έχει και το κουσούρι (μαρξιστής από μικρός). Εν αντιθέσει με τον μυθιστορηματικό δόκτορα Τζέκιλ, ο οποίος μπορούσε να είναι είτε ο εαυτός του είτε ο μίστερ Χάιντ, ο Γιούκλιντ δεν μπορεί παρά να είναι και τα δύο ταυτοχρόνως, όπως διαπιστώνει οιοσδήποτε από την ποικιλία των μορφασμών του υπουργού Οικονομικών, αν τον παρατηρήσει με λίγη προσοχή.
Οταν λέω ότι είναι gentleman, ας μην παρεξηγηθώ. Ο άνθρωπος έχει λάβει την καλύτερη ιδιωτική εκπαίδευση που μπορεί να αποκτήσει κάποιος στη Βρετανία, εφόσον εκτός από το χρήμα έχει και το μυαλό. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να πάει μια βδομάδα ολόκληρη με τα ίδια ρούχα, μπορεί να φορέσει τρεις μέρες συνέχεια το ίδιο συνθετικό πουκάμισο, αγνοεί την ύπαρξη του ηλεκτρικού ατμοσίδερου, μπορεί να πιάσει τα παπούτσια του από τη σόλα χωρίς ίχνος σιχαμάρας και ύστερα με το ίδιο χέρι το σάντουιτς με Marmite, ρέγγα και φύλλο μαρούλι· εν ολίγοις, ξέρει όλα αυτά που μαθαίνει κάποιος σε βρετανικό public school, ώστε να μπορεί να κρύβεται στην υπόλοιπη ζωή του. Είναι όμως gentleman, με την έννοια ότι δεν έχει την ίδια ευχέρεια στο ψεύδος και στην πολιτικάντικη παπαρολογία. Δεν μπορεί, όπως άλλος συνάδελφός του –hic–, να ορίζει το ζητούμενο ως την «ισορροπημένη –hic– εξισορρόπηση»· ούτε διαθέτει την αναισχυντία του άλλου που πήγε στην τελετή για την επέτειο του Μπιζανίου και είπε ότι «σήμερα γιορτάζουμε την έξοδο από την κρίση».
Αυτή η αντικειμενική αδυναμία, για όποιον σταδιοδρομεί στην πολιτική, επιτείνεται και από τη συναίσθηση ότι η κυβέρνηση τον εκμεταλλεύθηκε. Για μεγάλο διάστημα του χρόνου που πέρασε, Γιούκλιντ και Μαξίμου έπαιξαν μεταξύ τους μια εκδοχή του παιχνιδιού που ονομάζεται στη θεωρία των παιγνίων «κοτόπουλο» (ποιος θα υποχωρήσει πρώτος). Φυσικά, ο Γιούκλιντ έχασε· διότι αυτός είναι ιδεολόγος (με κουσούρι), ενώ οι άλλοι ό,τι χειρότερο έχουν παραγάγει το καφενείο της Αριστεράς και το φοιτητικό αμφιθέατρο.
Να θυμίσω ότι, αρχικά, ο Γιούκλιντ προειδοποιούσε δραματικά για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης, νομίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να δεσμεύσει την κυβέρνηση. Επειτα, άλλαξε τη μορφή πίεσης και άρχισε να αμολάει τις «κόκκινες» γραμμές του εδώ κι εκεί, απευθυνόμενος πάντα σε κομματικά ακροατήρια. Τέλος, άρχισε να εξαφανίζεται από το προσκήνιο, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε ούτε μπροστά να κάνει ούτε πίσω. Οταν κατάλαβε, δηλαδή, ότι ο Τσίπρας τον είχε παγιδεύσει μεταξύ του δικού του συμφέροντος (να κρατήσει την εξουσία) και του συμφέροντος της χώρας (να μη βρεθούμε εκτός Ευρωζώνης).
Την πάτησε, λοιπόν, ως ιδεολόγος· το ερώτημα τώρα είναι...
αν, ως ιδεολόγος πάντα, θα σηκώσει και τον σταυρό που του ετοίμασαν.
Η προχθεσινή εμφάνισή του στη Βουλή, ύστερα από πίεση της κοινής γνώμης και της αντιπολίτευσης, τακτοποιεί το πολιτικό θέμα για την κυβέρνηση. Ο Τσαλακώτος απλώς επανέλαβε αυτά που λέει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος· για περισσότερα, θα τον καλύψει ο πρωθυπουργός στη Βουλή, με ευτυχή αφορμή κάποια ερώτηση του προέδρου Λεβέντη. Ολο αυτό, ο Τσαλακώτος το έκανε για έναν ανώτερο σκοπό που ενώνει όλους τους «συντρόφους»: για να βουλώσει το στόμα της αντιπολίτευσης.
Ομως, το προσωπικό πολιτικό πρόβλημα του Τσαλακώτου εξακολουθεί να υφίσταται. Το πόσο ευάλωτος αισθάνεται το δείχνει η έμφαση που έδωσε, μιλώντας στη Βουλή, στη «συλλογική ευθύνη» της κυβέρνησης, αλλά και η επιθετική ειρωνεία τόσο της διαρροής όσο και της εμφάνισης. Δε νομίζω ότι σκοπεύει να γίνει καύσιμο στον κινητήρα της κυβέρνησης. Πρόσωπα που τον γνωρίζουν από άλλο χώρο, της προηγούμενης ζωής του, τον περιγράφουν ως άνθρωπο ο οποίος προσφέρεται μεν για δούλεμα, αλλά γίνεται έξαλλος όταν το δέχεται (πράγμα που εντείνει, βέβαια, την επιθυμία να τον δουλέψεις κ.ο.κ.).
Συμπέρασμα: οι παροιμιώδεις «χρήσιμοι ηλίθιοι» δεν βρίσκονται μόνο σε χώρους εκτός Αριστεράς· συνήθως, οι καλύτεροι βρίσκονται μέσα από τις τάξεις της.
Τώρα το ξέρει και ο Γιούκλιντ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου