Τι θα γινόταν εάν κάποιος ζουρλός χριστιανός
ζηλωτής χιμούσε με ένα φορτηγό σε ομάδα μουσουλμάνων που πήγαιναν να
γιορτάσουν στη Μέκκα;
Και δεν μιλάω για τους ίδιους τους μουσουλμάνους που σκοτώνουν ο ένας τον άλλον; Μιλάω για χριστιανό, με τον σταυρό στο χέρι, ο οποίος ουρλιάζει: «Ο Χριστός σώζει».
Υπόθεση κάνω. Διότι δεν έχει γίνει. Τι θα γινόταν όμως εάν γινόταν;
Σάλος θα ξεσηκωνόταν ανά τας Ευρώπας. Αρθρα θα γράφονταν για την ισλαμοφοβία, μελάνι θα χυνόταν για τον θρησκευτικό φανατισμό που είναι ίδιος παντού και, εντέλει, θα ερχόταν και η ετυμηγορία: η Δύση που παριστάνει τη διαφωτισμένη παραμένει βυθισμένη στο μαύρο σκοτάδι. Δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την εποχή των Σταυροφόρων.
Αυτό που υπονομεύει τα αντανακλαστικά των δυτικών κοινωνιών και τις κάνει ευάλωτες απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό ενός μέρους του Ισλάμ, του πιο δυναμικού, είναι οι ενοχές με τις οποίες αντιμετωπίζουν εαυτές.
Εχοντας εσωτερικεύσει τις κατηγορίες που μας απευθύνουν περί πολιτισμικής αλαζονείας αλλάζουμε ακόμη και τη γλώσσα μας.
Δεν λέμε «Καλά Χριστούγεννα» για να μη θιγούν οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας. Λέμε «Καλές Γιορτές» χάριν σεμνότητος. Και παρότι όμως λέμε «Καλές Γιορτές», ο άλλος δεν πτοείται και χιμάει με το φορτηγό στο εορταστικό πλήθος στο Βερολίνο. Μα σε εμπορικό κέντρο χτύπησε. Και λοιπόν; Εμείς στη Δύση έτσι εορτάζουμε τα Χριστούγεννα, καταναλώνοντας. Ή μήπως πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι και γι’ αυτό;
Και απ’ την υψηλή τρομοκρατία, αυτή που απειλεί ολόκληρη την Ευρώπη, ας περάσουμε στη χαμηλή τρομοκρατία, αυτή που έχει καταστρέψει την Αθήνα.
Για ποιον λόγο, δεκαετίες τώρα, δεν μπορούν να απομονωθούν και να εξουδετερωθούν οι διακόσιοι χαλέδες που καταδυναστεύουν την καθημερινότητα στην Αθήνα;
Φταίει η αστυνομία που είναι ανίκανη να συλλάβει όσους έκαψαν τα τρία τρόλεϊ προχθές;
Και βέβαια φταίει. Ομως δεν φταίει μόνον η αστυνομία, αφού μια ολόκληρη κοινωνία ανέχεται και αυτήν την αστυνομία και αυτούς τους χαλέδες.
Μήπως και η απελευθέρωση αυτής της αγριότητας υποκρύπτει ένα αίσθημα ενοχής;
Διεστραμμένο χωρίς αμφιβολία. Οι γονείς και οι δάσκαλοι αυτών των παιδιών θα έπρεπε να αισθάνονται ένοχοι γιατί τα έκαναν έτσι. Επειδή όμως αισθάνονται ένοχοι που δεν τα φρόντισαν, τα αθωώνουν και τα αποδέχονται έτσι όπως έγιναν. «Δεν είναι κακά παιδιά. Να ξεσκάσουν θέλουν τα χρυσά μου».
Ποια η απόσταση που χωρίζει το Βερολίνο από την Αθήνα;
Στο πρώτο είχαμε νεκρούς, όπως στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες ή στην Κωνσταντινούπολη.
Στη δεύτερη είχαμε «απλές υλικές ζημιές» – αν θέλουμε να ξεχάσουμε τους νεκρούς της εγχώριας τρομοκρατίας και της Μαρφίν εννοείται.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, όμως...
οι πράξεις στρέφονται εναντίον του τρόπου ζωής και των κοινωνιών που τον έχουν υιοθετήσει.
Οι κοινωνίες πρέπει να απαλλαγούν από τις ενοχές που οι ίδιες αισθάνονται απέναντι στον τρόπο ζωής τους εάν θέλουν να αντισταθούν στο σκοτάδι που τις ζώνει πανταχόθεν.
Και δεν μιλάω για τους ίδιους τους μουσουλμάνους που σκοτώνουν ο ένας τον άλλον; Μιλάω για χριστιανό, με τον σταυρό στο χέρι, ο οποίος ουρλιάζει: «Ο Χριστός σώζει».
Υπόθεση κάνω. Διότι δεν έχει γίνει. Τι θα γινόταν όμως εάν γινόταν;
Σάλος θα ξεσηκωνόταν ανά τας Ευρώπας. Αρθρα θα γράφονταν για την ισλαμοφοβία, μελάνι θα χυνόταν για τον θρησκευτικό φανατισμό που είναι ίδιος παντού και, εντέλει, θα ερχόταν και η ετυμηγορία: η Δύση που παριστάνει τη διαφωτισμένη παραμένει βυθισμένη στο μαύρο σκοτάδι. Δεν έχει ακόμη ξεπεράσει την εποχή των Σταυροφόρων.
Αυτό που υπονομεύει τα αντανακλαστικά των δυτικών κοινωνιών και τις κάνει ευάλωτες απέναντι στον θρησκευτικό φανατισμό ενός μέρους του Ισλάμ, του πιο δυναμικού, είναι οι ενοχές με τις οποίες αντιμετωπίζουν εαυτές.
Εχοντας εσωτερικεύσει τις κατηγορίες που μας απευθύνουν περί πολιτισμικής αλαζονείας αλλάζουμε ακόμη και τη γλώσσα μας.
Δεν λέμε «Καλά Χριστούγεννα» για να μη θιγούν οι μουσουλμάνοι συμπολίτες μας. Λέμε «Καλές Γιορτές» χάριν σεμνότητος. Και παρότι όμως λέμε «Καλές Γιορτές», ο άλλος δεν πτοείται και χιμάει με το φορτηγό στο εορταστικό πλήθος στο Βερολίνο. Μα σε εμπορικό κέντρο χτύπησε. Και λοιπόν; Εμείς στη Δύση έτσι εορτάζουμε τα Χριστούγεννα, καταναλώνοντας. Ή μήπως πρέπει να αισθανόμαστε ένοχοι και γι’ αυτό;
Και απ’ την υψηλή τρομοκρατία, αυτή που απειλεί ολόκληρη την Ευρώπη, ας περάσουμε στη χαμηλή τρομοκρατία, αυτή που έχει καταστρέψει την Αθήνα.
Για ποιον λόγο, δεκαετίες τώρα, δεν μπορούν να απομονωθούν και να εξουδετερωθούν οι διακόσιοι χαλέδες που καταδυναστεύουν την καθημερινότητα στην Αθήνα;
Φταίει η αστυνομία που είναι ανίκανη να συλλάβει όσους έκαψαν τα τρία τρόλεϊ προχθές;
Και βέβαια φταίει. Ομως δεν φταίει μόνον η αστυνομία, αφού μια ολόκληρη κοινωνία ανέχεται και αυτήν την αστυνομία και αυτούς τους χαλέδες.
Μήπως και η απελευθέρωση αυτής της αγριότητας υποκρύπτει ένα αίσθημα ενοχής;
Διεστραμμένο χωρίς αμφιβολία. Οι γονείς και οι δάσκαλοι αυτών των παιδιών θα έπρεπε να αισθάνονται ένοχοι γιατί τα έκαναν έτσι. Επειδή όμως αισθάνονται ένοχοι που δεν τα φρόντισαν, τα αθωώνουν και τα αποδέχονται έτσι όπως έγιναν. «Δεν είναι κακά παιδιά. Να ξεσκάσουν θέλουν τα χρυσά μου».
Ποια η απόσταση που χωρίζει το Βερολίνο από την Αθήνα;
Στο πρώτο είχαμε νεκρούς, όπως στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες ή στην Κωνσταντινούπολη.
Στη δεύτερη είχαμε «απλές υλικές ζημιές» – αν θέλουμε να ξεχάσουμε τους νεκρούς της εγχώριας τρομοκρατίας και της Μαρφίν εννοείται.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, όμως...
οι πράξεις στρέφονται εναντίον του τρόπου ζωής και των κοινωνιών που τον έχουν υιοθετήσει.
Οι κοινωνίες πρέπει να απαλλαγούν από τις ενοχές που οι ίδιες αισθάνονται απέναντι στον τρόπο ζωής τους εάν θέλουν να αντισταθούν στο σκοτάδι που τις ζώνει πανταχόθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου