Υποψήφιου Διδάκτορα Πολιτιστικής Διπλωματίας
Η ανάδειξη των αξιών του πολιτισμού προωθεί τη συνεργασία παρά τις όποιες πολιτικές διαφορές και δημιουργεί σχέσεις συναισθηματικής εγγύτητας με αλλοεθνείς λαούς, οι οποίες υφίστανται πέρα από τις αλλαγές των κυβερνήσεων.
Αυτό όμως που διαφοροποιεί την πολιτιστική διπλωματία από την παραδοσιακή διπλωματία είναι ότι η πρώτη μπορεί να πείσει, να επηρεάσει και να σαγηνέψει τους πολίτες άλλων κρατών μέσω της γλώσσας, των τεχνών, των επιστημών και της θρησκείας, γεγονός που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω παραδοσιακών διπλωματικών λειτουργιών. Παρέχει μια ατζέντα που αποτελεί αντίβαρο στην παρεξήγηση, το μίσος και την τρομοκρατία και λειτουργεί ως ένα ευέλικτο, καθολικά αποδεκτό μέσο για την επαναπροσέγγιση χωρών των οποίων οι διπλωματικές σχέσεις είναι τεταμένες ή απουσιάζουν.
Ο χορός είναι η τέχνη δια της οποίας ο άνθρωπος υπερβαίνει τα φυσικά όρια του κόσμου και απαλλάσσεται από τη βαρυτική του δύναμη. Χορεύω σημαίνει βγαίνω από τον εαυτό μου και απελευθερώνομαι από την παντοδύναμη κυριαρχία της φύσης. Ίπταμαι υπεράνω των φυσικών νόμων της βαρύτητας, του πεπερασμένου και του στατικού. Αποδεσμεύω τη μορφή από τη σκιά της. Ο χορευτής μέσα από τις κυκλικές, ομόκεντρες κινήσεις δεν εναρμονίζεται απλά με τους νόμους του σύμπαντος, αλλά τους ενσωματώνει ενεργά στην κίνησή του. Τους κατακτά, και διά της κατακτήσεώς τους αντιστέκεται στην εντροπία της ζωής.
Ο χορός, ακολουθώντας τη ροή του κοσμοϊστορικού γίγνεσθαι, ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά των εκάστοτε καιρών δίχως αυτά να είναι απαλλαγμένα από την πολιτική σκοπιμότητα. Επί παραδείγματι, στην Αναγέννηση, ο χορός, πέρα από την αμιγώς καλλιτεχνική του υπόσταση, μετουσιώνεται και σε εργαλείο επικοινωνίας της πολιτικής της μοναρχίας που αποσκοπεί στην ανάπλαση των ηθών της κοινωνίας, στη διδασκαλία της αβρότητας και της λεπτότητας των κινήσεων.
Αργότερα, με τη Γαλλική Επανάσταση δεν επέρχεται μόνο η πολιτική ανατροπή της μοναρχίας, αλλά κυρίως η αλλαγή των καλλιτεχνικών και κοινωνικών της προτύπων. Η αντίληψη του χορού για τους Γάλλους, μέσα από το πρίσμα του αρχαιοελληνικού κόσμου, αντικαθίσταται με την ανάπτυξη νέων, απαιτητικότερων και περισσότερο εξειδικευμένων τεχνικών. Οι νέες αυτές τεχνικές προσέδιδαν στο χορό έναν χαρακτήρα αυστηρό και αποστερημένο πλέον από τον συμβολισμό της κινησιολογίας που έφερε στο απώτερο παρελθόν.
Κατά τον 20ο αιώνα, ο χορός εξέρχεται οριστικά από τα στενά κοσμικά όρια της αυλής του παλατιού και να αναδεικνύεται σε μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της χρήσης του χοροδράματος ως μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Οι ΗΠΑ, ενώπιον του διαγραφόμενου κινδύνου της εξάπλωσης του κομμουνισμού, ανέπτυξαν αρχικώς με τον H. Truman και κατόπιν με τον D. Eisenhower μια εξωτερική πολιτική ήπιας ισχύος, που είχε ως κύριο μέλημα της τη διάδοση των αξιών του ελεύθερου κόσμου και την άσκηση επιρροής και σαγήνης. Πρεσβευτές αυτής της πολιτικής ήταν τα American Ballet Theatre και τα New York City Ballet, τα οποία περιόδευσαν σε Γερμανια, Λατινική Αμερική και Ασία, με κυριότερα έργα το «Les Sylphides» και το «Rodeo».
Από την άλλη μεριά, το χορόδραμα, στη Σοβιετική Ένωση αναδείχθηκε ως το προπύργιο της πολιτιστικής διπλωματίας· «Le Cheval de Bataille» της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Επί παραδείγματι, ο Σπάρτακος του A. Khachaturian, που χορογραφήθηκε το 1956 για τα μπαλέτα Κίροφ και εξιστορούσε την εξέγερση των σκλάβων εναντίον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, περιόδευσε λίγα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ, πυροδοτώντας σφοδρές πολιτικές αντιδράσεις. Η οικειοποίηση του Σπάρτακου και η ανάδειξή του σε έμβλημα του ρωσικού ηρωισμού αποτέλεσε την αφορμή για την παραγωγή της αμερικανικής ταινίας Σπάρτακος με πρωταγωνιστή τον Kirk Douglas.
Ο χορός, λόγω της δύναμης του να υπερβαίνει το νόημα των λέξεων, είχε πάντοτε πρωτεύοντα ρόλο στη ρωσική άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας, γεγονός το οποίο διαφαίνεται και από την προώθηση της πολιτικής αυτής στη Λατινική Αμερική. Χορευτές των σπουδαιότερων ρωσικών μπαλέτων, όπως οι Baryshnikov, Nureyev, Vasiliev, Ruzimatov, Maximova, Bessmertnova, Dudinskaya, Kolpakova, Karsavina, Lepeshinskaya, Ulanova και πλείστοι ακόμα μετουσιώθηκαν σε πρεσβευτές της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Συνεπής σε αυτές τις επιταγές, η Ρωσία, το 2008, διοργάνωσε στο Connecticut των ΗΠΑ ταχύρρυθμα σεμινάρια κλασικού μπαλέτου υπό την αιγίδα του Russian American Foundation, με τη συνδρομή χορευτών της Ακαδημίας του Μπαλέτου Μπολσόι.
Κάτι ανάλογο επιχειρείται να γίνει από το Ην. Βασιλείου και τις ΗΠΑ, με πρωταγωνιστές τα Royal Ballet και τα American Ballet, αντίστοιχα, τα οποία περιοδεύουν στην Κούβα από το 2014 ύστερα από την ιστορική συνάντηση του Προέδρου της τελευταίας, Raúl Castro και του Προέδρου των ΗΠΑ, Barack Obama, για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Ως προς την Ελλάδα...
ο χορός, στις συνειδήσεις μας είναι συνυφασμένος με το τουρκικής καταγωγής «keyif» απ' όπου προέρχεται και η λέξη κέφι, ήτοι το αχαλίνωτης φρενίτιδας γλεντοκόπι, που αποσκοπεί στην τέρψη των οφθαλμών και τη διέγερση των πιο ταπεινών ενστίκτων, εκείνων που ωθούν τον άνθρωπο να πραγματώνεται στον χαμηλότερό του εαυτό. Η έλξη αυτή προς το χθαμαλό και επιτηδευμένα προβεβλημένο ως λαϊκό είναι απότοκη της αποπνευματοποιημένης και άμουσης νεοελληνικής παιδείας. Το χορόδραμα, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, εντούτοις, στις μέρες μας παραμένει terra incognita.
Γιατί στις μεγάλες μουσικές σκηνές της χώρας να παίζονται σε εξουθενωτική επανάληψη, μέχρι τελευταίας πτώσεως, τα κατά τα λοιπά αξιαγάπητα έργα του Tchaikovsky η Λίμνη των κύκνων, η Ωραία κοιμωμένη ή ο Καρυοθραύστης, την ίδια στιγμή που περιφρονούνται αδίκως λαμπρά έργα Ελλήνων μουσουργών, όπως το Ποιμενικό του Αριστοτέλη Κουντουρώφ, το φυλαχτό των Θεών (le talisman den Dieux) και ο Βοσκός και η Νεράιδα (Le Pâtre et la nymphe) του Δημήτρη Λεβίδη, το Απόλλων και Δάφνη του Διονυσίου Λαυράγκα, ο Ρικές με το τσουλούφι του Βασίλειου Θεοφάνους, η Πομπή στον Αχέροντα, η Προσευχή σε αρχαίο ναό, η Ηλέκτρα και Πενθεσίλεια του Μενέλαου Παλλάντιου, ο Προμυθεύες του Θεόδωρου Καρύωτακη, ο Σάτυρος και ο Μαρσύας του Μάνου Χατζιδάκι, η Θάλασσα του Σκαλκώτα, καθώς και το Ελληνική Αποκριά του Μίκη Θεοδωράκη;
Γιατί σε μεγάλες εθνικές εορτές, όπως είναι η 28η Οκτωβρίου, η Ελληνική Πολιτιστική Διπλωματία παραλείπει να αναδείξει έργα με εξαιρετικό ιστορικό συμβολισμό, όπως ο «Ο Αετός» του Γεωργίου Σκλάβου, το «Σκλάβας λύτρωση» του Παπαιωάννου ή «Το καταραμένο φίδι», του Μ. Χατζιδάκι, που πραγματεύονται το ένδοξο έπος της αντίστασης του 1940;
Γιατί να μην παίζεται την 25η Μαρτίου το θεσπέσιο έργο «Ο Θάνατος της Αντρειωμένης» του Καλομοίρη; Τόσα λίγα πια εγνώριζε ο Ν. Σκαλκώτας, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες μουσουργούς του 20ου αιώνα, όταν έγραφε για την ανάγκη δημιουργίας μιας «ελληνικής μουσικής χορευτικής φιλολογίας»;
Πώς επιτρέψαμε η Ελλάδα, ο Ηνίοχος του παγκόσμιου πολιτισμού, να πορεύεται αποκλειστικά με δανεικά και αναφομοίωτα πολιτιστικά πρότυπα;
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ποτέ από τον νου ότι η εξωτερική πολιτική μιας χώρας ανοίγει τον δρόμο στον ιστορικό χρόνο, όταν, περισσότερο και από την υπεράσπιση των στενών κρατικών συμφερόντων και τη διεκπεραίωση των τρεχουσών υπηρεσιακών υποθέσεων, έχει προ οφθαλμών τη μέριμνα ιδιοπροσωπίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου