ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΤΟ...
Έστω και καθυστερημένα αρχίζουμε να
συνειδητοποιούμε ότι το Κυπριακό εισέρχεται σε μία πολύ κρίσιμη φάση! Οι
διεθνείς πιέσεις για «το κλείσιμο αυτού του μακροχρόνιου και... βαρετού
προβλήματος», αν είναι δυνατόν και μέσα στο 2016, γίνονται όλο και πιο
ασφυκτικές τόσο προς την Ελλαδική όσο και προς την Ελληνοκυπριακή (Ε/Κ)
πολιτική ηγεσία. Εκτιμάται μάλιστα ότι και η επίσκεψη Ομπάμα συνδέεται
και με το ζήτημα αυτό, την ώρα που ο Ερντογάν αναζητεί εναγωνίως μία
εθνική νίκη.
Ταυτοχρόνως δημιουργείται ένα τεχνητό κλίμα ευφορίας και
υψηλών προσδοκιών για «θετική έκβαση» που είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση
αποτυχίας εξεύρεσης αμοιβαία αποδεκτής λύσης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος
να χρεωθεί αυτή στην Ελληνική πλευρά με ό,τι αυτό σημαίνει.
Με την δεύτερη φάση των συνομιλιών στο
Μον Πελεράν για το εδαφικό και… άλλων πολλών θεμάτων, μεταξύ του
Προέδρου της Κύπρου κ. Αναστασιάδη και του κατοχικού ηγέτη των
Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ) κ. Ακιντζί που αναμένεται ότι θα οδηγήσει στο τελικό
πλαίσιο της «προτεινόμενης λύσης» αναπόφευκτα δημιουργούνται για τον
Ελληνισμό βασανιστικά ερωτήματα. Και πώς να μην δημιουργούνται αυτά τα
ερωτήματα όταν το Κυπριακό είναι το εθνικό μας ζήτημα που απασχολεί και
πολύ σωστά, αδιάλειπτα την ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και 60 χρόνια
και κάθε εχέφρων Έλληνας επιθυμεί την επίλυση του!
Για ποια λύση όμως
μιλάμε;
Είναι μονόδρομος η οποιαδήποτε λύση εδώ και τώρα;
Ή μήπως η μη
λύση στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι καλύτερη από μία καταστροφική
λύση;
Ποιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν από την μη λύση όχι μόνο για την Κύπρο
αλλά και την Ελλάδα;
Είναι τεράστια αυταπάτη να θεωρούμε ότι ο
Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδης (να μην ξεχνάμε την
υπόστασή του) διαπραγματεύεται με τον Τ/Κ ηγέτη κ. Ακιτζί. Στην
πραγματικότητα διαπραγματεύεται με την ίδια την Τουρκία. Με μία Τουρκία
όπου επικρατεί ο ισλαμο-συντηρητικός εθνικισμός διανθισμένος με τις
νέο-οθωμανικές φαντασιώσεις ενός προς το παρόν πανίσχυρου Ερντογάν. Η
διαπραγμάτευση αυτή καθίσταται αυτόματα ιδιαίτερη και ακόμα πιο δυσχερής
καθόσον τμήμα της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας κατέχεται από
την Τουρκία.
Ας διαλύσουμε τις ευφραντικές μας
ψευδαισθήσεις και ας αναρωτηθούμε. Eμείς πόσο «δίπλα» στον Πρόεδρο
Αναστασιάδη και στους Ελληνοκυπρίους είμαστε ουσιαστικά, ως εθνικό
κέντρο του Ελληνισμού αλλά και εγγυήτρια δύναμη της Κυπριακής
Δημοκρατίας?
Η ελλαδική κοινή γνώμη δείχνει να μην ενδιαφέρεται για το
τι συμβαίνει στο Κυπριακό και για το τι μπορεί να έρχεται, καθόσον
«ζαλισμένη» από την διαρκή περιδίνηση λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής
κρίσεως. Παράλληλα διαφαίνεται ότι και μέρος του πολιτικού κόσμου
δυσκολεύεται να αντιληφθεί τι συνθήκες στις οποίες κινείται το Κυπριακό
και τις επιπτώσεις μιας κακής λύσεως.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον πρώτο λόγο
έχουν οι Ελληνοκύπριοι. Η πικρή εθνική αλήθεια είναι ότι είμαστε οι
ηττημένοι του 1974 αλλά ήλθε πια η στιγμή του μεγάλου ερωτήματος.
Μπορούμε να δεχθούμε ότι με την προδιαγραφόμενη λύση (με βάση αυτά που
έχουν έλθει μέχρι σήμερα στην γνώση μας) είτε λέγεται διακυβέρνηση είτε
εδαφικό και περιουσιακό είτε «Τούρκοι έποικοι» να νομιμοποιήσουμε όλα…
μα όλα τα αποτελέσματα της παράνομης εισβολής και κατοχής. Πως λοιπόν
υλοποιείται πρακτικά η διακηρυχθείσα αμέριστη συμπαράσταση του ελλαδικού
πολιτικού κόσμου «στον Κυπριακό λαό και τις προσπάθειες της ηγεσίας του
για εξεύρεση μίας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης στα
προβλήματα που δημιούργησε η τουρκική εισβολή».
Ακούγεται τόσο όμορφο
αλλά στερείται πρακτικής διάστασης.
Οι λεγόμενες ενδοκοινοτικές συνομιλίες
έχουν κάνει μία μεγάλη διαδρομή μέχρι σήμερα και έχουν έλθει στο φως της
δημοσιότητας πολλές πληροφορίες για την «πρόοδο» που έχει συντελεστεί
και τα συμφωνηθέντα θέματα. Δεν θα επιχειρηθεί ανάλυση αυτών, άλλωστε
επιφανείς Ε/Κ προσωπικότητες το έχουν κάνει και συνεχίζουν να το κάνουν πολύ καλύτερα από εμένα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι μπορεί να
μιλάμε όμως για Ομοσπονδία αλλά φαίνεται να οδεύουμε σε μία
Συνομοσπονδία με τρεις Κυβερνήσεις, τρία Κοινοβούλια, τρία Ανώτατα
Δικαστήρια και ένα σύστημα αποφάσεων που θα παραλύει την κεντρική
διοίκηση.
Μιλάμε για μία κεντρική διοίκηση όπου με την καταστρατήγηση
της αρχής της πλειοψηφίας στη λήψη αποφάσεων έχουμε βέβαιο ένα μηχανισμό
«παραγωγής αδιεξόδων» που θα επιλύονται με την μέθοδο της… κλήρωσης!
Ούτε εδαφικό αντίβαρο, όπως η επιστροφή της περιοχής της Μόρφου
διαφαίνεται όπως κ. Ακιτζί και οι πατρόνες του στην Άγκυρα έχουν
ξεκαθαρίσει, ούτε επιστροφή προσφύγων σε ικανό αριθμό θα επιτραπεί ενώ
νομιμοποιείται η δημογραφική αλλοίωση της Νήσου με απόκτηση δικαιώματος
Κύπριου πολίτη δεκάδων χιλιάδων Τούρκων εποίκων.
Μόνο κάποιος αφελής μπορεί να πιστέψει
ότι...
Αυτό που επιδιώκει η Άγκυρα είναι η νομιμοποίηση των τετελεσμένων που
προήλθαν από την εισβολή και την κατοχή του 38% της Κύπρου και τελικά ο
έλεγχος της Κύπρου. Το λεγόμενο από πολλούς «κοινοτικό κεκτημένο» (χωρίς
να καταλαβαίνουν και τι είναι) δεν εξασφαλίζει από μόνο του την
λειτουργικότητα του Κράτους και την συμβίωση χωρίς προβλήματα.
Οδηγούμαστε στην σύγκληση πολυμερούς
διάσκεψης ίσως και μέσα στην περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων με
βασικό θέμα την Ασφάλεια αλλά είναι περισσότερο από βέβαιο ότι στο
τραπέζι θα τεθούν όλα τα θέματα.
Αυτό θα σηματοδοτηθεί από την φερόμενη…
επιτυχή έκβαση των συνομιλιών στο Μον Πελεράν . Φθάνει λοιπόν «η Ώρα μηδέν», ή ώρα
της ευθύνης. Η Ελληνική Κυβέρνηση και ο πολιτικός κόσμος βρίσκεται
μπροστά σε μία τεράστια ιστορική εθνική ευθύνη ανάλογη εκείνης που
βρέθηκε η Ελλαδική πολιτική ηγεσία το 1960 πριν την υπογραφή των
Συνθηκών της Ζυρίχης και Λονδίνου.
Στην παρούσα φάση απαιτείται εθνική
ομοψυχία, αρραγές εσωτερικό μέτωπο και χάραξη Εθνικής Στρατηγικής
σήμερα, όχι αύριο γιατί θα είναι αργά. Εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις
και πληροφορίες μας η Ελλαδική και η Ε/Κ ηγεσία θα πρέπει να βρεθεί στο
τραπέζι των διαπραγματεύσεων πανέτοιμες για να εξασφαλίσουν τα εθνικά
μας συμφέροντα μέσα από μία πολλή σκληρή διαπραγμάτευση.
Πέρα από την
κριτική που του έχουμε ασκήσει, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης όπως και το 2004
ο Τάσος Παπαδόπουλος διαχειρίζεται ένα θέμα που δεν αφορά μόνο στην
Μεγαλόνησο αλλά ολόκληρο τον Ελληνισμό και για αυτό η Ελλάδα ως
εγγυήτρια δύναμη έχει και το νόμιμο δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να
αναλάβει τον ρόλο που της ανήκει.
Δεν είναι όμως μονόδρομος η οποιαδήποτε
λύση εδώ και τώρα. Πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ πιστεύουμε ότι θα
είναι προτιμότερο να παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες από τα να
αποδεχτούμε ένα σχέδιο συμφωνίας με προτεινόμενη λύση που θα είναι
χειρότερη της σημερινής υφιστάμενης κατάστασης, αφού θα νομιμοποιηθεί η
«ΤΔΒΚ» και θα επεκταθεί ο πολιτικός έλεγχος της Τουρκίας σε ολόκληρη την
Μεγαλόνησο έχοντας όμως έτοιμες και τις εναλλακτικές πολιτικές.
Ευχόμαστε λοιπόν την επίλυση του
Κυπριακού αλλά λέμε όχι στην γεωστρατηγική παράδοση της Κύπρου στην
Τουρκία η οποία θα συνιστά «καταστροφική λύση».
Κάτι τέτοιο θα έχει
αρνητικές επιπτώσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη. Μία δυσμενής για τα
ελληνικά συμφέροντα λύση στην Κύπρο, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι
συνδεδεμένη με όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων που
δημιουργούνται από την αναθεωρητική πολιτική της γειτονικής μας χώρας
και αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσουμε την αρνητική επίδραση.
Ως επίλογο θα ήθελα να υπενθυμίσω στον
ΥΠΕΞ κ. Κοτζιά τι μας είχε υποστηρίξει ως πανεπιστημιακός δάσκαλος: «Η
Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι
μόνο ως ένα ζήτημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο αλλά ως ένα συστατικό του
τόξου αμέσων ελληνικών συμφερόντων». Ελπίζω να προχωρήσει με γνώμονα
αυτό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου