ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ και ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Η "λιτανεια" της παγκοσμιοποίησης (The Globalisation Litany)

Tου Daniel Gros / CEPS

 
Μια επωδός που ακούστηκε στις τελευταίες δεκαετίες ήταν πως η κυρίαρχη τάση είναι η "παγκοσμιοποίηση”. 


Η παγκόσμια οικονομία ενοποιούνταν καθώς το εμπόριο αυξανόταν χρόνο με τον χρόνο, περισσότερο από το συνολικό εισόδημα. Αλλά τα τελευταία χρόνια, αυτή η τάση έχει σταματήσει. Η ανάπτυξη του εμπορίου έχει δραματικά επιβραδυνθεί και δεν είναι πλέον πολύ υψηλότερα από την αύξηση του εισοδήματος, το οποίο από μόνο του έχει μειωθεί.  


Αυτή η επιβράδυνση στο εμπόριο θεωρείται επικίνδυνη για τους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Όλοι οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί έχουν δημοσιεύσει προσφάτως μελέτες για την επιβράδυνση του εμπορίου, που σχεδόν πάντα καταλήγουν με εκκλήσεις για ανάληψη δράσης για την αντιστροφή του φαινομένου, ώστε να ξαναμπεί η παγκοσμιοποίηση και πάλι στο προσκήνιο.


Κατά την άποψή μου ωστόσο, η διάγνωσή τους είναι λάθος, και δεν υπάρχει μεγάλη ανησυχία για την επιβράδυνση στο εμπόριο.


Το καλύτερο παράδειγμα για αυτό θα μπορούσε να είναι μια πρόσφατη έκθεση από το ΔΝΤ η οποία θέτει το ερώτημα: τι κρύβεται πίσω από την παγκοσμιοποίηση;


Είναι χαρακτηριστικό πως το ΔΝΤ δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανένα σημαντικό νέο φραγμό στο εμπόριο ως την αιτία για την επιβράδυνση του εμπορίου. Οι οικονομολόγοι του αποδίδουν το μεγαλύτερο μέρος της επιβράδυνσης στην παγκόσμια μείωση των επενδύσεων. Αλλά η υπόθεση πως το περισσότερο εμπόριο είναι καλό, είναι τόσο ισχυρή που η ανάλυση αυτή συνοδεύεται από μια έκκληση για δράση για να αναβιώσει ο "ενάρετος κύκλος του εμπορίου και της ανάπτυξης”.


Έχει σημασία να καταλάβει κανείς τον λόγο για τον οποίο το εμπόριο πρώτα διευρύνθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και γιατί τώρα υποχωρεί;


Έχει, διότι μια κακή κατανόηση των αιτιών της παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει σε μια εκστρατεία με σιωπηρές υποσχέσεις που δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν ποτέ. Η έντονη αντίθεση μεταξύ αυτής της εκστρατείας και των φτωχών οικονομικών επιδόσεων σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της τρέχουσας λαϊκιστικής αντίδρασης εναντίον του εμπορίου γενικότερα.


Οι οικονομολόγοι έχουν εδώ και καιρό επισημάνει ένα επιχείρημα για την απελευθέρωση του εμπορίου. Η άρση των εμπορικών φραγμών θα επιτρέψει στις χώρες να ειδικεύονται σε τομείς στους οποίους είναι πιο παραγωγικοί, με το να επιδίδονται στην αμοιβαία ανταλλαγή αγαθών που ωφελούν και τις δύο πλευρές και οδηγεί σε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Το κλασικό αφήγημα ότι η απελευθέρωση του εμπορίου προωθεί την ανάπτυξη, είχε αποτέλεσμα όταν τα υψηλά εμπορικά εμπόδια που είχαν ανεγερθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, σταδιακά διαλύθηκαν στις δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1980).


Αλλά αυτά τα κλασικά κέρδη από το εμπόριο για τις προηγμένες οικονομίες, λίγο πολύ εξαντλήθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν οι δασμοί και άλλοι εμπορικοί φραγμοί είχαν μειωθεί σε πολύ χαμηλό επίπεδο όπως εμφανίζεται στο παρακάτω σχήμα. Οι συντελεστές των τελωνειακών δασμών της ΕΕ και των ΗΠΑ για παράδειγμα, βρίσκονται τώρα λίγο πάνω από το 2% και έχουν τόσες πολλές εξαιρέσεις από τους δασμούς, που το πραγματικό ποσοστό είναι περίπου στο 1%.

Επιπλέον, η οικονομική θεωρία συνεπάγεται επίσης ότι τα κέρδη από την μείωση των εμπορικών φραγμών, περιορίζονται περισσότερο από όταν τα εναπομείναντα εμπόδια είναι χαμηλά. Θα πρέπει ως εκ τούτου να είναι σαφές από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ότι τα πρόσθετα οφέλη από την κατάργηση των εναπομεινάντων εμποδίων θα ήταν πολύ μικρότερα από αυτά που αποκτήθηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.


Αλλά αυτό το πιο μετριοπαθές αφήγημα δεν ήταν αποδεκτό. Αντιθέτως, η μεγάλη διεύρυνση του εμπορίου στη δεκαετία του 2000 οδήγησε στο αφήγημα της υπερβολικής παγκοσμιοποίησης με τη σιωπηρή υπόσχεση των τεράστιων κερδών για όλους.


Αλλά λίγοι τολμούσαν να εξηγήσουν ότι αυτή η υπερβολική παγκοσμιοποίηση δεν καθοδηγούνταν από μια κατάργηση των εμπορικών φραγμών, τα οποία ήταν ηδη χαμηλά, αλλά ήταν κυρίως λόγω μιας έκρηξης της τιμής των εμπορευμάτων. Καθώς οι τιμές των προϊόντων αυξήθηκαν ανάλογα με την τάση, η αξία του παγκόσμιου εμπορίου αυξήθηκε διότι το πετρέλαιο και άλλα εμπορεύματα, αντιστοιχούν σε ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου εμπορίου. Επιπλέον, καθώς οι παραγωγοί πετρελαίου βίωσαν την αύξηση των εισοδημάτων, άρχισαν να εισάγουν περισσότερα, οδηγώντας σε μια φυσική αύξηση στον όγκο του εμπορίου. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η πρόσφατη επιβράδυνση του εμπορίου είναι απλώς το είδωλο της μεγάλης αύξησης του εμπορίου τα τελευταία 20 χρόνια, εξαιτίας των συνεχώς αυξανόμενων τιμών των βασικών εμπορευμάτων.


Αλλά κατά τη διάρκεια της ακμής της υπέρ-παγκοσμιοποίησης, κανένας υπεύθυνος πολιτικός δεν τόλμησε να εξηγήσει ότι υπό αυτές τις συνθήκες, η παγκοσμιοποίηση θα είχε διαφορετικές επιπτώσεις (για τις προηγμένες οικονομίες) από ό,τι προηγουμένως:  

αυτή η νέα παγκοσμιοποίηση σήμαινε χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο στις αναπτυγμένες χώρες καθώς οι υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων μείωσαν την αγοραστική δύναμη για τους εργαζομένους των χωρών του ΟΟΣΑ.


Αυτό πραγματικά συνέβη. Το εμπόριο επεκτάθηκε με τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου και άλλων εμπορευμάτων, αλλά η ανάπτυξη δεν αυξήθηκε ακόμη και πριν από την χρηματοπιστωτική κρίση.


Η λανθασμένη "παρουσίαση” της παγκοσμιοποίησης ήταν παρόμοια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.  


Αλλά η αμερικανική περίπτωση είναι κάπως διαφορετική από αυτή της Ευρώπης διότι οι ΗΠΑ είναι επίσης σημαντικός παραγωγός πετρελαίου και αερίου. Αυτό σημαίνει πως για τις ΗΠΑ συνολικά, η αύξηση στις τιμές των εμπορευμάτων ήταν λιγότερο σχετική απο ό,τι για την Ευρώπη. Αλλά η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων από τις υψηλότερες τιμές του πετρελαίου ήταν αν μη τι άλλο ακόμη μεγαλύτερη σε σχετικούς όρους στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη, καθώς στην Ευρώπη οι υψηλοί φόροι επί των πωλήσεων σήμαιναν πως ακόμη και ο διπλασιασμός των πετρελαϊκών τιμών, οδήγησε μόνο σε μια ήπια αύξηση των τιμών στην άντληση. Επιπλέον, τα κέρδη από τις υψηλότερες τιμές πετρελαίου κατέληξαν σε μια μικρή τάξη παραγωγών (και σε έναν μικρό αριθμό εργαζομένων σε αυτόν τον κλάδο).


Ωστόσο, δεδομένης της θέσης των ΗΠΑ ως ένας μεγάλος παραγωγός αργού, η χώρα έχει μικρότερη ανάγκη από ό,τι οι Ευρωπαίοι να αυξήσει τις εξαγωγές της στην βιομηχανία για να ισοσκελίσει το εξωτερικό της ισοζύγιο. Αντιθέτως, οι ΗΠΑ άφησαν το εξωτερικό τους ισοζύγιο να επιδεινωθεί. Αυτό σημαίνει πως οι Αμερικανοί εργαζόμενοι στην μεταποίηση πιέστηκαν και στις δύο πλευρές: οι τιμές του αερίου ενισχύθηκαν και η μεταποίηση έμεινε στάσιμη. Η πίεση στον μεταποιητικό τομέα αυξήθηκε περαιτέρω από την εμφάνιση μεγάλου εμπορικού ελλείμματος, κυρίως εξαιτίας των χαμηλότερων εξαγωγών των προϊόντων μεταποίησης.


Αυτό το "διπλό χτύπημα” έπληξε τους εργαζομένους περίπου την ίδια στιγμή που τέθηκε σε λειτουργία η NAFTA. Αν και οι περισσότερες μελέτες αποδεικνύουν ότι οι καθαρές απώλειες θέσεων εργασίας λόγω της NAFTA είναι περιορισμένες, αυτή η σύπτωση οδήγησε στην εντυπωση ότι η παγκοσμιοποίηση γενικότερα και ειδικότερα η NAFTA, ήταν μια άσχημη συμφωνία για τους Αμερικανούς εργαζόμενους. Αυτό έχει ανοίξει το δρόμο σε δημαγωγούς όπως ο Donald Trump που υπόσχεται περισσότερη ευημερία με την ανέγερση νέων εμπορικών φραγμών.


Έχοντας παρανοήσει τις αιτίες της ακραίας ανάπτυξης του εμπορίου τις τελευταίες δεκαετίες, οι πολιτικές ελίτ υπερ-πούλησαν την "παγκοσμιοποίηση”. Η σημερινή αντίδραση είναι κατανοητή εάν σκεφτεί κανείς το χάσμα ανάμεσα στην υπερβολή και στην πτώση του βιοτικού επιπέδου για πολλούς εργαζόμενους. Η τωρινή επιβράδυνση στους όγκους εμπορίου οφείλεται στις χαμηλότερες τιμές εμπορευμάτων. Θα πρέπει να γίνει δεκτή με χαρά, όχι να καταγγελθεί. Τα νέα εμπόδια ασφαλώς δεν είναι εγγυημένα, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να σταματήσουν να επιμένουν στο αφήγημα ότι περισσότερο εμπόριο είναι πάντα μια ένδειξη των καλών καιρών και ότι το λιγότερο εμπόριο είναι πάντα κακό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου