Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΖΙΜΑ
«...Δόκιμε Ακριβογιάννη, το συμφέρον της
πατρίδος επιβάλλει να εξασφαλισθεί η επιτυχία πρακτικά. Μη σου φανεί
σκληρό αυτό που θα σου πω, πρέπει να ξέρεις ότι κάθε ανυπακοή από τη
στιγμή που θ’ αρχίσει η αποστολή σου, ισοδυναμεί με την καταδίκη των
δικών σου τους οποίους αγαπάς. Φαντάζομαι ότι η αγάπη προς την πατρίδα
και τους δικούς σου, τη μητέρα σου, τον πατέρα σου, την αδελφή σου,
είναι πιο μεγάλη από την αγάπη που έχεις για τον εαυτό σου. Είσαι αρκετά
έξυπνος για να με καταλάβεις. Καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά ξεκινούν από
το συμφέρον της πατρίδας; – Μάλιστα...».
Στο κελί του στις φυλακές Τιράνων ο νεαρός Ικαρος της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας Νίκος Ακριβογιάννης έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι το τέλος του πλησιάζει και γράφει.
Γράφει για ποιον;
Ούτε ο ίδιος ξέρει.
Προς τον κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον πείσει ότι δεν είναι κατάσκοπος αλλά θύμα σκευωρίας στην Ελλάδα.
Προς τους ανακριτές μήπως και ελαφρύνει τη θέση του.
Προς τους γονείς του στον Βόλο οι οποίοι ζούσαν με την αγωνία για την τύχη του παιδιού τους.
Προς τους Ελληνες που πληροφορήθηκαν ότι ο Ακριβογιάννης ήταν ένας φλογερός κομμουνιστής, ο οποίος συμμετείχε σε συνωμοσία στην αεροπορία και όταν αποκαλύφθηκε, πήρε το αεροπλάνο και διέφυγε στην Αλβανία...
Στο σκοτάδι
Οι επιστολές και σημειώσεις του Ελληνα αεροπόρου δεν θα φτάσουν πότε στον προορισμό τους και η μαρτυρία τού κυρίως «πρωταγωνιστή» –ή μεγαλύτερου θύματος– μιας συνωμοσίας που συντάραξε την ελληνική πολιτική ζωή και πέρασε στην ιστορία ως «Υπόθεση των Αεροπόρων», θα παραμείνει για περισσότερο από μισό αιώνα στο σκοτάδι.
Αν ο Ελληνας πιλότος μπορούσε να καταθέσει τη δική του μαρτυρία για το πώς και γιατί βρέθηκε στην Αλβανία και στις υγρές σκοτεινές φυλακές του Χότζα, θα είχε καταρρεύσει την ίδια στιγμή ή και δεν θα είχε στηθεί καν η φοβερή αυτή σκευωρία που προκάλεσε πολιτικό σεισμό, απείλησε με αποσταθεροποίηση περαιτέρω την τότε κυβέρνηση Πλαστήρα, σπίλωσε, βασάνισε και φυλάκισε έντιμους και άξιους αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας, τροφοδότησε περαιτέρω ψυχροπολεμικό κλίμα.
Η ιστορική έρευνα εντόπισε στα αλβανικά αρχεία τον «Φάκελο Ακριβογιάννη», στον οποίο καταγράφεται η περιπέτεια του Ελληνα Ικάρου από τη στιγμή που προσγείωσε κοντά στους Αγιους Σαράντα το αεροσκάφος του, τα όσα ισχυρίστηκε κατά την ανάκρισή του, αλλά και την αποκαλυπτική ομολογία του για το πώς και γιατί έφυγε από την Ελλάδα.
Τώρα η ιστορία της «Υπόθεσης των Αεροπόρων» θα πρέπει να ξαναγραφτεί και τα θύματά της να δικαιωθούν πλήρως.
Η «Κ» φέρνει στο φως στοιχεία του φακέλου που ξεπερνάει τις χίλιες σελίδες. Ας πάμε όμως πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε μια Ελλάδα που μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1951, στη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής πτήσης στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, ένα αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας τύπου Χάρβαρντ θα υποστεί βλάβη ενώ επιχειρούσε προσγείωση και θα καταπέσει χωρίς θύματα.
Μερικές μέρες μετά, σε τοίχο της εκεί σχολής Ικάρων θα εμφανιστούν συνθήματα υπέρ του ΚΚΕ.
Η διοίκηση της αεροπορίας συνδέει τα δύο περιστατικά και διατάζει έρευνα η οποία θα κλείσει με την παραπομπή 14 αξιωματικών και πέντε ιδιωτών στο Αεροδικείο, με την κατηγορία της δολιοφθοράς.
Και ενώ οι ανακρίσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη, με τους συλληφθέντες να «ομολογούν» κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων –ένας εξ αυτών πέθανε– όπως θα καταγγείλουν αργότερα στο δικαστήριο, ο Ικαρος Νίκος Ακριβογιάννης, πιλοτάροντας ένα αεροσκάφος Χάρβαρντ, απογειώνεται από το Τατόι, πετάει πάνω από την Κέρκυρα και προσγειώνεται στο χωριό Τσουκά, κοντά στο Βουθρωτό, της Αλβανίας.
Οι σκευωροί είχαν πλέον ισχυρό «πειστήριο» ότι υπήρχε κομμουνιστική συνωμοσία στην οποία εμπλεκόταν και ο Ακριβογιάννης που, όπως μετέδιδαν στη συνέχεια, κατέφυγε φοβούμενος τη σύλληψή του στους προστάτες του κομμουνιστές στην Αλβανία.
Πάνω στη φυγή του Ακριβογιάννη και τις «ομολογίες» των αξιωματικών, τις οποίες τα θύματα αναίρεσαν αργότερα στο Αεροδικείο, θα «στηρίξουν» οι σκευωροί όλο το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη, στην αρχή, των αξιωματικών, οι οποίοι θα αποφυλακιστούν μερικά χρόνια μετά, χωρίς πάντως και τύποις να αθωωθούν.
Το προαναφερθέν απόσπασμα από τις χειρόγραφες σημειώσεις-επιστολές αλλά και η συνέχειά του είναι αποκαλυπτικά για το πώς ο διοικητής της αεροπορικής βάσης Τατοΐου σμήναρχος Αναστάσιος Βλαττούσης τον στρατολόγησε χρησιμοποιώντας για ηθικό εκβιασμό την οικογένειά του.
Γράφει ο φυλακισμένος Νίκος Ακριβογιάννης: «Οταν θα έφτανα στην Αλβανία θα μεταδιδόταν ότι χάθηκα. Κατά την πτήση μου θα έλεγαν ειδοποίησα το “Χόμερ Ελευσίνας” αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο να με προσανατολίσει. Πιθανόν να έπεσα στη θάλασσα. Αυτή η μετάδοση θα εξηγείτο εδώ ότι έγινε για πολιτικούς λόγους. Οταν μου είπε ο διοικητής όλα αυτά τον ρώτησα πότε θα γινόταν και πού, γιατί ακόμα δεν είχα πετάξει “σόλο” με διπλάνο Χάρβαρντ. Μου απήντησε ότι θα έφευγα αμέσως. Δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο παρά από “μάλιστα, διατάξτε”».
Τι απέγινε ο Ακριβογιάννης μετά τη σύλληψή του;
Ο ιστορικός, διδάκτωρ του ΑΠΘ, κ. Σταύρος Ντάγιος που εντόπισε και μελέτησε τον φάκελο και πρόκειται να εντάξει τη συνταρακτική ιστορία σε βιβλίο, λέει για την τύχη του.
«Οπως προκύπτει από τις καταθέσεις του, ο Ακριβογιάννης μεταφέρθηκε την επομένη κιόλας στις φυλακές των Τιράνων όπου το τμήμα αντικατασκοπείας του καθεστώτος ανέλαβε την ανάκρισή του. Εκείνο που ενδιέφερε τους Αλβανούς ήταν αν ο Ελληνας πιλότος σχετιζόταν με την περιβόητη “Επιχείρηση Αλβανία” που βρισκόταν σε εξέλιξη. Επρόκειτο για μια προσπάθεια της Βρετανίας για οργάνωση εντός της Αλβανίας κινήματος ανατροπής του Χότζα με εργαλεία αντικαθεστωτικούς Αλβανούς, οι οποίοι εκπαιδεύονταν στη Μάλτα και την Αλβανία και χρησιμοποιούσαν και τα ελληνικά σύνορα για να μπουν κρυφά στη χώρα.
Ο Ακριβογιάννης ανακρίθηκε 110 φορές και έλεγε διαρκώς αντιφατικά πράγματα, που δεν έδεναν μεταξύ τους, κάτι που φαίνεται από τις καταθέσεις του. Κατά την παραμονή του στις φυλακές Τιράνων αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει τρεις φορές, έκανε πολλές φορές απεργία πείνας. Εγραψε επιστολές πιστεύοντας ότι κάποια από αυτές θα φτάσει στον προορισμό της και φυσικά οι ανακριτικές αρχές τις μπλόκαραν.
»Αφού λοιπόν οι Αλβανοί δεν έβγαλαν κάτι ενδιαφέρον από την ανάκριση, τον Δεκέμβρη του 1952 έχοντας σε γνώση το κατηγορητήριο στη δίκη των αεροπόρων που γινόταν στην Αθήνα, του απήγγειλαν κατηγορία για κατασκοπεία χωρίς όμως να έχουν αποδείξεις. Σε μια προσπάθεια να τον παγιδεύσουν τον μετέφεραν τον Αύγουστο του 1953 σε στρατόπεδο στην πόλη Λούσνια στην κεντρική Αλβανία όπου “φιλοξενούνταν” σε καθεστώς ημιελευθερίας 250 μαχητές του ΔΣΕ που είχαν απομείνει από το τέλος του Εμφυλίου περιμένοντας να ενωθούν με τις οικογένειές τους που είχαν φύγει σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ.
»Εκεί ο Ακριβογιάννης προσπάθησε να στήσει μια οργάνωση την οποία καταθέτει ότι ονόμασε Μοίρα Επιλέκτων Δοκίμων Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΔΕΒΑ 134) με σκοπό να δραπετεύσουν. Ο ένας από τους δύο όμως που νόμιζε ότι στρατολόγησε, κάποιος ονόματι “Μήτσος”, ήταν άνθρωπος της αστυνομίας. Ετσι όταν στις 13 Δεκεμβρίου του 1953 επιχειρούν να αποδράσουν και να διαφύγουν στην Ιταλία, αφού στην Ελλάδα θα τον εκτελούσαν ως “προδότη”, μερικά χιλιόμετρα παρακάτω στην πόλη Ρογκοζίνα συλλαμβάνονται. Οδηγήθηκαν στις φυλακές Μπερατίου, όπου δικάστηκαν τον Ιούλιο του 1954 και ο Ακριβογιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο. Θα εκτελεστεί στις φυλακές στις 14 Αυγούστου. Προτού πέσει νεκρός φώναξε Ζήτω η Ελλάς».
Οι γονείς του δεν έμαθαν ποτέ τι έγινε
Στο χωριό του, τον Αγιο Βλάσιο του Πηλίου, οι γονείς του Νίκου Ακριβογιάννη ζούσαν το δικό τους δράμα. Δεν πίστεψαν μεν, όπως και οι συγχωριανοί τους, ποτέ ότι ο γιος τους ήταν «προδότης», ούτε όμως είχαν τη δυνατότητα να μάθουν περισσότερα για την τύχη του.
Ενας εκ των σκευωρών, ο τότε αρχηγός ΓΕΑ Εμμανουήλ Κελαηδής, τους επισκέφθηκε μια μέρα και τους είπε ότι ο Νίκος βρίσκεται σε «εθνική αποστολή» χωρίς να τους διευκρινίσει περί τίνος επρόκειτο και πότε θα επιστρέψει.
Ο πατέρας του Δημήτρης πέθανε λίγα χρόνια μετά την εκτέλεση του παιδιού του, χωρίς να γνωρίζει γι’ αυτήν και με τον μεγάλο καημό αν θα τον ξαναδεί.
Η αδερφή του Ελένη Μελίδου προσπαθούσε να μάθει για την τύχη του, αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές.
Ουδείς γνώριζε ή μπορούσε να μάθει, λόγω της απομόνωσης στην οποία είχε περιπέσει το καθεστώς Χότζα.
Η «Κ» εντόπισε σε κλινική του Βόλου την 90χρονη και με εύθραυστη υγεία Μελίδου και την επισκέφθηκε μαζί με τον ερευνητή του ΑΠΘ. Ο γιος της Νίκος –έχει το όνομα του αδερφού της– μας είπε ότι «ζούσε με την ελπίδα ότι προτού πεθάνει θα μάθει για τον αδερφό της, ότι κάποια μέρα θα γυρίσει».
Οι στιγμές ήταν δύσκολες, η φόρτιση μεγάλη, όταν αντίκρισε τις φωτογραφίες και τα γράμματά του προς εκείνη. «Θεέ μου ο Νίκος», αναφώνησε και τα μάτια της βούρκωσαν. «Σας ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου για το ανεκτίμητο καλό που μου κάνατε» επαναλάμβανε διαρκώς. Τα λόγια έβγαιναν δύσκολα λόγω της συγκίνησης, παρακολουθούσε άναυδη και με ορθάνοιχτα μάτια τη σύντομη αφήγηση για το τι υπέστη ο αδερφός της και δεν σταμάτησε να κλαίει και να ευχαριστεί για τα νέα που περίμενε περισσότερο από 65 χρόνια.
Στην πλατεία του χωριού, ο εξάδελφος του Ακριβογιάννη 89χρονος Στέφανος, οι γιοι του, η νύφη δείχνουν καθηλωμένοι από την αφήγηση του ιστορικού και τα στοιχεία που τους εμφανίζει. «Οι γονείς του πέθαναν μ’ αυτόν τον καημό. Δεν τους είπε ποτέ κανείς τι έγινε. Ο Νίκος ήταν ένα ατίθασο πανέξυπνο παιδί. Οταν μάθαμε ότι έφυγε μ’ ένα αεροπλάνο, αναρωτηθήκαμε πώς είναι δυνατόν ένας άπειρος πιλότος να οδήγησε τόσο μακριά ένα αεροπλάνο. Τον έπαιξαν κορώνα-γράμματα τον Νίκο. Από τη μια τον αποκαλούσαν λιποτάκτη, από την άλλη μας έλεγαν ότι του ανέθεσαν εθνική αποστολή. Τώρα που ήρθαν όλα στο φως πρέπει να αποκαταστήσουν τη μνήμη και τη χαμένη τιμή του. Η πολιτεία πρέπει να το κάνει, το ζητάμε οι συγγενείς και όλο το χωριό».
Και μια επιστολή προς τον Ενβέρ Χότζα:
Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αλβανία και συγκεκριμένα στις 15-4-1952, ο Ακριβογιάννης γράφει επιστολή προς τον Χότζα.
«Σύντροφε Ενβέρ Χότζα
Βλέποντας ότι υπάρχει κίνδυνος να ματαιωθεί επιχείρηση εξαιρετικής σπουδαιότητας, από την κυβέρνησή σας, εγώ ο Ελληνας πιλότος Νίκος Ακριβογιάννης αποφασίζω να ανακοινώσω, επίσημα και γραφτά, σε σας τον Σύντροφο Ενβέρ Χότζα (άμεσο Υπεύθυνο για την Αλβανία, στης οποίας το έδαφος προσγειώθηκα στις 7/4/1952) τα παρακάτω:
Ξεφεύγοντας από τη ζώνη του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και σταθμεύοντας σε Αλβανικό έδαφος, τελείωσα το πρώτο μέρος του σχεδίου μου.
Ηρθα σε Αλβανικό έδαφος γιατί ήξερα ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας είναι φίλη της Δημοκρατικής κυβέρνησης της πατρίδας μου (σ.σ. προφανώς εννοεί την πολιτική ηγεσία του ΔΣΕ, αφού η “κυβέρνηση του βουνού“ είχε διαλυθεί και είναι αυτό δείγμα της άγνοιας που είχε για τα πολιτικά δρώμενα) και της Σοβιετικής Ενωσης. Αμέσως ζήτησα να έρθω σ’ επαφή με τις Ανώτατες Αλβανικές αρχές. Αυτό το κατόρθωσα στις 9/4/1952 και δήλωσα σ’ αυτές τούτα:
1. Παραδίνω στην Αλβανική κυβέρνηση αεροσκάφος τύπου HARVARD, ένα αλεξίπτωτο και βοηθητικά εξαρτήματα.
2. Ζητώ την άμεση προώθησή μου στο Δημοκρατικό Στρατό ή στη Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να κάνει αυτό η Αλβανική κυβέρνηση, ζητώ να με φέρει σ’ επαφή (να με προωθήσει) με τις Σοβιετικές Στρατιωτικές Αρχές ώς τις 12/4/1952.
3. Ζητώ να διαδοθεί με κάθε τρόπο ότι ελληνικό αεροσκάφος παραβίασε τον Αλβανικό εναέριο χώρο και αφού έκανε διάφορες προκλήσεις πάνω από τους Αγίους Σαράντα, εξαφανίστηκε με κατεύθυνση προς τις Ιταλικές ακτές.
Η αλβανική κυβέρνηση σε απάντηση όλων αυτών με κρατάει αιχμάλωτο και σε επίσημη δήλωσή της ζήτησε να μάθει τι είναι αυτό που αφορά εμένα τη Δημοκρατική Κυβέρνηση, με την οποία δεν έχει καμία επαφή, και τη Σοβιετική Ενωση. Μου εξήγησε ότι αυτή η απαίτησή της στηρίζεται στο ότι δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ συμμάχων. Εχοντας υπ’ όψη μου ορισμένες θεμελιωδικές στρατιωτικές αρχές, τις οποίες είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνετε, βρέθηκα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια για να αφήσω να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να ανακοινώσω τίποτα σχετικό, δήλωσα ότι είναι καθαρά ατομικό ζήτημα αυτή η υπόθεση της συνάντησής μου. Και τόνισα πολλές φορές ότι οι υπηρεσίες που μπορώ να προσφέρω είναι πολύτιμες. Σε συνέχεια η αλβανική κυβέρνηση μου ανακοίνωσε τις απόψεις της. Εντελώς ακατάλληλες για την πραγματοποίηση του σχεδίου μου, και με κρατάει αιχμάλωτο στις φυλακές των Τιράνων.
...Αρνούμαι να ανακοινώσω κάθε τι σχετικό μ’ αυτό στην Αλβανική κυβέρνηση γιατί το θεωρώ εξαιρετικά λεπτό στρατιωτικό ζήτημα. Αν επιμένει η Αλβανική κυβέρνηση να μάθει οπωσδήποτε πρώτα αυτό το ζήτημα, θα το μάθει αλλά την ευθύνη για αυτό θα την έχει αυτή απέναντι της Σοβιετικής Ενωσης και εγώ δεν θα έχω καμιά ευθύνη. Θα αναγκαστώ να ανακοινώσω σχετικά, γιατί στην προκειμένη περίπτωση χάνεται πολύτιμος χρόνος και υπάρχει πιθανότητα να αναβληθεί ή και να ματαιωθεί σπουδαία στρατιωτική επιχείρηση.
Με εγκάρδιους συντροφικούς και επαναστατικούς χαιρετισμούς
Νίκος Ακριβογιάννης.»
Στο κελί του στις φυλακές Τιράνων ο νεαρός Ικαρος της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας Νίκος Ακριβογιάννης έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι το τέλος του πλησιάζει και γράφει.
Γράφει για ποιον;
Ούτε ο ίδιος ξέρει.
Προς τον κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τον πείσει ότι δεν είναι κατάσκοπος αλλά θύμα σκευωρίας στην Ελλάδα.
Προς τους ανακριτές μήπως και ελαφρύνει τη θέση του.
Προς τους γονείς του στον Βόλο οι οποίοι ζούσαν με την αγωνία για την τύχη του παιδιού τους.
Προς τους Ελληνες που πληροφορήθηκαν ότι ο Ακριβογιάννης ήταν ένας φλογερός κομμουνιστής, ο οποίος συμμετείχε σε συνωμοσία στην αεροπορία και όταν αποκαλύφθηκε, πήρε το αεροπλάνο και διέφυγε στην Αλβανία...
Στο σκοτάδι
Οι επιστολές και σημειώσεις του Ελληνα αεροπόρου δεν θα φτάσουν πότε στον προορισμό τους και η μαρτυρία τού κυρίως «πρωταγωνιστή» –ή μεγαλύτερου θύματος– μιας συνωμοσίας που συντάραξε την ελληνική πολιτική ζωή και πέρασε στην ιστορία ως «Υπόθεση των Αεροπόρων», θα παραμείνει για περισσότερο από μισό αιώνα στο σκοτάδι.
Αν ο Ελληνας πιλότος μπορούσε να καταθέσει τη δική του μαρτυρία για το πώς και γιατί βρέθηκε στην Αλβανία και στις υγρές σκοτεινές φυλακές του Χότζα, θα είχε καταρρεύσει την ίδια στιγμή ή και δεν θα είχε στηθεί καν η φοβερή αυτή σκευωρία που προκάλεσε πολιτικό σεισμό, απείλησε με αποσταθεροποίηση περαιτέρω την τότε κυβέρνηση Πλαστήρα, σπίλωσε, βασάνισε και φυλάκισε έντιμους και άξιους αξιωματικούς της πολεμικής αεροπορίας, τροφοδότησε περαιτέρω ψυχροπολεμικό κλίμα.
Η ιστορική έρευνα εντόπισε στα αλβανικά αρχεία τον «Φάκελο Ακριβογιάννη», στον οποίο καταγράφεται η περιπέτεια του Ελληνα Ικάρου από τη στιγμή που προσγείωσε κοντά στους Αγιους Σαράντα το αεροσκάφος του, τα όσα ισχυρίστηκε κατά την ανάκρισή του, αλλά και την αποκαλυπτική ομολογία του για το πώς και γιατί έφυγε από την Ελλάδα.
Τώρα η ιστορία της «Υπόθεσης των Αεροπόρων» θα πρέπει να ξαναγραφτεί και τα θύματά της να δικαιωθούν πλήρως.
Η «Κ» φέρνει στο φως στοιχεία του φακέλου που ξεπερνάει τις χίλιες σελίδες. Ας πάμε όμως πίσω στις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε μια Ελλάδα που μόλις είχε βγει από τον Εμφύλιο.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1951, στη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής πτήσης στο αεροδρόμιο του Τατοΐου, ένα αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας τύπου Χάρβαρντ θα υποστεί βλάβη ενώ επιχειρούσε προσγείωση και θα καταπέσει χωρίς θύματα.
Μερικές μέρες μετά, σε τοίχο της εκεί σχολής Ικάρων θα εμφανιστούν συνθήματα υπέρ του ΚΚΕ.
Η διοίκηση της αεροπορίας συνδέει τα δύο περιστατικά και διατάζει έρευνα η οποία θα κλείσει με την παραπομπή 14 αξιωματικών και πέντε ιδιωτών στο Αεροδικείο, με την κατηγορία της δολιοφθοράς.
Και ενώ οι ανακρίσεις βρίσκονταν σε εξέλιξη, με τους συλληφθέντες να «ομολογούν» κατόπιν φρικτών βασανιστηρίων –ένας εξ αυτών πέθανε– όπως θα καταγγείλουν αργότερα στο δικαστήριο, ο Ικαρος Νίκος Ακριβογιάννης, πιλοτάροντας ένα αεροσκάφος Χάρβαρντ, απογειώνεται από το Τατόι, πετάει πάνω από την Κέρκυρα και προσγειώνεται στο χωριό Τσουκά, κοντά στο Βουθρωτό, της Αλβανίας.
Οι σκευωροί είχαν πλέον ισχυρό «πειστήριο» ότι υπήρχε κομμουνιστική συνωμοσία στην οποία εμπλεκόταν και ο Ακριβογιάννης που, όπως μετέδιδαν στη συνέχεια, κατέφυγε φοβούμενος τη σύλληψή του στους προστάτες του κομμουνιστές στην Αλβανία.
Πάνω στη φυγή του Ακριβογιάννη και τις «ομολογίες» των αξιωματικών, τις οποίες τα θύματα αναίρεσαν αργότερα στο Αεροδικείο, θα «στηρίξουν» οι σκευωροί όλο το κατηγορητήριο που οδήγησε στην καταδίκη, στην αρχή, των αξιωματικών, οι οποίοι θα αποφυλακιστούν μερικά χρόνια μετά, χωρίς πάντως και τύποις να αθωωθούν.
Το προαναφερθέν απόσπασμα από τις χειρόγραφες σημειώσεις-επιστολές αλλά και η συνέχειά του είναι αποκαλυπτικά για το πώς ο διοικητής της αεροπορικής βάσης Τατοΐου σμήναρχος Αναστάσιος Βλαττούσης τον στρατολόγησε χρησιμοποιώντας για ηθικό εκβιασμό την οικογένειά του.
Γράφει ο φυλακισμένος Νίκος Ακριβογιάννης: «Οταν θα έφτανα στην Αλβανία θα μεταδιδόταν ότι χάθηκα. Κατά την πτήση μου θα έλεγαν ειδοποίησα το “Χόμερ Ελευσίνας” αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο να με προσανατολίσει. Πιθανόν να έπεσα στη θάλασσα. Αυτή η μετάδοση θα εξηγείτο εδώ ότι έγινε για πολιτικούς λόγους. Οταν μου είπε ο διοικητής όλα αυτά τον ρώτησα πότε θα γινόταν και πού, γιατί ακόμα δεν είχα πετάξει “σόλο” με διπλάνο Χάρβαρντ. Μου απήντησε ότι θα έφευγα αμέσως. Δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο παρά από “μάλιστα, διατάξτε”».
Τι απέγινε ο Ακριβογιάννης μετά τη σύλληψή του;
Ο ιστορικός, διδάκτωρ του ΑΠΘ, κ. Σταύρος Ντάγιος που εντόπισε και μελέτησε τον φάκελο και πρόκειται να εντάξει τη συνταρακτική ιστορία σε βιβλίο, λέει για την τύχη του.
«Οπως προκύπτει από τις καταθέσεις του, ο Ακριβογιάννης μεταφέρθηκε την επομένη κιόλας στις φυλακές των Τιράνων όπου το τμήμα αντικατασκοπείας του καθεστώτος ανέλαβε την ανάκρισή του. Εκείνο που ενδιέφερε τους Αλβανούς ήταν αν ο Ελληνας πιλότος σχετιζόταν με την περιβόητη “Επιχείρηση Αλβανία” που βρισκόταν σε εξέλιξη. Επρόκειτο για μια προσπάθεια της Βρετανίας για οργάνωση εντός της Αλβανίας κινήματος ανατροπής του Χότζα με εργαλεία αντικαθεστωτικούς Αλβανούς, οι οποίοι εκπαιδεύονταν στη Μάλτα και την Αλβανία και χρησιμοποιούσαν και τα ελληνικά σύνορα για να μπουν κρυφά στη χώρα.
Ο Ακριβογιάννης ανακρίθηκε 110 φορές και έλεγε διαρκώς αντιφατικά πράγματα, που δεν έδεναν μεταξύ τους, κάτι που φαίνεται από τις καταθέσεις του. Κατά την παραμονή του στις φυλακές Τιράνων αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει τρεις φορές, έκανε πολλές φορές απεργία πείνας. Εγραψε επιστολές πιστεύοντας ότι κάποια από αυτές θα φτάσει στον προορισμό της και φυσικά οι ανακριτικές αρχές τις μπλόκαραν.
»Αφού λοιπόν οι Αλβανοί δεν έβγαλαν κάτι ενδιαφέρον από την ανάκριση, τον Δεκέμβρη του 1952 έχοντας σε γνώση το κατηγορητήριο στη δίκη των αεροπόρων που γινόταν στην Αθήνα, του απήγγειλαν κατηγορία για κατασκοπεία χωρίς όμως να έχουν αποδείξεις. Σε μια προσπάθεια να τον παγιδεύσουν τον μετέφεραν τον Αύγουστο του 1953 σε στρατόπεδο στην πόλη Λούσνια στην κεντρική Αλβανία όπου “φιλοξενούνταν” σε καθεστώς ημιελευθερίας 250 μαχητές του ΔΣΕ που είχαν απομείνει από το τέλος του Εμφυλίου περιμένοντας να ενωθούν με τις οικογένειές τους που είχαν φύγει σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ.
»Εκεί ο Ακριβογιάννης προσπάθησε να στήσει μια οργάνωση την οποία καταθέτει ότι ονόμασε Μοίρα Επιλέκτων Δοκίμων Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΔΕΒΑ 134) με σκοπό να δραπετεύσουν. Ο ένας από τους δύο όμως που νόμιζε ότι στρατολόγησε, κάποιος ονόματι “Μήτσος”, ήταν άνθρωπος της αστυνομίας. Ετσι όταν στις 13 Δεκεμβρίου του 1953 επιχειρούν να αποδράσουν και να διαφύγουν στην Ιταλία, αφού στην Ελλάδα θα τον εκτελούσαν ως “προδότη”, μερικά χιλιόμετρα παρακάτω στην πόλη Ρογκοζίνα συλλαμβάνονται. Οδηγήθηκαν στις φυλακές Μπερατίου, όπου δικάστηκαν τον Ιούλιο του 1954 και ο Ακριβογιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο. Θα εκτελεστεί στις φυλακές στις 14 Αυγούστου. Προτού πέσει νεκρός φώναξε Ζήτω η Ελλάς».
Οι γονείς του δεν έμαθαν ποτέ τι έγινε
Ο εξάδελφός του 89χρονος Στέφανος και άλλοι συγγενείς στην πλατεία του Αγίου Βλάσιου Πηλίου |
Στο χωριό του, τον Αγιο Βλάσιο του Πηλίου, οι γονείς του Νίκου Ακριβογιάννη ζούσαν το δικό τους δράμα. Δεν πίστεψαν μεν, όπως και οι συγχωριανοί τους, ποτέ ότι ο γιος τους ήταν «προδότης», ούτε όμως είχαν τη δυνατότητα να μάθουν περισσότερα για την τύχη του.
Ενας εκ των σκευωρών, ο τότε αρχηγός ΓΕΑ Εμμανουήλ Κελαηδής, τους επισκέφθηκε μια μέρα και τους είπε ότι ο Νίκος βρίσκεται σε «εθνική αποστολή» χωρίς να τους διευκρινίσει περί τίνος επρόκειτο και πότε θα επιστρέψει.
Ο πατέρας του Δημήτρης πέθανε λίγα χρόνια μετά την εκτέλεση του παιδιού του, χωρίς να γνωρίζει γι’ αυτήν και με τον μεγάλο καημό αν θα τον ξαναδεί.
Η αδερφή του Ελένη Μελίδου προσπαθούσε να μάθει για την τύχη του, αλλά οι πόρτες ήταν κλειστές.
Ουδείς γνώριζε ή μπορούσε να μάθει, λόγω της απομόνωσης στην οποία είχε περιπέσει το καθεστώς Χότζα.
Η «Κ» εντόπισε σε κλινική του Βόλου την 90χρονη και με εύθραυστη υγεία Μελίδου και την επισκέφθηκε μαζί με τον ερευνητή του ΑΠΘ. Ο γιος της Νίκος –έχει το όνομα του αδερφού της– μας είπε ότι «ζούσε με την ελπίδα ότι προτού πεθάνει θα μάθει για τον αδερφό της, ότι κάποια μέρα θα γυρίσει».
Οι στιγμές ήταν δύσκολες, η φόρτιση μεγάλη, όταν αντίκρισε τις φωτογραφίες και τα γράμματά του προς εκείνη. «Θεέ μου ο Νίκος», αναφώνησε και τα μάτια της βούρκωσαν. «Σας ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχής μου για το ανεκτίμητο καλό που μου κάνατε» επαναλάμβανε διαρκώς. Τα λόγια έβγαιναν δύσκολα λόγω της συγκίνησης, παρακολουθούσε άναυδη και με ορθάνοιχτα μάτια τη σύντομη αφήγηση για το τι υπέστη ο αδερφός της και δεν σταμάτησε να κλαίει και να ευχαριστεί για τα νέα που περίμενε περισσότερο από 65 χρόνια.
Στην πλατεία του χωριού, ο εξάδελφος του Ακριβογιάννη 89χρονος Στέφανος, οι γιοι του, η νύφη δείχνουν καθηλωμένοι από την αφήγηση του ιστορικού και τα στοιχεία που τους εμφανίζει. «Οι γονείς του πέθαναν μ’ αυτόν τον καημό. Δεν τους είπε ποτέ κανείς τι έγινε. Ο Νίκος ήταν ένα ατίθασο πανέξυπνο παιδί. Οταν μάθαμε ότι έφυγε μ’ ένα αεροπλάνο, αναρωτηθήκαμε πώς είναι δυνατόν ένας άπειρος πιλότος να οδήγησε τόσο μακριά ένα αεροπλάνο. Τον έπαιξαν κορώνα-γράμματα τον Νίκο. Από τη μια τον αποκαλούσαν λιποτάκτη, από την άλλη μας έλεγαν ότι του ανέθεσαν εθνική αποστολή. Τώρα που ήρθαν όλα στο φως πρέπει να αποκαταστήσουν τη μνήμη και τη χαμένη τιμή του. Η πολιτεία πρέπει να το κάνει, το ζητάμε οι συγγενείς και όλο το χωριό».
Και μια επιστολή προς τον Ενβέρ Χότζα:
Λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αλβανία και συγκεκριμένα στις 15-4-1952, ο Ακριβογιάννης γράφει επιστολή προς τον Χότζα.
«Σύντροφε Ενβέρ Χότζα
Βλέποντας ότι υπάρχει κίνδυνος να ματαιωθεί επιχείρηση εξαιρετικής σπουδαιότητας, από την κυβέρνησή σας, εγώ ο Ελληνας πιλότος Νίκος Ακριβογιάννης αποφασίζω να ανακοινώσω, επίσημα και γραφτά, σε σας τον Σύντροφο Ενβέρ Χότζα (άμεσο Υπεύθυνο για την Αλβανία, στης οποίας το έδαφος προσγειώθηκα στις 7/4/1952) τα παρακάτω:
Ξεφεύγοντας από τη ζώνη του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και σταθμεύοντας σε Αλβανικό έδαφος, τελείωσα το πρώτο μέρος του σχεδίου μου.
Ηρθα σε Αλβανικό έδαφος γιατί ήξερα ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας είναι φίλη της Δημοκρατικής κυβέρνησης της πατρίδας μου (σ.σ. προφανώς εννοεί την πολιτική ηγεσία του ΔΣΕ, αφού η “κυβέρνηση του βουνού“ είχε διαλυθεί και είναι αυτό δείγμα της άγνοιας που είχε για τα πολιτικά δρώμενα) και της Σοβιετικής Ενωσης. Αμέσως ζήτησα να έρθω σ’ επαφή με τις Ανώτατες Αλβανικές αρχές. Αυτό το κατόρθωσα στις 9/4/1952 και δήλωσα σ’ αυτές τούτα:
1. Παραδίνω στην Αλβανική κυβέρνηση αεροσκάφος τύπου HARVARD, ένα αλεξίπτωτο και βοηθητικά εξαρτήματα.
2. Ζητώ την άμεση προώθησή μου στο Δημοκρατικό Στρατό ή στη Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας. Αν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορεί να κάνει αυτό η Αλβανική κυβέρνηση, ζητώ να με φέρει σ’ επαφή (να με προωθήσει) με τις Σοβιετικές Στρατιωτικές Αρχές ώς τις 12/4/1952.
3. Ζητώ να διαδοθεί με κάθε τρόπο ότι ελληνικό αεροσκάφος παραβίασε τον Αλβανικό εναέριο χώρο και αφού έκανε διάφορες προκλήσεις πάνω από τους Αγίους Σαράντα, εξαφανίστηκε με κατεύθυνση προς τις Ιταλικές ακτές.
Η αλβανική κυβέρνηση σε απάντηση όλων αυτών με κρατάει αιχμάλωτο και σε επίσημη δήλωσή της ζήτησε να μάθει τι είναι αυτό που αφορά εμένα τη Δημοκρατική Κυβέρνηση, με την οποία δεν έχει καμία επαφή, και τη Σοβιετική Ενωση. Μου εξήγησε ότι αυτή η απαίτησή της στηρίζεται στο ότι δεν υπάρχουν μυστικά μεταξύ συμμάχων. Εχοντας υπ’ όψη μου ορισμένες θεμελιωδικές στρατιωτικές αρχές, τις οποίες είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνετε, βρέθηκα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια για να αφήσω να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να ανακοινώσω τίποτα σχετικό, δήλωσα ότι είναι καθαρά ατομικό ζήτημα αυτή η υπόθεση της συνάντησής μου. Και τόνισα πολλές φορές ότι οι υπηρεσίες που μπορώ να προσφέρω είναι πολύτιμες. Σε συνέχεια η αλβανική κυβέρνηση μου ανακοίνωσε τις απόψεις της. Εντελώς ακατάλληλες για την πραγματοποίηση του σχεδίου μου, και με κρατάει αιχμάλωτο στις φυλακές των Τιράνων.
...Αρνούμαι να ανακοινώσω κάθε τι σχετικό μ’ αυτό στην Αλβανική κυβέρνηση γιατί το θεωρώ εξαιρετικά λεπτό στρατιωτικό ζήτημα. Αν επιμένει η Αλβανική κυβέρνηση να μάθει οπωσδήποτε πρώτα αυτό το ζήτημα, θα το μάθει αλλά την ευθύνη για αυτό θα την έχει αυτή απέναντι της Σοβιετικής Ενωσης και εγώ δεν θα έχω καμιά ευθύνη. Θα αναγκαστώ να ανακοινώσω σχετικά, γιατί στην προκειμένη περίπτωση χάνεται πολύτιμος χρόνος και υπάρχει πιθανότητα να αναβληθεί ή και να ματαιωθεί σπουδαία στρατιωτική επιχείρηση.
Με εγκάρδιους συντροφικούς και επαναστατικούς χαιρετισμούς
Νίκος Ακριβογιάννης.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου