Ο Μπρεχτ έχει διατυπώσει καίρια τις
εντυπώσεις του από τον πόλεμο που δεχόταν από μετριότητες.
Και ξέρετε,
οι μετριότητες, όσο κενές, σαν τενεκέδες ξεγάνωτοι που είναι, τόσο
περισσότερο αποθρασύνονται, τόσο περισσότερους συμμάχους περιμαζεύουν
από άλλες μετριότητες.
Ετσι μια χούφτα μετριότητες κάνουν τόση φασαρία, τόσο σαματά που
ο κοσμάκης τούς περνάει για αδικημένους, ώς τη στιγμή που θα έρθει σε
επαφή με τα έργα τους, άλλοτε για να γελάσει, άλλοτε για να χλευάσει και
άλλοτε για να ξεράσει από αηδία.
Γιατί οι μετριότητες βρίσκουν άλλες
μετριότητες ντελάληδες να ντελαλήσουν τα μπαλόνια που τάχαμου
υπερίπτανται και είναι γεμάτα με αέρια μεθανίου, αερίου που παράγεται
από φασολάδες και άλλα, τουρλού τουρλού, κουκιά που έλεγε και ο
Καραγκιόζης.
Τι εστί μετριότητα;
Πολλά. Εν πρώτοις ο ημιμαθής που νομίζει πως
τα δύο κολλυβογράμματα που παπαγάλισε τον κάνουν να φουσκώνει σαν
διάνος. Είναι σαν τον παπαγάλο του μύθου που κάθε φορά που τον ρωτούσαν
«θες καφέ;», κραύγαζε «μακαρόνια φρικασέ».
Υστερα ημιμαθής είναι ο ανήμπορος, με χαμηλό νοητικό βαθμό
κατανόησης (και έχουμε εβδομήντα τοις εκατό παιδιά της Ελλάδας κάτω της
βάσης κατά τις μετρήσεις του προγράμματος DISA). Από αυτούς πολλά
ωθούμενα από ασυνείδητους δασκάλους και απληροφόρητους γονείς οδεύουν
προς τις τέχνες, πληρώνοντας εκατομμύρια σε φροντιστές και άλλα
εργαστήρια εμπορίας ψώνιων. Και βγαίνουν στο κλαρί. Εκεί σε κάθε ορφανό
κλαράκι βρίσκουν κι άλλα πουλάκια με φανταχτερά φτερά, αλλά χωρίς φωνή.
Και ρητορεύουν ανοίγοντας με νάζι τα φτεράκια τους, κάνουν φούρλες,
τσαλίμια, ακκισμούς, γλυκασμούς χρωμάτων αφήνοντας πού και πού τσιρίδες
και αναστεναγμούς, καμώματα για να προσελκύσουν κανένα μερακλή
πουλολόγο. Και περιφέρονται πολλοί με τις απόχες τους και τους αρπάζουν
και τους βγάζουν στο παζάρι. Εκεί τα κουτορνίθια λουστράρονται, μπαίνουν
σε φανταχτερά κλουβιά της μόδας κυρίως της μεταμοντέρνας και πωλούνται
όσο όσο σε κάτι κυρίες ψευτοσπουδαίες γελοίες (όπως πρώτος τις
χαρακτήρισε ο Μολιέρος), που τα βαλσαμώνουν τα ανόητα πτηνά και τα
εκθέτουν στις εσπερίδες των λίγων αλλά εκλεκτών σε γούστα μουστερήδων.
Αλλά μεγάλο πλήθος μετριοτήτων είναι οι οπαδοί των μετριοτήτων.
Συγκροτούν συλλόγους, κλαμπ, φαν κλαμπ, σκοτεινά υπόγεια καμιά φορά με
την υποστήριξη βλακών, αφειλών ή υπόπτων πλασιέδων. Φτάνουν και στα
κέντρα του πολιτισμού, εγκαθίστανται σε βελούδινους θρόνους όπου
αναπαύουν όλο έπαρση τα ευαίσθητα οπίσθιά τους και εκτοξεύουν την
ανύπαρκτη ιδέα τους με τη μορφή σερπαντίνας, φυκιών και μπριγιαντίνης ή
ζελέ.
Αυτοί όλοι επιστρατεύουν και κράχτες, νταβατζήδες, προαγωγούς
που τους πουλάνε και τους αγοράζουν, τους ανεβάζουν και τους κατεβάζουν
στο παράλληλο χρηματιστήριο της πλαστελίνης.
Απέναντί τους μοχθούν, παλεύουν, αναλώνονται τα γνήσια ταλέντα,
άνθρωποι νέοι με περιεχόμενο, που τους βασανίζουν ερωτήματα, ανιχνεύουν
μορφές και κώδικες, αναζητούν κλειδιά, αμφιβάλλουν, αμφισβητούν και
επαναστατούν ενάντια στη μετριότητα και στους χειμάρρους της ανοησίας.
Ζητούν δασκάλους, αρνούνται τον ερασιτεχνισμό, τη φιοριτούρα και την
προχειρότητα, αλλά αρνούνται και τη μαστροπία, αρνούνται να εγκλωβιστούν
στη μάντρα των λελέδων, τη στάνη των λακέδων και στη γούρνα των
ρατέδων.
Αρχονται παλεύοντας κόντρα στον τυφώνα που αποπνέουν ομαδόν τα
στοματάκια των νέων της Σιδώνας, όπως τα σατίρισε και ο Καβάφης και ο
Μανόλης Αναγνωστάκης.
Υπάρχει αντίδοτο στη λύσσα των αφιονισμένων μειρακίων που
πιθηκίζουν, μαϊμουδίζουν, τιτιβίζουν, χορεύουν όπως τους παίζουν τα
τύμπανα των αρκουδιάρηδων της πιάτσας?
Υπάρχει αλλά δεν προβλέπεται
προσώρας να απαλλαγούμε από την ψωρίαση της μόδας, των μετρίων που
γαυριάζουν.
Ξέρετε πόσες τόσες μοδάτες μουτσούνες μας ταλάνισαν τα
τελευταία 50 χρόνια;
Τους έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Βγήκαν στη σκηνή,
ξεβρακώθηκαν, αφόδευσαν πάνω σε κάθε πολύτιμο και τιμαλφές αυτού του
τόπου, εν τέλει φάγανε για να εντυπωσιάσουν ακόμη και τα περιττώματά
τους και χάθηκαν πίσω από τις κουίντες, τους καμβάδες, τα πεντάγραμμα
και τις λέξεις.
Να, γιατί θυμήθηκα τον Μπρεχτ, που λέει πως μια ζωή πολέμησε με
τα θηρία και βέβαια δεν θα άφηνε να τον φάνε τα κουνούπια και οι ψύλλοι.
Εξάλλου σ' ένα άλλο έξοχο ποίημά του περιγράφει μια αποτρόπαιη
προσωπίδα του κινέζικου θεάτρου να διαπιστώνει κάτι που είναι ασυνείδητα
αυτονόητο, πως είναι φοβερά κοπιαστικό, επίμοχθο να είσαι κακός. Η
κάσκα του κακού, του μοχθηρού, του ζηλιάρη, του κακεντρεχή, του μέτριου,
του κενού και του κενόδοξου είναι γεμάτη βαθιές ρυτίδες, νεύρα, πύον
και σφίξιμο.
Μετριότητες κατακλύζουν όλους τους χώρους της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής.
Μην παρασυρθείτε από τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τα κορδελάκια και
τα μπιχλιμπίδια τους. Πίσω από τη βιτρίνα υπάρχει μια σάχλα, μια μούχλα,
μια μιζέρια και πολλή χολή.
Η γιαγιά μου τους έλεγε κιτρινιάρηδες,
χλεμπονιάρηδες και ο παππούς μου χλεχλέδες.
Αφήστε τους να βράσουν στο ζουμί τους ώσπου να τους χωνέψει ο πάτος του καζανιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου