ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Και να το διάβασαν το όνομά της στη βάση της προτομής της, Λέλα
Καραγιάννη, μάλλον δεν θα τους θύμισε τίποτε.
Λέλα Καραγιάννη;
Και ποια
είν’ αυτή; Ηθοποιός; Πολιτικός; Αθλήτρια;
Στο σχολείο, όσο κι αν το
προχώρησαν, και επιμελείς αν ήταν, δεν θ’ άκουσαν τίποτε σχετικό.
Οπότε;
Γιατί να διστάσουν; Γιατί να ξανασκεφτούν αν έχει «επαναστατικό» νόημα ο
άθλος που ετοιμάζονταν να διαπράξουν;
Βαριοπούλα λοιπόν, σκοινί,
σπάσιμο, τράβηγμα: αποκεφαλισμός. Στα μπάζα – δεν ήταν άλλωστε χαλκός
για να εκποιηθεί. Λες κι ήξεραν πως ο αποκεφαλισμός ήταν ό,τι
ατιμωτικότερο φοβούνταν όσοι πολεμούσαν. Και σπασμένο πάντως το κεφάλι,
συνέχισε να ’χει περισσότερο μυαλό μέσα του απ’ ό,τι το δικό τους το
σάρκινο και κοκάλινο. Κι ίσως, έτσι ριγμένο χάμω, στην Τοσίτσα, να
συνέχισε να τους κοιτάζει μ’ ένα παράπονο σχεδόν μητρικό. Γι’ αυτό και
συμπλήρωσαν το ανδραγάθημά τους τσακίζοντας τα γνωρίσματα του προσώπου.
Οχι για να μην το βλέπουν αλλά για να μην τους βλέπει.
Αν πράγματι
συνέβη κάτι τέτοιο, αν όντως υπήρξε ένα στιγμιαίο έστω αίσθημα ενοχής,
θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι κεφαλοκόπτες βρίσκονται ακόμα ελαφρώς
λίγο πριν από το στάδιο των τυπικών Βανδάλων. Εκείνοι, όπως τους
παρέδωσε η Ιστορία, δεν είχαν κανένα πρόβλημα όσο κατέστρεφαν και δήωναν
τη Ρώμη. Οπως δεν είχε δα ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, πεπολιτισμένος
Ρωμαίος αυτός, όταν κατέστρεφε Αθήνα και Πειραιά.
Παρά την επωνυμία της, παρά τη μεταθανάτια δόξα της, η Λέλα Καραγιάννη
παραμένει ένα από τα αναρίθμητα πρόσωπα που ενσαρκώνουν από περίοδο σε
περίοδο, όταν χρειάζεται, ό,τι εννοούμε ως «άγνωστους στρατιώτες» ή
ανώνυμους πατριώτες. Πράττουν ό,τι πράττουν επειδή αυτό είναι το φυσικό
τους. Αυτοί γυρνούν τον τροχό του κοινού βίου. Σε αυτούς χρωστούν οι
επόμενοι, εσαεί, ένα γερό τμήμα όχι απλώς της ύπαρξής τους, αλλά της
ελεύθερης ύπαρξής τους.
Ψιλά γράμματα;
Ψιλά γράμματα η πλούσια
αντιστασιακή δράση της Καραγιάννη, με σύσσωμη την πολυμελή οικογένειά
της ενταγμένη στην οργάνωση «Μπουμπουλίνα»;
Ψιλά γράμματα και η εκτέλεσή
της από τους Γερμανούς τέτοιον μήνα του 1944, στο Χαϊδάρι, λίγο πριν
φύγουν από την Ελλάδα κι αρχίσουν να σκέφτονται μετανιωμένοι πώς θα
αποπληρώσουν τουλάχιστον το κατοχικό δάνειο;
Πιθανόν. Ετσι που τ’ αλέθει
όλα ο χρόνος, ακόμα και το σέβας για τους γενναίους νεκρούς περνάει στα
περιττά και τα μη αναγκαία. Δίχως αυτό το σέβας, ωστόσο, δίχως μνήμη,
καταντάμε ιστορικά νεκροζώντανοι.
Τέτοια ψιλά γράμματα, πάντως...