Παρά το γεγονός οτι "ΒΑΛΛΕΙ" ανοιχτά κάτα της Ελληνικής Οικογένειας θεωρώντας την υπεύθυνη για την ατροφία όλων των άλλων θεσμών στο κράτος-μπουρδέλο, είναι ενδιαφέρον και αξίζει να διαβαστεί...
Του ΘΟΔΩΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Του ΘΟΔΩΡΗ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Είναι πολλά τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς παρατηρώντας
τους Έλληνες στην παραλία το καλοκαίρι. Άπειρα τα θέματα προς συζήτηση.
Τα παχύσαρκα παιδάκια. Η χρήση του δημόσιου χώρου. Τα τατουάζ.
Εδώ θα
μιλήσουμε για κάτι άλλο.
Την αγία, αδιαίρετη, πανίσχυρη ελληνική οικογένεια.
Ειδικά σε παραλίες που βρίσκονται σε τοποθεσίες με πολλές (κατά
κανόνα αυθαίρετες) εξοχικές κατοικίες, το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα
έντονο: Πολλές γενιές οικογενειών, όλες μαζί σε διπλανές ξαπλώστρες, με
κοινά ταπεράκια, σε αξιοθαύμαστη κατάσταση ειρηνικής και ομαλής
συμβίωσης.
Κανένα χάσμα γενεών δεν φαίνεται πουθενά.
Παππούδες, γονείς και παιδιά μιλάνε την ίδια γλώσσα, χρησιμοποιούν
παρόμοιο ιδίωμα, περνούν πολύ χρόνο μαζί, έχουν κοινές ασχολίες,
παρόμοια ενδιαφέροντα, συχνά ακούνε την ίδια μουσική, βλέπουν μαζί
τηλεόραση, συζητούν τα ίδια πράγματα και μοιράζονται στον στενό τους
κύκλο τα ίδια επιχειρήματα και τις ίδιες ιδέες. Λόγω εμπειρίας και
οικογενειακής διάρθρωσης, τον ηγετικό ρόλο και τον έλεγχο τον έχουν
συνήθως οι παππούδες (όταν δεν είναι υπερήλικες), οι οποίοι σχεδόν πάντα
είναι και αυτοί που χορηγούν το εξοχικό, προσφέρουν τη φιλοξενία και,
κατά κανόνα, προσφέρουν και άλλων ειδών στήριξη στις από κάτω γενιές και
κατά την υπόλοιπη διάρκεια του χρόνου.
Αυτό είναι άλλωστε το νόμισμα της κοινωνικής σύμβασης που υπάρχει
στον πυρήνα της ελληνικής οικογένειας: Το χρήμα. Θα πάρουμε αυτοκίνητο
στο παιδί που μπήκε στο πανεπιστήμιο για να κάνει τις βόλτες του και να
εκτονώσει την ανάγκη του για ανεξαρτησία, με αντάλλαγμα να μείνει στο
πατρικό σπίτι. Όταν χρειαστεί περισσότερο χώρο (για φτιάξει τη δικιά του
οικογένεια, για παράδειγμα) ή ζητήσει ακόμα περισσότερη ανεξαρτησία, θα
του χτίσουμε έναν όροφο πάνω απ’ τον δικό μας στο οικογενειακό
τριώροφο. Έτσι θα γλιτώσει την ανάγκη να χρησιμοποιεί μεγάλο μέρος του
εισοδήματός του για τις οικιστικές του ανάγκες, με αντάλλαγμα να μένει
δίπλα μας. Μπορεί να γλιτώσει την ανάγκη για έξοδα διακοπών με το να
έρχεται μαζί μας διακοπές στο εξοχικό στο χωριό, και μπορεί να
συμπληρώνει και το εισόδημά του με χαρτζιλίκι από τη σύνταξη των γονέων,
μέχρι να πατήσει στα πόδια του, που στην Ελλάδα σημαίνει “μέχρι να
πάρει κι αυτό σύνταξη”. Αρκεί να μένει μέσα στην οικογένεια. Μαζί.
Το “δούναι” σε κάθε περίπτωση είναι υλικά ανταλλάγματα, και το “λαβείν” η παραμονή των παιδιών στη σφαίρα επιρροής των γονιών, η αέναη αναστολή της αναχώρησης, της ανεξαρτησίας τους.
Αυτό το αλισβερίσι έχει χτίσει τον μόνο αληθινά ισχυρό και ακλόνητο θεσμό της ελληνικής κοινωνίας, αυτόν που, καθώς όλοι οι υπόλοιποι καταρρέουν, κρατά την τοξική μας συνύπαρξη απ’ το να καταρρεύσει σε έναν εξοντωτικό αυτοκτονικό εμφύλιο με εννέα εκατομμύρια στρατόπεδα. Την οικογένεια.
Αλλά με τι κόστος.
Πρώτον, όλοι οι άλλοι θεσμοί ατροφούν. Η οικογένεια είναι ένα πανίσχυρο κουκούλι ασφαλείας, αλλά παραέξω δεν υπάρχει τίποτε. Μηδέν. Χάος. Τελευταίοι οι Έλληνες σε εθελοντισμό, αιμοδοσία, συμμετοχή σε οργανώσεις αλληλεγγύης και κοινωνικής δράσης από όλους τους Ευρωπαίους. Τελευταίοι σε εμπιστοσύνη απέναντι στο κράτος, σε κάθε είδους ευρύτερη δομή, ακόμα και μεταξύ τους. Μόνο η οικογένεια υπάρχει. Οι Έλληνες από αυτή την άποψη έχουν φτάσει μια κοινωνία πιο κατακερματισμένη και πρωτόγονη κι από τους προϊστορικούς νομαδικούς πληθυσμούς που ζούσαν 12.000 χρόνια πριν.
Η δεύτερη συνέπεια είναι, φυσικά, η στασιμότητα. Το βλέπουμε γύρω μάς
όλο το χρόνο, το βλέπουμε στις παραλίες το καλοκαίρι: Καμία σύγκρουση,
κανένα χάσμα ανάμεσα στις γενεές. Άρα καμία εξέλιξη των ιδεών, καμία
πρόοδος. Οι νέοι, καθώς εισπράττουν το αυτοκίνητο, το διαμέρισμα, το
εξοχικό, την ασφάλεια και τη στοργή μέχρι τη βαθιά μέση ηλικία, δεν
απορρίπτουν σχεδόν τίποτε και από τα υπόλοιπα που τους παραδίδουν οι
παλαιότεροι, τα υιοθετούν, τα ενστερνίζονται και τα υπηρετούν σχεδόν
όλα. Το βλέπουμε, καθώς μεγαλώνουμε, σε φίλους και γνωστούς. Δίπλα στους
γονείς τους, γίνονται οι γονείς τους, και τα παιδιά τους, που θα
μεγαλώσουν δίπλα στους παππούδες τους, θα γίνουνε κι αυτά το ίδιο. Γι’
αυτό οι γενιές του 2016 συζητάνε με λεξιλόγιο του 1960, επειδή το
μετεμφυλιακό αφήγημα είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο των παππούδων τους στη
διπλανή ξαπλώστρα, και άρα αυτό είναι και το δικό τους. Μ’ αυτό το
ρυθμό, να περιμένετε στις παραλίες του 2036 να ακούτε για “Αλλαγή” και
“Τσοβόλα δως τα όλα”.
Αυτή η χρονοκαθυστέρηση, όμως, δεν είναι εξέλιξη. Η ελληνική οικογένεια στο όνομα της ασφάλειας και της αυτάρκειάς της, θυσιάζει την εξέλιξη. Η κοινωνία, αποτελούμενη από εκατομμύρια αυτόνομες και αναλλοίωτες οικογενειακές μερίδες, δεν έχει καύσιμα για να πάει παρακάτω.
Από πού θα έρθει η εξέλιξη;
Ποιος θα εισάγει ιδέες, ποιος θα αλλάξει αντιλήψεις του βαλτώνουν;
Μέσα από ποιο μηχανισμό θα διαχυθούν αυτές οι ιδέες στον πληθυσμό, πώς θα τον διαποτίσουν;
Οι μαζικοί κοινωνικοί θεσμοί παίζουν αυτό το ρόλο στις κανονικές κοινωνίες, η παιδεία, οι οργανώσεις, οι φορείς, οι δομές που άνθρωποι φτιάχνουν για να συνυπάρχουν με τους άλλους ανθρώπους.
Τη μόνη τέτοια δομή που λειτουργεί στην Ελλάδα τη βλέπετε γύρω από το τραπεζάκι όπου η γιαγιά καθαρίζει το καρπούζι για να μη φάει καμια κόρη ή κανά εγγόνι κανένα κουκούτσι.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία δεν εξελίσσεται ή δεν εξελίχθηκε ποτέ. Ίσα ίσα, από πολλές σημαντικές απόψεις και σε πολλά θέματα η προβληματική και κατακερματισμένη ελληνική κοινωνία υπήρξε διαχρονικά προοδευτική και ενίοτε και πρωτοπόρα.
Το πρόβλημα είναι ότι...
η ανάγκη εξέλιξης και προσαρμοστικότητας για τις κοινωνίες αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Και ειδικά σήμερα, με τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες, με τις δεδομένες εξωτερικές πιέσεις, και με την διαφαινόμενη αμείλικτη και μη-αναστρέψιμη δημογραφική προοπτική της χώρας, η ανάγκη για εξέλιξη και προσαρμοστικότητα στη δικιά μας κοινωνία είναι μεγαλύτερη από ποτέ.
Δυστυχώς, η δομή της είναι εμπόδιο ανυπέρβλητο. Η ελληνική οικογένεια είναι ένας παράγοντας συντήρησης, ακινησίας, στασιμότητας. Εξ’ ορισμού κι από τη φύση της απεχθάνεται την εντροπία, θέλει να μένει κλειστή, ελεγχόμενη, ασφαλής και σταθερή. Θέλει μόνο να αυξάνει τον αριθμό των μελών της (όσο μπορεί να αντέξει η σύνταξη του παππού, έστω) και θέλει την αποκλειστικότητά τους, απαιτεί αυτά να μην συμμετέχουν σε άλλους, ευρύτερους θεσμούς ή, αν συμμετέχουν, να επιστρέφουν το βράδυ στο διαμέρισμα πάνω από το πατρικό, όπου θα τους περιμένει ένα πιάτο φαΐ φτιαγμένο με στοργή κι οι λογαριασμοί των ΔΕΚΟ πληρωμένοι. Α, και όσο λείπουν, να παίρνουν και μια ζακέτα μαζί.
Έχει αλλάξει ο καιρός, τα βράδια σηκώνει αέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου