Του Χρήστου Χωμενίδη
"Δεν ντρέπεσαι, νέο κορίτσι, να σπαταλάς την ώρα σου με αηδίες; Με τίποτα άλλο, περισσότερο της προκοπής, δεν έχεις να ασχοληθείς; Εγώ στην ηλικία σου και σπούδαζα και δούλευα!"
Τον κοίταζα και δεν το πίστευα. Του' χε γυρίσει ξαφνικά το μάτι και τα έχωνε, με ύφος δασκάλου στο κατηχητικό ή παλιού καθοδηγητή της ΚΝΕ, στην ανιψιά του, ετών είκοσι, η οποία μάς εξηγούσε τι είναι τα πόκεμον, τα ψηφιακά φαντάσματα, που όλος ο κόσμος κυνηγάει μανιωδώς στα mall των πόλεων και στις ρούγες των χωριών.
Βγαίνοντας απ' τη θάλασσα, η κοπελίτσα φιλοτιμήθηκε να ατμίσει λίγο μαζί μας, αντί να πάει κατευθείαν στην παρέα της. Κι ο Τάκης, αφού της έκανε ένα κομπλιμέντο το οποίο για την ίδια μάλλον δεν σήμαινε απολύτως τίποτα -"φτυστή είσαι η γιαγιά σου, η μακαρίτισσα η μανούλα μου!"- πέρασε στην επίθεση.
"Ήταν γιατρός ο φίλος;" τόλμησα να παρέμβω.
"Κατάγεται από οικογένεια ιατρών!" μου απάντησε, αποστομωτικά δήθεν, κι άναψε ένα πουράκι.
"Κι ετούτα εδώ τα καραγκιοζιλίκια;" περιεργάστηκε με προσποιητή αποστροφή μια γοργόνα ζωγραφισμένη στη γάμπα της και ένα δελφίνι κάτω από το αριστερό της στήθος. "Κάνετε τατουάζ για να ξεχωρίσετε από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ο υπόλοιπος όμως κόσμος το ίδιο κάνει. Οπότε ξεχωρίζουν όσοι -ελάχιστοι- δεν παρασύρονται από τη μόδα. Κάποτε, κορίτσι μου, τατού χτύπαγαν οι ναυτικοί και οι βαρυποινίτες. Αποτελούσε στίγμα και παράσημο συνάμα. Είχε βάρος... Κι όταν γεράσετε, φαντάζεσαι χάλι; Νερουλιασμένα κρέατα, πατσές εικονογραφημένες!"
Μα τι τον είχε πιάσει; Έφταιγε άραγε το ότι βρισκόταν ήδη στην τέταρτη μπύρα;
Διάβαζε ποτέ βιβλία ο Τάκης;
Μόνο όσα ήταν απαραίτητα για την κοινωνική του μόστρα. Μαρξιστικά εγχειρίδια τη δεκαετία του '70. Μπουκόφσκι στα '80ς. Κανέναν Ουμπέρτο Έκο στα '90ς, τυλιγμένο στις ροζ οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, που τις συμβουλεύονταν για να τζογάρει στο χρηματιστήριο... Εσχάτως το έχει ρίξει στη συνωμοσιολογία. Ξεκοκαλίζει όποιον αναλυτή ισχυρίζεται ότι η κρίση είναι κόλπο του καπιταλισμού, πως για κάθε δεινό ευθύνονται οι αγορές, οι τράπεζες, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις...
Φλέρταρε ο Τάκης;
Στη λεβεντογέννα όπου μεγάλωσε, τα ήθη κατά τα πρώτα νιάτα του παρέμεναν ιδιαιτέρως αυστηρά. Ένα στραβοπάτημα κινδύνευε να οδηγήσει σε αρραβώνα με το στανιό. Δεν έφταιγαν συνεπώς τα αγόρια που περίμεναν πώς και πώς να μπει Απρίλιος, να αρχίσουν να προσγειώνονται τα "fucking charters" με τις Σκανδιναβές δακτυλογράφους και τις Γερμανίδες νοσοκόμες...
Δούλευε ως φοιτητής;
Ασφαλώς. Σερβίριζε, τα καλοκαίρια, μπόμπες στους τουρίστες και τους χειμώνες δηλωνόταν αγρότης ώστε να εισπράττει τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Το γιαλαντζί κτηνοτροφιλίκι το'χε χρησιμοποιήσει μάλιστα και ως επιχείρημα για να περάσει μάθημα στην ΑΣΟΕΕ. "Δεν διάβασα καλά γιατί ήμουν στην κουρά των προβάτων..." είχε το θράσος να ισχυριστεί σε έναν καθηγητή κι εκείνος το΄χαψε και του το έβαλε το πέντε. Ο Τάκης τον ευχαρίστησε με ένα ντενεκέ τυρί πεσκέσι.
Έτσι και τα αποκάλυπτα όλα εκείνα στην ανιψιά του, ο Τάκης θα τα διέψευδε διαρρήδην και θα στρεφόταν και εναντίον μου. "Εσύ είσαι σχεδόν δέκα χρόνια μικρότερος" θα μου'λεγε. "Μεγάλωσες στην Αθήνα, με πατέρα δικηγόρο. Δεν έχεις ιδέα από φτώχεια, από κλεισούρα επαρχίας...".
Θα τον έπιανε το παράπονο - στην έκτη μπύρα θα άρχιζε να μουρμουράει το "Σάββατο και απόβραδο και ασετιλίνη" και να μνημονεύει την πρώτη γυναίκα του, η οποία τον εγκατέλειψε προ εικοσαετίας. Η ανιψιά του θα είχε από ώρα επιστρέψει στους συνομηλίκους της. Θα ρούφαγε ο Τάκης τη μύτη του και θα με ρώταγε με κωμικοτραγικό ύφος: "Τόσο λάθος έζησα μωρέ; Τόσο σκατά τα έκανα;"
Κι εγώ θα τον παρηγορούσα. "Κάθε γενιά" θα του΄λεγα "τα κάνει και σκατά και λαμπρά. Κάθε άνθρωπος...
είναι και ερπετό και πουλί. Το παρελθόν του καθενός μας περιέχει τόνους από λάσπη και δέσμες από πυροτεχνήματα. Εξιδανικεύουμε τα περασμένα, διεκτραγωδούμε τα τωρινά κυρίως επειδή μάς είναι αβάσταχτο το γήρας που προβάλλει στην επόμενη γωνία. Και ο θάνατος, ο οποίος ήδη αχνοφαίνεται κάπου στο βάθος..."
"Ποιά γηρατειά; Ποιός θάνατος;" θα εξανίστατο ο Τάκης. "Εγώ αισθάνομαι θηρίο ανήμερο, στίβω την πέτρα!"
"Τότε...
γιατί σού την έδωσε τόσο η μικρή και την άρπαξες απ΄τα μούτρα; Και τώρα γιατί αποφεύγεις να κοιτάξεις προς το μέρος της; Μην τη δεις να φιλιέται με τον πιτσιρικά.;"
"Σιγά μην δεν περνάει πλέον η μπογιά μου! Έπρεπε να με καμαρώσεις τις προάλλες στο κλάμπ!"
"Δεν ντρέπεσαι, νέο κορίτσι, να σπαταλάς την ώρα σου με αηδίες; Με τίποτα άλλο, περισσότερο της προκοπής, δεν έχεις να ασχοληθείς; Εγώ στην ηλικία σου και σπούδαζα και δούλευα!"
Τον κοίταζα και δεν το πίστευα. Του' χε γυρίσει ξαφνικά το μάτι και τα έχωνε, με ύφος δασκάλου στο κατηχητικό ή παλιού καθοδηγητή της ΚΝΕ, στην ανιψιά του, ετών είκοσι, η οποία μάς εξηγούσε τι είναι τα πόκεμον, τα ψηφιακά φαντάσματα, που όλος ο κόσμος κυνηγάει μανιωδώς στα mall των πόλεων και στις ρούγες των χωριών.
Βγαίνοντας απ' τη θάλασσα, η κοπελίτσα φιλοτιμήθηκε να ατμίσει λίγο μαζί μας, αντί να πάει κατευθείαν στην παρέα της. Κι ο Τάκης, αφού της έκανε ένα κομπλιμέντο το οποίο για την ίδια μάλλον δεν σήμαινε απολύτως τίποτα -"φτυστή είσαι η γιαγιά σου, η μακαρίτισσα η μανούλα μου!"- πέρασε στην επίθεση.
"Κι αυτό το μαραφέτι που βάζεις και
βγάζεις στο στόμα σου τι παριστάνει; Νομίζεις ότι προστατεύεις την υγεία
σου; Κούνια που σε κούναγε! Χειρότερη ζημιά κάνει από το κανονικό
τσιγάρο - μου το' πε προχτές ένας φίλος..."
"Ήταν γιατρός ο φίλος;" τόλμησα να παρέμβω.
"Κατάγεται από οικογένεια ιατρών!" μου απάντησε, αποστομωτικά δήθεν, κι άναψε ένα πουράκι.
"Κι ετούτα εδώ τα καραγκιοζιλίκια;" περιεργάστηκε με προσποιητή αποστροφή μια γοργόνα ζωγραφισμένη στη γάμπα της και ένα δελφίνι κάτω από το αριστερό της στήθος. "Κάνετε τατουάζ για να ξεχωρίσετε από τον υπόλοιπο κόσμο. Και ο υπόλοιπος όμως κόσμος το ίδιο κάνει. Οπότε ξεχωρίζουν όσοι -ελάχιστοι- δεν παρασύρονται από τη μόδα. Κάποτε, κορίτσι μου, τατού χτύπαγαν οι ναυτικοί και οι βαρυποινίτες. Αποτελούσε στίγμα και παράσημο συνάμα. Είχε βάρος... Κι όταν γεράσετε, φαντάζεσαι χάλι; Νερουλιασμένα κρέατα, πατσές εικονογραφημένες!"
Μα τι τον είχε πιάσει; Έφταιγε άραγε το ότι βρισκόταν ήδη στην τέταρτη μπύρα;
Μπορούσα να μαντέψω τη συνέχεια της
επίθεσης. Θα την κατηγορούσε ότι η γενιά της ζει κολλημένη στο
διαδίκτυο, πως -αντί να φλερτάρουν στα μπαρ και στα πάρτυ- ξεδίνουν με
cyber sex, πως ενημερώνονται στα πεταχτά, ότι δεν διαβάζουν βιβλία...
Διάβαζε ποτέ βιβλία ο Τάκης;
Μόνο όσα ήταν απαραίτητα για την κοινωνική του μόστρα. Μαρξιστικά εγχειρίδια τη δεκαετία του '70. Μπουκόφσκι στα '80ς. Κανέναν Ουμπέρτο Έκο στα '90ς, τυλιγμένο στις ροζ οικονομικές σελίδες των εφημερίδων, που τις συμβουλεύονταν για να τζογάρει στο χρηματιστήριο... Εσχάτως το έχει ρίξει στη συνωμοσιολογία. Ξεκοκαλίζει όποιον αναλυτή ισχυρίζεται ότι η κρίση είναι κόλπο του καπιταλισμού, πως για κάθε δεινό ευθύνονται οι αγορές, οι τράπεζες, η λέσχη Μπίλντεμπεργκ που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις...
Φλέρταρε ο Τάκης;
Στη λεβεντογέννα όπου μεγάλωσε, τα ήθη κατά τα πρώτα νιάτα του παρέμεναν ιδιαιτέρως αυστηρά. Ένα στραβοπάτημα κινδύνευε να οδηγήσει σε αρραβώνα με το στανιό. Δεν έφταιγαν συνεπώς τα αγόρια που περίμεναν πώς και πώς να μπει Απρίλιος, να αρχίσουν να προσγειώνονται τα "fucking charters" με τις Σκανδιναβές δακτυλογράφους και τις Γερμανίδες νοσοκόμες...
Δούλευε ως φοιτητής;
Ασφαλώς. Σερβίριζε, τα καλοκαίρια, μπόμπες στους τουρίστες και τους χειμώνες δηλωνόταν αγρότης ώστε να εισπράττει τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Το γιαλαντζί κτηνοτροφιλίκι το'χε χρησιμοποιήσει μάλιστα και ως επιχείρημα για να περάσει μάθημα στην ΑΣΟΕΕ. "Δεν διάβασα καλά γιατί ήμουν στην κουρά των προβάτων..." είχε το θράσος να ισχυριστεί σε έναν καθηγητή κι εκείνος το΄χαψε και του το έβαλε το πέντε. Ο Τάκης τον ευχαρίστησε με ένα ντενεκέ τυρί πεσκέσι.
Έτσι και τα αποκάλυπτα όλα εκείνα στην ανιψιά του, ο Τάκης θα τα διέψευδε διαρρήδην και θα στρεφόταν και εναντίον μου. "Εσύ είσαι σχεδόν δέκα χρόνια μικρότερος" θα μου'λεγε. "Μεγάλωσες στην Αθήνα, με πατέρα δικηγόρο. Δεν έχεις ιδέα από φτώχεια, από κλεισούρα επαρχίας...".
Θα τον έπιανε το παράπονο - στην έκτη μπύρα θα άρχιζε να μουρμουράει το "Σάββατο και απόβραδο και ασετιλίνη" και να μνημονεύει την πρώτη γυναίκα του, η οποία τον εγκατέλειψε προ εικοσαετίας. Η ανιψιά του θα είχε από ώρα επιστρέψει στους συνομηλίκους της. Θα ρούφαγε ο Τάκης τη μύτη του και θα με ρώταγε με κωμικοτραγικό ύφος: "Τόσο λάθος έζησα μωρέ; Τόσο σκατά τα έκανα;"
Κι εγώ θα τον παρηγορούσα. "Κάθε γενιά" θα του΄λεγα "τα κάνει και σκατά και λαμπρά. Κάθε άνθρωπος...
είναι και ερπετό και πουλί. Το παρελθόν του καθενός μας περιέχει τόνους από λάσπη και δέσμες από πυροτεχνήματα. Εξιδανικεύουμε τα περασμένα, διεκτραγωδούμε τα τωρινά κυρίως επειδή μάς είναι αβάσταχτο το γήρας που προβάλλει στην επόμενη γωνία. Και ο θάνατος, ο οποίος ήδη αχνοφαίνεται κάπου στο βάθος..."
"Ποιά γηρατειά; Ποιός θάνατος;" θα εξανίστατο ο Τάκης. "Εγώ αισθάνομαι θηρίο ανήμερο, στίβω την πέτρα!"
"Τότε...
γιατί σού την έδωσε τόσο η μικρή και την άρπαξες απ΄τα μούτρα; Και τώρα γιατί αποφεύγεις να κοιτάξεις προς το μέρος της; Μην τη δεις να φιλιέται με τον πιτσιρικά.;"
"Σιγά μην δεν περνάει πλέον η μπογιά μου! Έπρεπε να με καμαρώσεις τις προάλλες στο κλάμπ!"
"Σε καμάρωσα, Τάκη μου. Η κρίση έχει κάνει τις γυναίκες πολύ επιεικείς..."
"Πότε ανεβαίνεις στην Αθήνα;"
"Σε τρεις μέρες."
"Σε τρεις μέρες."
"Μπορείς, σε παρακαλώ, επιστρέφοντας, να
μου φέρεις δυό κουτιά βιάγκρα; Γιατί τα φαρμακεία εδώ έχουν έλλειψη.
Άσε που είμαι και γνωστός και δεν θέλω να με πιάσουν στο στόμα τους...".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου