Καθηγητή Εντατικής Θεραπείας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Μία από τις σημαντικότερες ίσως προκλήσεις για την ιατρική στις μέρες
μας αποτελεί η ραγδαία γήρανση της γενιάς των baby boomers, της γενιάς
δηλαδή με ημερομηνία γέννησης αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Η γήρανση αυτή
συνεπάγεται αυξημένη νοσηρότητα, που δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερη
ζήτηση για νοσηλεία στις ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας). Η
πλειονότητα των ασθενών αυτών έχει ήδη πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας,
που επιβαρύνουν σημαντικά την πρόγνωσή τους. Η αυξημένη ζήτηση για
νοσηλεία στη ΜΕΘ πέραν των αυστηρών ιατρικών ενδείξεων τροφοδοτείται,
επίσης, συχνά και από εξωπραγματικές προσδοκίες των ασθενών και των
οικογενειών τους (αλλά και των ιατρών άλλων ειδικοτήτων) για τις
δυνατότητες των ΜΕΘ.
Παρά την ιλιγγιώδη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο που έχει συντελεστεί στην παροχή υπηρεσιών στις ΜΕΘ, η φιλοσοφία τους παραμένει η ίδια: Υποστήριξη (support) και συνεχής παρακολούθηση (monitoring) των ζωτικών λειτουργιών των ασθενών, ώστε να εξασφαλισθεί ο απαιτούμενος χρόνος για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις (φαρμακευτικές, χειρουργικές κ.λπ.). Οταν, όμως, οι τελευταίες αποτυγχάνουν οριστικά, μπορεί, αρκετά συχνά, να δημιουργούνται πέραν των ιατρικών και άλλα πολύπλοκα ηθικά και κοινωνικά προβλήματα, αλλά και τεράστια οικονομική και κοινωνική επιβάρυνση.
Πολλοί από τους ασθενείς αυτούς ζουν τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους
συνδεδεμένοι με μηχανήματα, ενώ άλλοι διάγουν τους τελευταίους λίγους
μήνες της ζωής με πολύ κακή υγεία και βαριές αναπηρίες. Η χώρα μας
συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη χαμηλότερη
αναλογία κλινών ΜΕΘ («6 κλίνες/100.000 κατοίκους) μη δυνάμενη να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις υγείας μιας κοινωνίας όπου ο πληθυσμός της
γηράσκει με ραγδαίο ρυθμό.
Η αντιμετώπιση της ζοφερής αυτής κατάστασης,
σε εποχή μάλιστα δεινής οικονομικής κρίσης, επιβάλλει άμεσα λήψη μέτρων
για την αύξηση ή την ορθολογικότερη χρήση των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ αλλά
και για τη σωστότερη ενημέρωση των πολιτών για τις δυνατότητες των ΜΕΘ.
Α. Σε επίπεδο οργάνωσης των υπηρεσιών Υγείας
• Η τυχόν ανάπτυξη νέων κλινών Εντατικής Θεραπείας από την πολιτεία πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση των Μονάδων Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ) και όχι των ΜΕΘ. Στις ΜΑΦ ασκείται μια πιο ήπια ιατρική και το περιβάλλον τους είναι σαφώς πιο «ανθρώπινο» σε σύγκριση με αυτό των ΜΕΘ, δίνοντας έτσι περισσότερο χρόνο ειδικά στους ηλικιωμένους ασθενείς ή στους οικείους τους να εκφράσουν τις επιθυμίες τους για την περαιτέρω φροντίδα υγείας. Στις ΜΑΦ πρέπει να εισάγονται έγκαιρα ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν βαριά νόσο, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα εισαγωγής στη ΜΕΘ. Το κόστος λειτουργίας των ΜΑΦ είναι σημαντικά μικρότερο από εκείνο των ΜΕΘ.
• Ο υγειονομικός χάρτης κατανομής των ΜΕΘ της χώρας πρέπει να αλλάξει. Η διεθνής εμπειρία που προέρχεται κυρίως από τις παιδιατρικές ΜΕΘ και τις μονάδες τραύματος έχει δείξει ότι οι ΜΕΘ πρέπει να κατανέμονται σε ευρύτερες περιφέρειες (regionalization). Ετσι θα είναι μεγαλύτερες, με ποιοτικότερη στελέχωση και εξοπλισμό και πιο αποτελεσματικές.
• Δημιουργία στα νοσοκομεία ειδικών ομάδων από ιατρούς και νοσηλευτές των ΜΕΘ (outreach teams) για τον έγκαιρο εντοπισμό ασθενών που απαιτούν εντατική παρακολούθηση και υποστήριξη. Το μέτρο αυτό είναι αρκετά διαδεδομένο στην Αυστραλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και φαίνεται να βελτιώνει την πρόγνωση των ασθενών.
• Εγκαιρη και αποτελεσματική συνεργασία των θεραπόντων ιατρών (της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας αλλά και των νοσοκομειακών) με τους εντατικολόγους για την κατά το δυνατόν καλύτερη διαχείριση των διαθέσιμων κλινών ΜΕΘ στο πλαίσιο των ιατρικών ενδείξεων αλλά και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Β. Σε επίπεδο ιατρικής δεοντολογίας και εκπαίδευσης:
• Εγκαιρη ενημέρωση από τους θεράποντες ιατρούς και ειλικρινής συζήτηση με τους ασθενείς ή τους οικείους τους για τις πραγματικές δυνατότητες των ΜΕΘ. Η νοσηλεία στη ΜΕΘ αποτελεί μια ύστατη θεραπευτική δοκιμή. Η εκ των προτέρων επιτυχία της δεν είναι εξασφαλισμένη.
• Σεβασμός της αυτονομίας (respect for autonomy) των ασθενών και των τυχόν επιθυμιών που έχουν εκφράσει μέσω διαθήκης (living will) ή πληρεξουσίου. Εδώ, η πολιτεία πρέπει μάλλον να συζητήσει και τις ανάλογες νομοθετικές ρυθμίσεις.
• Ιατρική εκπαίδευση και εξάσκηση. Οι ιατροί έχουμε εκπαιδευτεί πολύ στο να σώζουμε ζωές με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά πολύ λίγο ή και καθόλου στο να αποδεχόμαστε το γήρας και τον θάνατο όταν δεν γίνεται διαφορετικά. Η αποδοχή αυτή απαιτεί μια ευρύτερη καλλιέργεια, που πέρα από τη βαθιά γνώσης της ιατρικής επιστήμης χαρακτηρίζεται από ρεαλισμό, ειλικρίνεια και δυνατότητα επικοινωνίας με τους ασθενείς. Οι ιατροί πρώτοι πρέπει να μπορούμε να αποδεχόμαστε τα όρια της επιστήμης μας κατανοώντας τη σοφία που κρύβεται στο ιπποκρατικό «ωφελέειν ή μη βλάπτειν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου