Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΡΑΤΑΝΟΥ
Έπειτα από 60 χρόνια, η κυρία Ευθυμία επέστρεψε στα θρανία, για να πραγματοποιήσει ένα όνειρο που για άλλους θα έμοιαζε χαμένο. Η ζωή της, η δύναμη και η θέλησή της κόντρα σε στερεότυπα ηλικιών, φύλων και χαμένων ευκαιριών αποτελούν έμπνευση για κάθε «διψασμένο».
«Τα γηρατειά δεν είναι χαμένη νιότη, αλλά ένα νέο επίπεδο ευκαιριών και δύναμης». Όταν έγραφε την παραπάνω σκέψη η Αμερικανίδα συγγραφέας και ηγετική φιγούρα του φεμινιστικού κινήματος, Betty Friedan, προφανώς δεν είχε ιδέα πως πολλά χρόνια αργότερα θα τη δικαίωνε μια 77χρονη κυρία από τη Σαμοθράκη, που ζει στην Αλεξανδρούπολη.
Η Ευθυμία Στεργίου – Παρσέλια έγινε μια από τις γηραιότερες κυρίες που συμμετέχει στις Πανελλήνιες εξετάσεις. Γηραιότερη, από την άποψη της βιολογικής ηλικίας. Γιατί το πνεύμα της, το μυαλό της, η επιθυμία για νέες εμπειρίες και η εκπλήρωση ονείρων είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα των νέων.
Η ελληνική κοινωνία –κυρίως του Internet– υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τη χαμηλών τόνων κυρία Ευθυμία, και το People ζήτησε από εκείνη και το γιο της να διηγηθούν την ιστορία της. Ο Σάββας Στεργίου, απόστρατος στρατιωτικός του ελληνικού στρατού, πόσταρε στο Facebook τις ευχές του για «καλή επιτυχία» στους μαθητές που ρίχνονταν στη μάχη των Πανελληνίων εξετάσεων και έκανε ξεχωριστή μνεία στη μητέρα του, την 77χρονη κυρία Ευθυμία, που θα καθόταν και εκείνη στα θρανία, χωρίς να φανταστεί πως αυτό θα πάρει τεράστια έκταση. Όπως είναι φυσικό, η ανάρτηση κίνησε το ενδιαφέρον των δημοσιογράφων, ενώ διαδικτυακοί φίλοι, αλλά και άγνωστοι την πλημμύριζαν με likes. «Μου τηλεφώνησαν από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, έπειτα έγινε θέμα στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και το απόγευμα βγήκα στην ΕΤ1. Η μητέρα μου δεν γνώριζε τίποτε από όλα αυτά και είχε αναστατωθεί λίγο».
Τα πετρινα χρονια και η «θυσια»
Η κυρία Ευθυμία, όπως και ο σύζυγός της, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Σαμοθράκη και έπειτα πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στην Αλεξανδρούπολη. Ο πατέρας της κυρίας Ευθυμίας σκοτώθηκε σε ηλικία 29 ετών από τους Βούλγαρους κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το 1944. Άφησε πίσω την 5χρονη Ευθυμία, τον 3χρονο αδερφό της (που αργότερα έγινε δάσκαλος και σύμβουλος εκπαίδευσης) και την έγκυο σύζυγό του, που αργότερα γέννησε ένα κοριτσάκι. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν στερημένα από υλικά αγαθά για την οικογένεια. Όταν εκείνη φοιτούσε στην 5η τάξη του εξατάξιου Γυμνασίου, ήρθε η πρόταση γάμου. «Ήταν πολύ όμορφη η μητέρα μου και ο πατέρας μου πήγε στη γιαγιά μου και τη ζήτησε» εξιστορεί ο Σάββας και συνεχίζει: «Έπρεπε, βέβαια, να σταματήσει και το σχολείο. Ήταν άριστη μαθήτρια και φυσικά στις παρελάσεις, παραστάτρια». Έτσι, στα 16 της αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο και να αφοσιωθεί εξολοκλήρου στην οικογένειά της, απόφαση την οποία προσπάθησαν να αποτρέψουν δύο καθηγητές της. «Ο ένας καθηγητής πήγε στη γιαγιά μου και της ζήτησε να μη σταματήσει το σχολείο η κόρη της» θυμάται ο Σάββας και συνεχίζει: «“Κυρία Παρσέλια (το πατρικό της μητέρας), μην κάνετε αυτό το έγκλημα” της είπε ο καθηγητής».
Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η κυρία Ευθυμία θυσίασε εν γνώσει της το μεγάλο της όνειρο, να ολοκληρώσει τις σπουδές της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και να συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο. «Γνώριζα πως αν παντρευόμουν, τα δύο μου αδέρφια θα είχαν εκείνα την ευκαιρία να σπουδάσουν» εξηγεί η ίδια για την αλτρουιστική της απόφαση, αφού για την οικογένειά της το πανεπιστήμιο αποτελούσε μια εξωπραγματική πολυτέλεια. Έτσι, με το όνειρο των σπουδών «θαμμένο» κάτω από τις νέες υποχρεώσεις ως συζύγου και μητέρας, πορεύτηκε για χρόνια. Η «πληγή» όμως δεν επουλωνόταν, ακυρώνοντας τη «θεραπευτική» ιδιότητα του χρόνου. «Θυμάμαι να μας μιλά με θέρμη για το σχολείο και την αξία της γνώσης…» μου λέει ο Σάββας και συνεχίζει: «Τουλάχιστον δασκάλα θα είχα γίνει, έλεγε με παράπονο».
Η κυρία Ευθυμία ήταν μια χαμηλών τόνων μητέρα. Προσπαθούσε να παρακινεί τα παιδιά της, «μου έκανε παρατηρήσεις για τα περιττά κιλά μου» θυμάται ο γιος της. Παρόλο που έχασε τον πατέρα της σε πολύ νεαρή ηλικία, παρόλο που βίωσε τη φτώχεια από μικρή, δεν έγινε ποτέ σκληρή. Το αντίθετο. «Ήταν πάντοτε ανοιχτόμυαλη» λέει ο ίδιος. Ο Σάββας θεωρεί πως αν είχε συνεχίσει, θα είχε κάνει κάποια σπουδαία πράγματα, ενώ την περιγράφει ως έναν άνθρωπο «διψασμένο για γνώση, που αγαπάει το διάβασμα, ανταγωνιστική όταν θα μπει στην τάξη».
Παράλληλα με το μεγάλωμα των δύο της παιδιών, η κυρία Ευθυμία συνεχίζει να διευρύνει τους ορίζοντές της, διαβάζοντας τους αγαπημένους της, Λουντέμη και Σαμαράκη, αλλά και όποιο άλλο βιβλίο έπεφτε στα χέρια της. «Τη θυμάμαι να παρακολουθεί εκπαιδευτική τηλεόραση στην ΕΡΤ και να σημειώνει στο τετράδιο της αγγλικές λέξεις, για να τις μάθει. Μάλιστα, αγόραζε η ίδια βιβλία αρχαίων, γραμματικής και διάβαζε συνεχώς» λέει και σχολιάζει γελώντας: «Το ακριβώς αντίθετο από εμένα. Δεν μπορούσα και να την κοροϊδέψω όταν με ρωτούσε αν διάβασα, για παράδειγμα, αρχαία. Την είχα πατήσει πολλές φορές έτσι».
Η επιστροφή στα θρανία 60 χρόνια μετά:
Ο γιος της ήταν εκείνος που προέτρεψε την κυρία Ευθυμία να επιστρέψει και πάλι στα θρανία, έπειτα από 60 χρόνια περίπου. Η κυρία Ευθυμία είχε ζήσει μια ολόκληρη ζωή στο πλευρό του συζύγου της, με μόνη της έγνοια την ανατροφή των δύο αγοριών της. «Μετά το χαμό του συζύγου μου ήθελα να ξεφύγω από την κατάθλιψη. Όταν τον έχασα, στενοχωρήθηκα πολύ και το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμάμαι. Όταν ξεκίνησα και πάλι το σχολείο, η ζωή μου απέκτησε ένα καινούριο νόημα» λέει, με τη φωνή της να ξεχειλίζει ενέργεια. «Δεν είχε κάποιο αντικείμενο να απασχολείται. Φοβόμουν για αλτσχάιμερ, για άνοια… Η αγάπη της για το σχολείο υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια, τη θυμάμαι να μου το λέει από όταν ήμουν παιδί. Τότε της πρότεινα να ολοκληρώσει το Λύκειο και να πάρει απολυτήριο» διηγείται ο Σάββας.
Εκείνη ήταν διστακτική, «ντρέπομαι» απαντούσε στο γιο της. «Της είπα “όποιος σου πει κάτι, ας έρθει να πληρώσει τους λογαριασμούς και τις υποχρεώσεις σου, ας περνάει καθημερινά και να σε ρωτάει ‘τι κάνεις, κυρα-Ευθυμία;’ και μετά ας έχει λόγο στη ζωή σου”. Φυσικά, το ήθελε πολύ. Αλλιώς, δεν θα το έκανε, όσο και να την πίεζε κανείς».
Στο Εσπερινό Γενικό Λύκειο της Αλεξανδρούπολης η κυρία Ευθυμία έχει συμμαθητές που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια της και καθηγητές που θα μπορούσαν να είναι παιδιά της. «Το κλίμα ήταν καλό. Οι περισσότεροι συμμαθητές της την αγκάλιασαν και τη βοήθησαν. Υπήρξαν βέβαια και φωνές που έλεγαν “τι θέλει τώρα εδώ αυτή η γριά”» μου λέει ο Σάββας. Η διάθεση της μητέρας του, όμως, τον έκανε να νιώθει δικαιωμένος που την προέτρεψε να επιστρέψει, αφού είχε πάρει και τη συγκατάθεση του άλλου της γιου, που ζει στο Παρίσι. «Με το που ξεκίνησε την είδα να γίνεται και πάλι δυνατή. Γέμισε με κουράγιο. Τα όποια τυπικά προβλήματα υγείας που έχει κάθε άνθρωπος στην ηλικία της, για τη μητέρα μου ήταν παρελθόν. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να είναι διαβασμένη για το μάθημα και στενοχωριόταν μόνο όταν απουσίαζε, λόγω γρίπης, για παράδειγμα». Μάλιστα, κάθε που γινόταν αυτό, οι συμμαθητές και οι καθηγητές της της τηλεφωνούσαν για να μάθουν το λόγο της απουσίας της.
«Οι καθηγητές του Εσπερινού Σχολείου κάνουν εξαιρετική δουλειά» μου λέει με ευγνωμοσύνη ο Σάββας και θέλει να ευχαριστήσει όλους όσοι βρίσκονταν δίπλα της βοηθώντας τη μητέρα του. «Είχαν συνεννοηθεί οι συμμαθητές της και πότε περνούσε ένας με το αυτοκίνητο να την πάρει από το σπίτι για το μάθημα, πότε την επέστρεφε ένας άλλος το βράδυ, πάλι με το αυτοκίνητο. Ακόμη και καθηγητές προσφέρονταν» περιγράφει ο ίδιος.
Με την απόφαση αυτή ξόρκιζε και έναν εφιάλτη της. «Ήθελα να γλιτώσω από ένα όνειρο που με παιδεύει σε όλη μου τη ζωή. Έβλεπα πως γράφαμε διαγώνισμα στην τάξη. Κι εγώ γεμάτη αγωνία φώναζα “μα εγώ τι να γράψω;”. Και ξυπνούσα» μου διηγείται η κυρία Ευθυμία.
Υπάρχουν ηλικιωμένοι που βιώνουν την καθημερινότητά τους αναμένοντας απλά το τέλος. Αυτό δεν συνάδει με χαρακτήρες δυναμικούς, όπως η κυρία Ευθυμία, που βρήκε το σθένος να αποκαταστήσει μια αδικία, που δεν είχε προκαλέσει η ίδια, 60 χρόνια μετά. Τις τρεις ημέρες που διήρκεσε η επαφή μας με το γιο της κυρίας Ευθυμίας, ο Σάββας μου ζήτησε να την ενοχλήσουμε όσο λιγότερο γίνεται. «Έχει αφοσιωθεί στο διάβασμα» τονίζει ο στοργικός γιος, που νιώθει τόσο περήφανος για εκείνη. Η κυρία Ευθυμία δεν πιστεύει πως θα περάσει σε κάποια σχολή. «Δεν είναι εύκολο» λέει και εξηγεί: «Θέλει να έχεις μνήμη και εγώ δεν τα θυμάμαι όλα». Συνεχίζει, όμως, να κάνει ό,τι της επιτάσσει αυτό το ιδιότυπο κυνήγι του ονείρου της. Αυτή είναι και η απόδειξη πως ζει, άλλωστε.
Και όπως πάντα , μετά από κάθε ανάρτηση για ΜΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΝΑ "ΠΙΟΥΝ ΑΠ ΤΟ ΚΥΠΕΛΛΟ" ακολουθεί το τραγούδι που τους αξίζει:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου