Η κ. Καρακώστα, βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ,
διευκρίνισε ότι θα ζητηθεί η επιστροφή του ΕΚΑΣ από τους συνταξιούχους
των 950 και μείον ευρώ, διότι πολλοί εξ αυτών φοροδιαφεύγουν. Αυτοί οι
παμπόνηροι και αδίστακτοι άνθρωποι, χωρίς καμία ηθική αναστολή, δήλωναν
χαμηλότερα εισοδήματα από αυτά που είχαν στην πραγματικότητα για να
εισπράττουν το ΕΚΑΣ (αυτό δεν το είπε εκείνη, το συμπεραίνω εγώ από τα
λεγόμενά της). Αρα το μέτρο αυτό πρέπει να ενταχθεί στις προσπάθειες της
εθνοσωτηρίου μας να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή. Οπερ έδει δείξαι.
Το περίεργο είναι ότι πολλοί εξεπλάγησαν με την πολιτική εντιμότητα της κυρίας βουλευτίνας. Ορισμένοι μάλιστα ακραίοι εξεμάνησαν. Ακουσα κάποιον να αναρωτιέται αν ήξερε τι έλεγε, αν ήταν στα συγκαλά της ή αν την είχε καταλάβει ο γνωστός οίστρος της δημιουργικής ασάφειας. Κάτι σαν τον κ. Φλαμπουράρη στις πολύ καλές του στιγμές.
Παραγνωρίζουν τον παράγοντα ιδεολογία. Και δεν εννοώ τον νεομαρξισμό που επικαλούνται οι διανοητές της εθνοσωτηρίου. Αυτός ούτως ή άλλως, κρίνοντας από τα φληναφήματα του Ζίζεκ, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είναι το ίδιο και το αυτό. Αναφέρομαι στην κινητήριο δύναμη της πολιτικής συμπεριφοράς της παρ’ ημίν Αριστεράς, ένα αταβιστικό αντανακλαστικό, το αζιμούθιο της πολιτικής της. Ο,τι κι αν κάνουν δεν έχει σημασία αν είναι σωστό ή λάθος, αυταπάτη ή φρεναπάτη. Σημασία έχει να γίνεται εναντίον κάποιου. Κι αυτό το «εναντίον» είναι το μαγικό ραβδί που χρίζει την οποιαδήποτε κίνηση «αριστερή». Κι αν δεν υπάρχει αυτός ο κάποιος, θα πρέπει να τον επινοήσουμε.
Ο καθείς και η ευφυΐα του. Και η ευφυΐα της κ. Καρακώστα επινόησε τους χαμηλοσυνταξιούχους φοροφυγάδες.
Σε ποιον απευθύνεται αυτή η πολιτική;
Οσο η «αγανάκτηση» παρέμενε ενεργή, η εντύπωση πως παλεύεις εναντίον αυτών με τους οποίους «οι άλλοι» συναλλάσσονται λειτούργησε ως συνεκτικό υλικό και έφερε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ. Ακολούθησαν οι σκληρές διαπραγματεύσεις οι οποίες γίνονταν με όρους σύγκρουσης, ο συμβιβασμός που αποδόθηκε σε εκβιασμό – από τη μία σύγκρουση στην άλλη. Και στο δημοψήφισμα ακόμη, σημασία είχε ότι κάποιοι έπρεπε να βρεθούν στην απέναντι όχθη. Κι όταν αυτό επετεύχθη, όταν απομονώθηκαν, το «Οχι» έγινε «Ναι» χωρίς να χάσει την υπερηφάνειά του διότι η σύγκρουση είχε γίνει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ασκεί εξουσία, όμως δεν μπορεί να γίνει κόμμα εξουσίας. Η ρητορική του, που έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική του, απευθύνεται σε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, στα φτωχότερα στρώματα.
Θα μου πείτε...
το ίδιο έκανε και το ΠΑΣΟΚ με τους μη προνομιούχους.
Μόνον που το ΠΑΣΟΚ τους υποσχόταν τα προνόμια που είχαν στερηθεί. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται τη γενική πληβειοποίηση ώστε το κοινό του να μην αισθάνεται αδικημένο. Και έχει την εντύπωση πως όσο χαμηλότερα πέσει το βιοτικό επίπεδο και οι απαιτήσεις της κοινωνίας τόσο θα μεγαλώνει η δεξαμενή του.
Πώς το είπε ο κ. Τσίπρας σ’ εκείνον τον συνταξιούχο που τον ρώτησε «και τώρα τι γίνεται;».
«Θα σηκώσουμε κεφάλι», ήταν η απάντηση.
Εναντίον ποίου;
Κάποιος θα βρεθεί, και στην ανάγκη ο εαυτός μας.
Είναι η ιδεολογία, ηλίθιε.
Το περίεργο είναι ότι πολλοί εξεπλάγησαν με την πολιτική εντιμότητα της κυρίας βουλευτίνας. Ορισμένοι μάλιστα ακραίοι εξεμάνησαν. Ακουσα κάποιον να αναρωτιέται αν ήξερε τι έλεγε, αν ήταν στα συγκαλά της ή αν την είχε καταλάβει ο γνωστός οίστρος της δημιουργικής ασάφειας. Κάτι σαν τον κ. Φλαμπουράρη στις πολύ καλές του στιγμές.
Παραγνωρίζουν τον παράγοντα ιδεολογία. Και δεν εννοώ τον νεομαρξισμό που επικαλούνται οι διανοητές της εθνοσωτηρίου. Αυτός ούτως ή άλλως, κρίνοντας από τα φληναφήματα του Ζίζεκ, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είναι το ίδιο και το αυτό. Αναφέρομαι στην κινητήριο δύναμη της πολιτικής συμπεριφοράς της παρ’ ημίν Αριστεράς, ένα αταβιστικό αντανακλαστικό, το αζιμούθιο της πολιτικής της. Ο,τι κι αν κάνουν δεν έχει σημασία αν είναι σωστό ή λάθος, αυταπάτη ή φρεναπάτη. Σημασία έχει να γίνεται εναντίον κάποιου. Κι αυτό το «εναντίον» είναι το μαγικό ραβδί που χρίζει την οποιαδήποτε κίνηση «αριστερή». Κι αν δεν υπάρχει αυτός ο κάποιος, θα πρέπει να τον επινοήσουμε.
Ο καθείς και η ευφυΐα του. Και η ευφυΐα της κ. Καρακώστα επινόησε τους χαμηλοσυνταξιούχους φοροφυγάδες.
Σε ποιον απευθύνεται αυτή η πολιτική;
Οσο η «αγανάκτηση» παρέμενε ενεργή, η εντύπωση πως παλεύεις εναντίον αυτών με τους οποίους «οι άλλοι» συναλλάσσονται λειτούργησε ως συνεκτικό υλικό και έφερε στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ. Ακολούθησαν οι σκληρές διαπραγματεύσεις οι οποίες γίνονταν με όρους σύγκρουσης, ο συμβιβασμός που αποδόθηκε σε εκβιασμό – από τη μία σύγκρουση στην άλλη. Και στο δημοψήφισμα ακόμη, σημασία είχε ότι κάποιοι έπρεπε να βρεθούν στην απέναντι όχθη. Κι όταν αυτό επετεύχθη, όταν απομονώθηκαν, το «Οχι» έγινε «Ναι» χωρίς να χάσει την υπερηφάνειά του διότι η σύγκρουση είχε γίνει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ασκεί εξουσία, όμως δεν μπορεί να γίνει κόμμα εξουσίας. Η ρητορική του, που έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική του, απευθύνεται σε ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας, στα φτωχότερα στρώματα.
Θα μου πείτε...
το ίδιο έκανε και το ΠΑΣΟΚ με τους μη προνομιούχους.
Μόνον που το ΠΑΣΟΚ τους υποσχόταν τα προνόμια που είχαν στερηθεί. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται τη γενική πληβειοποίηση ώστε το κοινό του να μην αισθάνεται αδικημένο. Και έχει την εντύπωση πως όσο χαμηλότερα πέσει το βιοτικό επίπεδο και οι απαιτήσεις της κοινωνίας τόσο θα μεγαλώνει η δεξαμενή του.
Πώς το είπε ο κ. Τσίπρας σ’ εκείνον τον συνταξιούχο που τον ρώτησε «και τώρα τι γίνεται;».
«Θα σηκώσουμε κεφάλι», ήταν η απάντηση.
Εναντίον ποίου;
Κάποιος θα βρεθεί, και στην ανάγκη ο εαυτός μας.
Είναι η ιδεολογία, ηλίθιε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου