Φαντάζομαι όλους τους Ευρωπαίους ηγέτες
με μαύρη μανσέτα υπαλλήλου άθλιας γραφειοκρατίας· ή με μολύβι πίσω από
το αυτί σαν τους μπακάληδες του παλιού καιρού.
Φονικός συνδυασμός: από
τη μια πλευρά, αλαζονικοί γραφειοκράτες και μπακάληδες· από την άλλη,
αστοιχείωτοι χωρικοί από τις νότιες γειτονιές της Ευρώπης με παλιά
σοσιαλιστικά οράματα – «αριστεροί άνθρωποι» όπως λέει ο κ. Τσακαλώτος·
οι «αριστεροί» ως ανθρωπολογική κατηγορία.
Αυτές οι δύο πλευρές ασχολούνται με το αν ο φόρος
προστιθέμενης αξίας θα είναι 23 ή 24% και με το αν τα φορολογικά
υποζύγια, εμείς, θα πληρώνουμε ξανά και ξανά τα έξοδα του κράτους μέχρις
εξαντλήσεως.
Τα πράγματα πήραν λάθος δρόμο από την αρχή:
Αντί να
ζητήσουμε οικονομική βοήθεια για ανάπτυξη, αντί να μειώσουμε δραστικά τη
φορολογία και να δημιουργήσουμε ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον (τα
έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, ορίστε ακόμα μία), μπήκαμε σ’ ένα
παιχνίδι αριθμών –με πρωτοβουλία των Ευρωπαίων– και σε μια δήθεν
ανθρωπιστική και αντι-φιλελεύθερη ρητορική, με πρωτοβουλία δική μας.
Αντί να προχωρήσουμε αμέσως σε ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας και
σε περιορισμό των κρατικών δαπανών –όχι των μηχανισμών προνοίας, αλλά
των γραφειοκρατικών «κροσσών»– δεχτήκαμε αυτό που φαινόταν εύκολη λύση:
την ανακύκλωση του πλούτου αντί τη δημιουργία του.
Η ανακύκλωση ακολουθεί σχήμα σπειράματος: με κάθε
κύκλο, σημειώνονται απώλειες· η οικονομία γίνεται όλο και πιο ασθενική·
σβήνει, ξεθωριάζει.
Η αριστερά δεν καταλαβαίνει το στοιχειώδες: πώς
επιτυγχάνεται ανάπτυξη, πώς δημιουργείται πλούτος. Φαίνεται να πιστεύει
ότι ο πλούτος είναι κάτι δεδομένο που πρέπει να αναδιανεμηθεί, να στάξει
από πάνω προς τα κάτω. Έτσι, τόσο από τη θέση της κυβέρνησης όσο και
από τη θέση της αντιπολίτευσης, εμποδίζει την ανάπτυξη προστατεύοντας
τους δημοσίους υπαλλήλους –το κοινό της– απωθώντας τις επενδύσεις και
τιμωρώντας τους επιχειρηματίες. Στο κλίμα αυτό προστίθεται, φυσικά, ο
ρόλος των τραπεζών που ήταν κάποτε η δανειοδότηση και η στήριξη των
επιχειρήσεων – ποιος είναι ο ρόλος τους σήμερα; Μακρά συζήτηση.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια αριστερά Ρομπέν των
Δασών χωρίς το περιπετειώδες πνεύμα του δεινού τοξότη. Εδώ έχουμε να
κάνουμε με πλάσματα γραφείων και καφενείων που βλέπουν στη μεσαία τάξη
τους εκμεταλλευτές βρωμο-πλούσιους του μαρξιστικού σχήματος και στις
ευρωπαϊκές ηγεσίες τα διεθνή μονοπώλια και το παγκόσμιο σύστημα
τοκογλυφίας. Στην προσπάθεια της αριστεράς –επαναλαμβάνω: τόσο ως
αντιπολίτευση, όσο και ως κυβέρνηση– να απομακρυνθούμε από τον
καπιταλισμό (και να οδηγηθούμε πού άραγε;), δεν έγιναν μεταρρυθμίσεις
αλλά ελήφθησαν «μέτρα», κυρίως φορολογικού τύπου· παραλλήλως, στο
επίπεδο του πολιτικού λόγου, κυριάρχησε μια καθυστερημένη επιμονή στις
αρχές του Διαφωτισμού, για τις οποίες, στοιχηματίζω ότι οι περισσότεροι
Συριζαίοι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα.
Για μια ακόμη φορά, ιστορικά στάδια και διαδικασίες
ανάγονται σε δογματικές ιδεολογίες. Παλιά γλώσσα (σε κακοποιημένα
ελληνικά), ξεπερασμένα εργαλεία ανάλυσης μιας καινούργιας
πραγματικότητας – κι αντί να αναπτύξουμε οικονομική και πολιτική
διπλωματία, αντί να βάλουμε σε λειτουργία μηχανισμούς και θεσμούς ώστε
να λύσουμε οικονομικά προβλήματα, καθώς και έκτακτα πολιτικά προβλήματα
(αν και όχι προσωρινά: όπως είναι το πρόβλημα των προσφύγων), κάνουμε
προσθαφαιρέσεις με τον κ. Σόυμπλε. Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι...
Η κυβέρνησή μας έχει παγιδευτεί στην αντίφαση του
Ρομπέν των Δασών. Υπενθυμίζω ότι ο αντίπαλος του Ρομπέν είναι, σε πολλές
ιστορίες, ο δεσποτικός σερίφης του Νόττινχαμ, ο οποίος έκλεβε τη γη των
φτωχών και επέβαλε υπέρογκη φορολογία στους υπηκόους του. Σε άλλες
ιστορίες, αντίπαλος είναι ο πρίγκηπας Ιωάννης, σφετεριστής του θρόνου
που ανήκε δικαιωματικά στον αδερφό του τον Ριχάρδο. Ο Ρομπέν εμφανίζεται
άλλοτε σαν υπερασπιστής του λαού που πολεμάει εναντίον των διεφθαρμένων
αξιωματούχων και της τυραννίας, άλλοτε σαν ξεροκέφαλος, υπεροπτικός και
αιμοσταγής επαναστάτης.
Η λεγόμενη «διαπραγμάτευση» έχει γίνει αυτοσκοπός:
Οι «αριστεροί άνθρωποι» τρελαίνονται για διαδικασίες, δηλώσεις,
παρομοιώσεις, μεταφορές, ποικίλα καλολογικά στοιχεία και αποτυχημένα
αστεία. Και καθώς λογιστές και καταστιχογράφοι κάνουν υπολογισμούς, τα
προβλήματα τρέχουν: δειλά-δειλά, και ύπουλα, ο ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να
αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της αστυνομίας, της Frontex, της Europol
– όλων εκείνων των κατασταλτικών μηχανισμών τους οποίους καταγγέλλουν
τα φιλαράκια του οι αντιεξουσιαστές.
Πρόκειται για μια κυβέρνηση που
μόλις αρχίζει να ψυχανεμίζεται πώς κυβερνώνται τα οργανωμένα κράτη– και
που, επειδή δεν ξέρει τι να κάνει και πώς να το κάνει, αναλώνεται σε
δουλειά φοροτεχνικού.
Είναι άξιον απορίας το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τη λαϊκή του βάση: προφανώς, για όλα φταίνε οι Ευρωπαίοι, όπως φταίνε για τα κύματα των προσφύγων και τον τζιχαντισμό.
Τέλος, είναι άξιον απορίας πώς τα κυβερνητικά στελέχη δεν έχουν αποκτήσει κάποια ταπεινοσύνη: μετά από τόσο ψέματα, τόσες διαψεύσεις, τόσες γκάφες, τόσες ήττες, τόσους εξευτελισμούς, οι πολιτικοί μας παραμένουν ανέμελοι και παρωπιδικοί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου