ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΤΟΥΡΚΙΑ - ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Mια ιστορική αναδρομή στις αποτυχίες των τσαρλατάνων πολιτικών μας να «δέσουν» με ευρωπαϊκά «δεσμά» την Τουρκία

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ


Eπανεμφάνιση, και μάλιστα με συμβουλές και συστάσεις για τα ελληνοτουρκικά, έκανε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ζητώντας από την κυβέρνηση να μη συναινέσει στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας χωρίς να υπάρξει μία έστω και έμμεση επαναβεβαίωση της Συμφωνίας του Ελσίνκι.
 

Ο πρώην πρωθυπουργός μάλιστα προειδοποίησε ότι εάν και τώρα δεν επιτευχθεί μια τέτοια επανασύνδεση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με τα ελληνοτουρκικά, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αδρανοποίησης του Ελσίνκι.
 

Το Ελσίνκι, το οποίο, χωρίς να απορριφθεί επισήμως, ουσιαστικά είναι «κλινικά νεκρό» από το 2004, όταν με τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας άρχισαν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις, θα μπορούσε να αναβιώσει σε μια άλλη μορφή και όχι όπως αυτή που προτείνει ο κ. Σημίτης, που προβλέπει συνοριακές διάφορες και προηγουμένως έχει αναγνωρίσει τα ζωτικά και νόμιμα συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο.
 

Η υποχρέωση για σχέσεις καλής γειτονίας, για αποφυγή απειλών πολέμου εναντίον κρατών-μελών, η υποχρέωση σεβασμού της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας περιλαμβάνονται και τώρα στο πλαίσιο των προϋποθέσεων για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Το ερώτημα είναι εάν η Αθήνα έχει τη διάθεση αλλά και τις διπλωματικές δυνάμεις να θέσει αυτόν τον πήχη απέναντι σε μια Τουρκία που εμφανίζεται πανίσχυρη και σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον όπου, δυστυχώς, η Ελλάδα έχει ελάχιστους συμμάχους, ενώ και η ίδια είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη ύστερα από έξι χρόνια Μνημονίου και με το Μεταναστευτικό να την κρατά καθηλωμένη.
 

Και όπως αποδείχτηκε τελικά και στην προχθεσινή Συνοδό Κορυφής, η Ελλάδα έδωσε τη μάχη της μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει μια δέσμευση της Τουρκίας ότι θα περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές… Κανείς δεν έδειξε να έχει πρόθεση να ανοίξει ένα νέο μέτωπο που θα αφορά την ανάδειξη των υποχρεώσεων της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας σε αυτό το ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον. Και αν, βεβαίως, η πρόθεση του κ. Σημίτη ήταν να επισημάνει την ανάγκη διασύνδεσης των ελληνοτουρκικών με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, η παρέμβασή του θα ήταν χρήσιμη. Αλλά μάλλον η πρόθεσή του ήταν να ανεβάσει τον πήχη για την κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα, που δείχνει να πελαγώνει με τα ελληνοτουρκικά, θεωρώντας ότι μπορεί να τα διαχειριστεί σε διμερές επίπεδο.
 

Καθώς έχουν περάσει 17 χρόνια από τη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999), που ελήφθη η απόφαση για αναγνώριση της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας, έχει ιδιαίτερη σημασία να θυμίσουμε τι ακριβώς προέβλεπε εκείνη η απόφαση και τι ακολούθησε μετά και κυρίως να διαπιστωθεί κατά πόσον το Ελσίνκι παραμένει ζωντανό.

 
Οι 15 αρχηγοί των κρατών-μελών αποφάσισαν στο Ελσίνκι ότι:


Η Τουρκία αναγνωρίζεται ως «υπό ένταξη χώρα», οι διαπραγματεύσεις όμως θα αρχίσουν μόλις θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις της ΕΕ.


Τονίζεται για τα υποψήφια κράτη η αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και η επίλυση κάθε εκκρεμούς «συνοριακής διαφοράς» ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2004.


Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει τότε την κατάσταση, ιδίως σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις των ενταξιακών διαδικασιών.


• Η πολιτική επίλυση του κυπριακού προβλήματος θα διευκόλυνε την προσχώρηση της Κύπρου στην ΕΕ. Εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς η παραπάνω απόφαση να αποτελέσει προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία. 


Η απόφαση αυτή χαιρετίστηκε από την κυβέρνηση Σημίτη ως επιτυχία και βεβαίως ήταν μια απόφαση με μια σειρά από θετικά στοιχεία αλλά και πολλά αρνητικά:

 

Η Ελλάδα, η οποία από τη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου, δύο χρόνια πριν, αλλά και τη Σύνοδο του Κάρντιφ (όπου είχε υπάρξει τηλεφωνική παρέμβαση του Μπιλ Κλίντον στον Κ. Σημίτη) δέχονταν ασφυκτικές πιέσεις για να συναινέσει στην αναγνώριση της Τουρκίας ως «υποψήφιας προς ένταξη χώρας», εξασφάλισε ως αντάλλαγμα τη διασύνδεση της απόφασής της με την προοπτική παραπομπής «των εκκρεμών συνοριακών διαφορών» στη Χάγη, έως το 2004.
 

Το Ελσίνκι ακολούθησε τη Συμφωνία της Μαδρίτης, με την οποία ο κ. Σημίτης είχε αναγνωρίσει τα «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, καθώς και την υπόθεση σύλληψης του Οτσαλάν.
 

Το Ελσίνκι ήταν ένας διπλωματικός «φερετζές» για να σωθούν τα προσχήματα για την Ελλάδα, που έκανε μια στρατηγικού περιεχομένου υποχώρηση στην Τουρκία έναντι ανταλλαγμάτων που ήταν ασαφή ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη δεσμευτικότητα.
 

Κατ’ αρχάς, ο κ. Σημίτης αναγνώρισε για πρώτη φορά -και μάλιστα αυτό πήρε και διεθνή μορφή, καθώς αποτυπώθηκε στο κείμενο συμπερασμάτων- ότι υπάρχουν «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές»



Παρά το γεγονός ότι ετίθετο ως χρονοδιάγραμμα για την παραπομπή στη Χάγη το 2004, δεν υπήρχε αυτόματη ρήτρα σε περίπτωση που δεν υπήρχε συμφωνία, αλλά παραπέμπονταν σε νέα Σύνοδο Κορυφής. Η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εξωτερικών τον Γ. Παπανδρέου, άρχισε τις διερευνητικές επαφές, όπου η τουρκική πλευρά βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει όλες τις «εκκρεμείς συνοριακές διάφορες», αποκλείοντας την επίτευξη προόδου.
 

Με την Τουρκία να συνεχίζει αμείωτη την επιθετική πολιτική εναντίον της Ελλάδας, οδηγηθήκαμε στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου του 2004, όπου η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή ουσιαστικά εγκατέλειψε το Ελσίνκι, αποδεχόμενη την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς να έχουν εκπληρωθεί οι όροι που είχαν τεθεί το 1999.
 

Βεβαίως, το κλίμα το 2004 ήταν αρκετά βαρύ για την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς λίγους μήνες πριν είχε απορριφθεί το Σχέδιο Ανάν, αλλά οι Ευρωπαίοι τήρησαν τη δέσμευση που είχαν αναλάβει ήδη από το Ελσίνκι και αποδέχθηκαν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έστω και χωρίς λύση του Κυπριακού.
 

Αυτό φυσικά δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες της την κυβέρνηση Καραμανλή, που θα μπορούσε να επιδιώξει πιο δεσμευτική αναφορά στις σχέσεις καλής γειτονίας και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης, όπως επίσης και στην άρση του casus belli.
 

Τον Οκτώβριο του 2005 οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ αποφάσισαν στο Λουξεμβούργο την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, οι οποίες βεβαίως, λόγω της στάσης της χώρας στο Κυπριακό, στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, έχουν αποτελματωθεί.
 

Τον περασμένο Οκτώβριο οι «28» αποφάσισαν την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του γενικού παζαριού με την Τουρκία για το Μεταναστευτικό και τον Δεκέμβριο οι υπουργοί Εξωτερικών καθόρισαν εκ νέου το πλαίσιο.
 

Όσον αφορά τα θέματα που ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως τη χώρα μας, είναι θετικό ότι ζητείται η δέσμευση της Τουρκίας για σχέσεις καλής γειτονίας και η αποφυγή απειλών ή πράξεων κατά κρατών-μελών της ΕΕ, σε συνέχεια όσων καταγράφονται στην Έκθεση Προόδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. 


Η Τουρκία καλείται επίσης να σέβεται όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων του θαλασσίου και εναέριου χώρου τους, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). 


Υπογραμμίζεται επίσης η ανάγκη περαιτέρω μεταρρυθμίσεων σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων και η ανάγκη συμμόρφωσης με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ.
 

Αυτές οι θετικές αναφορές ουσιαστικά καθίστανται κενές περιεχομένου, καθώς δεν προβλέπεται μηχανισμός επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση μη εκπλήρωσης αυτών των δεσμεύσεων.

 

Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι ότι απουσιάζει το θεσμικό πλαίσιο, ότι αδρανοποιείται δηλαδή το Ελσίνκι του κ. Σημίτη, αλλά υπάρχει πλέον η παραδοχή από όλο το πολιτικό σύστημα ότι η Ελλάδα δεν έχει την ισχύ προκειμένου να χρησιμοποιήσει αυτά τα εργαλεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου