Του Κώστα Ράπτη
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες συγκλόνισαν, αλλά δεν αποτέλεσαν έκπληξη – καθώς ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο ήταν γνωστό ότι η πρωτεύουσα του Βελγίου και έδρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ (που για τέσσερις ημέρες τέθηκε σε κατάσταση αποκλεισμού στο πλαίσιο των αντιτρομοκρατικών ερευνών) αποτελούσε το οιονεί "στρατηγείο” όσων αιματοκύλισαν το Παρίσι.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις Βρυξέλλες συγκλόνισαν, αλλά δεν αποτέλεσαν έκπληξη – καθώς ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο ήταν γνωστό ότι η πρωτεύουσα του Βελγίου και έδρα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ (που για τέσσερις ημέρες τέθηκε σε κατάσταση αποκλεισμού στο πλαίσιο των αντιτρομοκρατικών ερευνών) αποτελούσε το οιονεί "στρατηγείο” όσων αιματοκύλισαν το Παρίσι.
Το γεγονός ότι ο υπ' αριθμόν ένα καταζητούμενος Salah Abdeslam
εντοπίσθηκε μετά από τέσσερις μήνες κατά τους οποίους βρισκόταν κάτω από
τη μύτη των βελγικών αρχών, χωρίς να έχει μετακινηθεί από το προάστιο
του Μόλενμπεκ, άφηνε ήδη μια γλυκόπικρη γεύση – αν και οπωσδήποτε
αποτελούσε επιτυχία.
Το γεγονός ότι τέσσερις μέρες μετά τη σύλληψη του
Abdeslam, για την οποία ο Barack Obama συνεχάρη τηλεφωνικώς τον Βέλγο
πρωθυπουργό, ένας ακόμη πυρήνας τζιχαντιστών έσπερνε τον θάνατο στο
διεθνές αεροδρόμιο του Zaventem και στον σταθμό του μετρό του Maalbeeck,
πλάι στα κεντρικά κτίρια των ευρωπαϊκών θεσμών, κάνει κάθε
αντιτρομοκρατική επιχείρηση να μοιάζει με τον πίθο των Δαναϊδων.
Οι επιθέσεις στις Βρυξέλλες
προφανώς είχαν σχεδιασθεί προ πολλού και ενδεχομένως επισπεύσθηκαν από
τις πληροφορίες ότι ο Abdeslam συνεργάζεται με τους ανακριτές του.
Άλλωστε και η διαδικτυακή ανακοίνωση ανάληψης ευθύνης εν ονόματι του
"Ισλαμικού Κράτους” παραπέμπει σε κεντρικό σχεδιασμό.
Σε κάθε περίπτωση το "μήνυμα” των τζιχαντιστών ότι εξακολουθούν να διατηρούν απεριόριστη ελευθερία δράσης ακούγεται πειστικό. Οσοδήποτε και αν ενταθούν ή στρατιωτικοποιηθούν οι δραστηριότητες καταστολής πραγματική αποτροπή είναι αντικειμενικά αδύνατο να προσφέρουν – όποιος δεν διστάζει να πλήξει "μαλακούς στόχους”, με τίμημα ενδεχομένως και τη δική του ζωή, διατηρεί το πλεονέκτημα.
Στην περίπτωση του Βελγίου, πολλοί παράγοντες ευθύνονται για το ότι το
πρόβλημα παρουσιάζει οξύτερη μορφή – αν και δεν δικαιολογούν το γεγονός
της επί μακρόν υποτίμησής του.
Βελγικά διαβατήρια είχαν οι δύο δράστες της δολοφονίας στο Αφγανιστάν
του ηγέτη της αντιπολίτευσης στους Ταλιμπάν, Αχμάντ Σαχ Μασούντ, την
προπαραμονή των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Βελγίδα προσήλυτη
στο Ισλάμ ήταν η πρώτη Ευρωπαία βομβίστρια αυτοκτονίας στο Ιράκ το 2005.
Βέλγοι υπήκοοι ήταν οι πρωταγωνιστές της θανάσιμης ανταλλαγής
πυροβολισμών στο Βερβιέ, στον άμεσο απόηχο της επίθεσης στο Charlie Hebdo
τον Ιανουάριο του 2015 όπως και ο επίδοξος βομβιστής της αμαξοστοιχίας
Thalys το περασμένο καλοκαίρι. Υπολογίζεται ότι το Βέλγιο έχει τη
μεγαλύτερη αναλογία στρατευθέντων στο Ισλαμικό Κράτος προς τον γενικό
πληθυσμό: τουλάχιστον 450 (εκ των οποίων πάνω από 80 έχουν σκοτωθεί σε
μάχες στη Συρία), σε σύνολο 11 εκατ. κατοίκων, με μια μουσουλμανική
κοινότητα σχεδόν μισού εκατομμυρίου ανθρώπων.
Η πολυπλοκότητα του βελγικού πολιτικού και διοικητικού τοπίου, όπου οι
διαφωνίες Φλαμανδών και Βαλλώνων έχουν αφήσει τη χώρα έως και 11 μήνες
χωρίς ψηφισμένη κυβέρνηση και όπου οι υπηρεσίες κατακερματίζονται σε
τρεις συνιστώσες κοινότητες και τρεις ομόσπονδες περιοχές, μόνο εν μέρει
εξηγεί την αναποτελεσματικότητα των βελγικών αρχών.
Περισσότερο κρίσιμη αποδεικνύεται η ουσιαστική αδιαφορία για το τι
εκτυλίσσεται σε έναν ιδιόμορφο μη ενσωματώσιμο "υπόκοσμο” που
αναπτύσσεται στο περιθώριο της βελγικής κοινωνίας, όπως δείχνει το
παράδειγμα του δήμου Μόλενμπεκ των 90.000 κατοίκων.
Το προφίλ των στρατολογούμενων στις τάξεις των τζιχαντιστών (τόσο στο Βέλγιο,
όσο και στη Γαλλία) είναι πλέον γνωστό και μικρή σχέση έχει με τη
θρησκευτικότητα και την οργανωμένη ζωή της μουσουλμανικής κοινότητας.
Περισσότερο έχει να κάνει με δίκτυα μιας μηδενιστικής νεολαιίστικης
οργής που ακολουθεί τους δρόμους τις μικροπαραβατικότητας και τους
κανόνες μιας συμμορίας.
Έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που παραθέτει ο Jason Burke στον
Guardian διαπιστώνει ότι:
Tο 75% των στρατολογήσεων πραγματοποιείται από
φίλους συνομηλίκους, το 20% από μέλη της ίδιας οικογένειας και μόλις το
5% σε τζάμιά, όπου πολλοί από τους μετέπειτα τζιχαντιστές δεν σύχναζαν ποτέ.
Όχι ότι χώροι λατρείας, επίσημοι ή αυτοσχέδιοι, δεν έχουν μετατραπεί σε εστίες διάδοσης του πιο μισαλλόδοξου ουαχαμπισμού, όμως και επ' αυτού η "αμεριμνησία” των βελγικών αρχών ήταν χαρακτηριστική. Ίσως γιατί οι ουαχαμπιστές ιεροκήρυκες χρηματοδοτούνται, μέσω του Μεγάλου Τεμένους των Βρυξελλών, από την "ανέγγιχτη από τη Δύση” Σαουδική Αραβία. Ο δε κατακερματισμός της μουσουλμανικής κοινότητας του Βελγίου σε μη συνεργαζόμενες (μεταξύ τους ή με την κυβέρνηση) ενώσεις διευκολύνει αυτού του τύπου τη διείσδυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου