Του Σωτήρη Σέρμπου
Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Δεν είναι ευχάριστα και διόλου εύπεπτα
τα όσα εξαιρετικά σύντομα και περιεκτικά επιχειρεί να περιγράψει ο
συντάκτης του άρθρου. Ψυχραιμία λοιπόν, διότι (δυστυχώς) υπάρχει και
αυτός ο καταραμένος ρόλος για όσους από εμάς ασχολούμαστε με τη διεθνή
πολιτική. Τις περισσότερες φορές το μεγαλύτερο λάθος αλλά και η
μεγαλύτερη πρόκληση είναι η προσπάθεια σύλληψης και προσδιορισμού του
μέλλοντος με τη ματιά και την οπτική του παρόντος.
Με την «παλαιομοδίτικη» γεωπολιτική να επιστρέφει δυναμικά από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, η δημοσιογραφική καταγραφή μεμονωμένων γεγονότων κάθε άλλο παρά αρκεί για να κατανοήσουμε τις δυναμικές που αναπτύσσονται ως απόρροια της σύγκρουσης των δυνάμεων της αλλαγής με τις δυνάμεις της συνέχειας. Άλλωστε, χωρίς να αντιληφθούμε τη «μεγάλη εικόνα» είναι ανέφικτο να αξιολογήσουμε ορθά τις περιφερειακές της διαθλάσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση, τόσο η μελέτη της γεωπολιτικής όσο και η ανάλυση της εξωτερικής πολιτικής το λιγότερο απαιτούν μια ψύχραιμη και ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας.
Με βάση το παραπάνω πλαίσιο ανάλυσης, τίποτα δεν παραμένει ίδιο από τη στιγμή που ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama, κατά τη διάρκεια της 2ης θητείας του στον Λευκό Οίκο, εγκαινίασε τη νέα γεωπολιτική στρατηγική των ΗΠΑ.
Εν πολλοίς, πρόκειται για μια διαφοροποιημένη στρατηγική που πλέον προωθεί (επιστρέφοντας στην ψυχροπολεμική περίοδο 1945-89) την επίτευξη μιας ισορροπίας δυνάμεων ανά παγκόσμια περιφέρεια, έχοντας αποδεχθεί (μετά τον George W. Bush) πως η πολιτική της μιας υπερδύναμης ή αλλιώς της μονoκρατορίας με άμεσες στρατιωτικές και οικονομικές επεμβάσεις ανά την υφήλιο την ξεπερνάει.
Ειδικότερα, η υπερεπέκταση των ΗΠΑ σε πολλά μέτωπα, η αμερικανική κρίση χρέους και τέλος οι μεγάλες απώλειες που κατέγραψε η εσφαλμένη πολιτική στο Ιράκ αποτελούν ουσιώδεις παράγοντες που συνετέλεσαν στην προαναφερθείσα αλλαγή πλεύσης. Κι αν ο Καβάφης αναρωτηθεί «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις», η απάντηση είναι πως η Αμερική επιθυμεί να εξακολουθεί να παρεμβαίνει και να ασκεί την επιρροή της, λειτουργώντας όμως ως εξωτερικός εξισορροπιστής και χωρίς να συμμετέχει άμεσα μέσω της ανάληψης στρατιωτικής δράσης σε περιοχές συγκρούσεων.
Ο χρονισμός υπαγορεύθηκε και από μία επιπλέον ανάγκη που επέβαλε η προοδευτική στροφή των ΗΠΑ προς την περιοχή Ασίας - Ειρηνικού με στόχο τη στρατηγική εξισορρόπηση της Κίνας. Πιο απλά, είναι έκδηλη η ανάγκη επίτευξης μίας πιο στενής και ευνοϊκότερης γεωπολιτικής συνεννόησης με την Κίνα, σε περιφερειακά ζητήματα ασφάλειας με παγκόσμιες επιπτώσεις. Μειώνοντας τη στρατιωτική της παρουσία στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, η αμερικανική κυβέρνηση, με το βλέμμα της στραμμένο προς την Κίνα, συνεχίζει να προλειαίνει το έδαφος για το άλμα της προς την Ασία, με στόχο να είναι οι ΗΠΑ εκείνες που θα αποτελέσουν τον κύριο μεσάζωντα - διαμεσολαβητή στις εξωτερικές σχέσεις του Πεκίνου. Μέσω αυτής της στρατηγικής, η Αμερική προσβλέπει στη διαφύλαξη του δικτύου των κύριων συμμάχων της στην περιοχή, στην προβολή της ικανότητας - ετοιμότητα της για ενδεχόμενη στρατιωτική δράση και πάνω απ’ όλα στην αποφυγή ανάπτυξης φυγόκεντρων τάσεων που θα ανατρέψουν την ασιατική ισορροπία δυνάμεων (οδηγώντας σε λιγότερο συνεργατικές πολιτικές ως συνέπεια των σφαιρών επιρροής που θα προλάβει να σφυρηλατήσει η Κίνα).
Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει για τον αναγνώστη είναι πως σχετίζονται όλα αυτά με την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή.
Για εμάς τους διεθνολόγους, η περιοχή δυστυχώς αποτελεί ένα ζωντανό και όχι πειραματικό γεωπολιτικό εργαστήριο, όπου οι μεγάλες δυνάμεις δοκιμάζουν και ελέγχουν η μία τις διαθέσεις της άλλης. Ως εκ τουτου, τα όσα διαδραματίζονται στη Συρία αλλά και στο Ιράκ αποτελούν έναν στραμμένο στο μέλλον γεωπολιτικό δείκτη προοπτικού σχεδιασμού για όσα πρόκειται να συμβούν ή και έχουν ξεκινήσει να συμβαίνουν και σε άλλες γεωγραφικές ζώνες του διεθνούς συστήματος (Ευρώπη μέσω Ουκρανίας, Ασία - Ειρηνικός μέσω Κίνας).
Όσο παράδοξο κι αν διαβάζεται, το τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή δεν είναι ανεξάρτητο από το τι συμβαίνει στην Ουκρανία και το ανάποδο . Με τη γεωπολιτική να διέπεται από μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και με τους Αμερικανούς να προκρίνουν την ισορροπία δυνάμεων έναντι της μονοκρατορίας, η μετατόπιση διαθέσιμων πόρων στο πλαίσιο της αμερικανικής στρατηγικής εξισορρόπησης στην Ασία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον αποτελεσματικο συντονισμό μιας σειράς συμμαχιών στο κάθε άλλο παρά ευθύγραμμο περιβάλλον ασφάλειας της Μέσης Ανατολής.
Πολύ συνοπτικά, μετά τα τραγικά αποτελέσματα της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ το 2003, στο πλαίσιο της προσπάθειας επί προεδρίας Obama για την επίτευξη μιας επαναπροσδιοριζόμενης και ει δυνατόν λειτουργικής ισορροπίας δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, η αλλαγή των «κανόνων του παιχνιδιού» εκ μέρους της Ουάσινγκτον, ώστε να διαχειριστεί τόσο τις διενέξεις και τους ανταγωνισμούς σε περιφερειακό επίπεδο, όσο και τις επενέργειες διάχυσης που προκαλεί ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, υπέδειξαν την αναγκαιότητα επανεκτίμησης του στρατηγικού περιβάλλοντος ασφάλειας της Μέσης Ανατολής.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, για πρώτη φορά προσεγγίστηκαν δύο μη-αραβικές μουσουλμανικές χώρες, το σιιτικό Ιράν και η σουνιτική Τουρκία:
Ξεκινώντας από την αποφυγή μιας πορείας αποδόμησης και προοδευτικής κατάρρευσης του Ιράκ και με γνώμονα τη διατήρηση της περιφερειακής ισορροπίας δυνάμεων, η αμερικανική στρατηγική περιέλαβε τη δέσμευση του Ιράν σε μία πορεία εποικοδομητικής επαναπροσέγγισης με τις ΗΠΑ, εξουσιοδοτώντας την ταυτόχρονη ενίσχυση της Άγκυρας ως αντίβαρο στην αυξανόμενη περιφερειακή επιρροή της Τεχεράνης. Ξεδιπλώνοντας μια διττή στρατηγική ενδυνάμωσης και ανάσχεσης, η οποία δεν περιλαμβάνει την απευθείας εμπλοκή εκ μέρους της Ουάσινγκτον, οι ΗΠΑ εχουν στόχο να αποτρέψουν την υπέρμετρη ισχυροποίηση των δύο χωρών αξιοποιώντας τον «σκληρό» ανταγωνισμό στον χώρο της ιρακινής και συριακής επικράτειας αλλά και το κουρδικό ζήτημα (μέσω της οριζόντιας παρουσίας του σε Συρία, Τουρκία, Ιράκ και Ιράν), προκειμένου Άγκυρα και Τεχεράνη να ελέγχουν η μία την άλλη. Τέλος, ας μη λησμονείται και ο ρόλος της Ρωσίας, η οποία συνέβαλε στην προσέγγιση ΗΠΑ - Ιράν, έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρώσει ρόλο στην επόμενη ημέρα της συριακής κρίσης. Από την άλλη πλευρά, η επιδείνωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων εξυπηρετεί τους αμερικανικούς και νατοϊκούς σχεδιασμούς, τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στη γεωπολιτικά και επιχειρησιακά αναβαθμισμένη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας (βλ. Ουκρανία).
Όπως ήταν φυσικό, η αλλαγή πολιτικής εκ μέρους της Αμερικής προκάλεσε αστάθεια που υποτίθεται πως θα είναι πρόσκαιρη μέχρι την επικράτηση της νέας ισορροπίας στην περιοχή. Αυτό που απωθείται είναι το γεγονός ότι για παράδειγμα η Συρία και το Ιράκ θα παραμείνουν περιοχές μόνιμης αστάθειας και αποκλεισμού των κατοίκων τους ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Αυτό, όπως παλαιότερα στο Λίβανο, θα συμβεί επειδή οι συγκεκριμένες περιοχές θα αποτελέσουν ζώνες πάλης για επιρροή αλλά και αποφυγή απευθείας σύγκρουσης μεταξύ των αντιτιθέμενων δυνάμεων (Ιράν, Τουρκία, Σαουδική Αραβία) που θα δημιουργήσουν την πολυπόθητη νέα ισορροπία δυνάμεων.
Άρα, επιστρέφοντας στην αρχική υπόθεση εργασίας, για να έχεις ισορροπία δυνάμεων, προϋπόθεση είναι να υπάρχει μια ουδέτερη ζώνη (buffer zone) όπου οι ισχυροί κρατικοί δρώντες - παίκτες θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Υπό το πρίσμα αυτού του ανταγωνισμού δημιουργούνται μηχανισμοί ελέγχου καθώς και αντίβαρα εξισορρόπησης και εξουδετέρωσης εκ μέρους των ΗΠΑ. Αν πάλι πάψει να υφίσταται η ουδέτερη ζώνη, υπάρχει ο κίνδυνος οι δυνάμεις με συγκρουόμενα συμφέροντα να αναμετρηθούν μεταξύ τους. Αν όλα πάνε καλά και δεν υπάρξουν ατυχήματα, η αστάθεια της περιοχής αποτελεί τμήμα της σταθερότητας που προοπτικά θα οικοδομήσει η νέα ισορροπία δυνάμεων. Η παρουσία του ISIL/Daesh στην περιοχή αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα που για διαφορετικούς λόγους εξυπηρετεί τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των μεγάλων παικτών εντός και εκτός της περιοχής.
Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα αναμφίβολα δύσκολο εγχείρημα με σοβαρές επιπτώσεις και για την Ευρώπη, η οποία από πέρυσι υφίσταται ισχυρές πιέσεις εκ μέρους των Αμερικανών για επιμερισμό του κόστους ως προς τους πρόσφυγες σε πρώτο χρόνο (η στροφή πολιτικής της Γερμανίδας Καγκελαρίου σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα αποτέλεσε ένα ξεκάθαρο παράδειγμα) αλλά και με άλλες παρεμβάσεις επιχειρησιακού χαρακτήρα μεταγενέστερα.
Θα πρέπει να είναι πλέον ξεκάθαρο το μήνυμα προς τους Ευρωπαίους ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν η Ευρώπη να προετοιμάζεται ώστε να αναλάβει επιπλέον καθήκοντα στη Μέση Ανατολή.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία ερμηνεύει τις τρέχουσες εξελίξεις ως αναβάθμιση του ρόλου της έναντι της Ε.Ε., θεωρώντας πως οι Ευρωπαίοι θα την αξιοποιήσουν ως προπύργιο μιας ενεργότερης εμπλοκής τους στην ευρύτερη περιοχή. Το λοιπόν, ο κύβος ερρίφθη για την Ε.Ε. Πόσω μάλλον για την Ελλάδα…
Σημείωση: Λαμβάνοντας υπόψη το συνεχιζόμενο έλλειμμα προσοχής και ρεαλιστικής αξιολόγησης των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων, η ελληνική κυβέρνηση κάθε άλλο παρά έχει προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση του κεφαλαιώδους ζητήματος στρατηγικής προσαρμογής της χώρας, μέσω της επίτευξης μιας νέας ισορροπίας μεταξύ μέσων και στόχων στην εξωτερική της πολιτική. Τουναντίον, οι αδάμαστες ιδεολογικές της αγκυλώσεις και η επίμονη αλλοίωση της εξωτερικής πραγματικότητας, προκειμένου να σιτιστεί ο αδηφάγος λαϊκισμός της, οδηγούν σε ενέργειες που εξακολουθούν να εκθέτουν την Ελληνική Δημοκρατία στους κινδύνους που συνεπάγεται η εφαρμογή μιας εν πολλοίς ανακόλουθης, άρρυθμης και ασυνάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Επιβεβαιώνοντας τη διαχρονική αξία της παρατήρησης του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Dean Acheson (1949-53), ο οποίος και ανέφερε με μια σχετική υπερβολή: «Το 80% της δουλειάς που αφορά το σκέλος της εξωτερικής πολιτικής σχετίζεται με τη διαχείριση της δυνατότητας που έχει η κάθε χώρα στο εσωτερικό της προκειμένου να διαμορφώσει μια πολιτική». Ο νοών… νοείτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου