Γράφει η Κωνσταντίνα Δ. Καρακώστα
Διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο Φραντς Κάφκα στο έργο του «Η Δίκη» υποστήριξε ότι: «Ο δρόμος της
αλήθειας περνάει πάνω από ένα σχοινί, που δεν είναι τεντωμένο σε μεγάλο
ύψος, αλλά ακριβώς λίγο πιο πάνω από τη γη. Φαίνεται περισσότερο να
προορίζεται να σκοντάφτουν οι άνθρωποι, παρά να βαδίζουν πάνω σε αυτό».
Σθεναροί υπέρμαχοι αλλά και φανατικοί πολέμιοι του στοχασμού του Κάφκα
μάλλον θα συμφωνούσαν εν προκειμένω ότι την τελευταία πενταετία η
ελληνική κοινωνία επιβεβαιώνει διαρκώς τη δυσκολία της να βρει και να
βαδίσει τον «δρόμο της αλήθειας» χωρίς να σκοντάφτει. Συνεχείς ανατροπές
του πολιτικού σκηνικού της χώρας, αλλαγές των κυβερνητικών σχηματισμών,
αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικών κυβερνήσεων, άνοδος της ακροδεξιάς
και κυβερνητική συμπόρευση δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών
συνδυασμών προκλήθηκαν στο όραμα της «αποκατάστασης» του ιδεώδους της
αλήθειας.
Κι ενώ η αλήθεια αναζητήθηκε από όλους τόσο πεισματικά σαν τον «μεσσία»
που θα μπορούσε να απαλλάξει τη χώρα από τα δεινά των περασμένων ετών
και να την οδηγήσει σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον, εκείνο που επίμονα
αποδεικνυόταν καθημερινά ήταν η πραγματολογική αναντιστοιχία μεταξύ
πολιτικού λόγου και πολιτικής πραγματικότητας. Οι πολιτικοί, δηλαδή,
εξακολουθούσαν όλο αυτό το διάστημα να επιδίδονται σε μια πλειοδοσία
κατηγορηματικών δεσμεύσεων και το εκλογικό κοινό εμφανιζόταν έτοιμο να
δεχθεί άλλη μία ευφάνταστη ιστορία που θα ολοκληρωνόταν με ένα αίσιο
τέλος. Οταν κάποτε οι ευαγγελιζόμενες «προφητείες» αποδεικνύονταν
«μύθοι», ο δημόσιος λόγος φορτιζόταν με λεκτικά σχήματα τα οποία
εξέφραζαν την έντονη αποστροφή της κοινωνίας απέναντι στον πολιτικό
κόσμο. Προδότες, δωσίλογοι, γερμανοτσολιάδες, ψεύτες και υποκριτές ήταν
οι πλέον συνηθισμένοι χαρακτηρισμοί που αποδόθηκαν στους Ελληνες
πολιτικούς από τους μέχρι πρότινος ψηφοφόρους τους.
Η υπογραφή των
μνημονίων, των μεσοπρόθεσμων πλαισίων, των εφαρμοστικών νόμων και των
προαπαιτούμενων μέτρων από όλες τις κυβερνήσεις της τελευταίας
πενταετίας απέδειξε περίτρανα πως σε κάθε περίπτωση η στομφώδης
προεκλογική υποσχεσεολογία ακροβατούσε κάθε φορά μεταξύ ενσυνείδητου και
ασυνείδητου ψεύδους.
Σε αυτήν λοιπόν την ακροβασία, η κατάσταση του ενσυνείδητου ψεύδους παρουσιάζεται εξαιρετικά εύκολη ως προς την προσέγγιση και την κατανόησή της. Εν προκειμένω, ο πολιτικός λόγος, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών προς το εκλογικό κοινό, συγκροτήθηκε μέσα από ιδιαίτερα γλωσσικά τεχνάσματα και επικοινωνιακά στοχευμένα μηνύματα με σκοπό την εκλογική νίκη, αδιαφορώντας πλήρως για τη δυνατότητα πραγμάτωσης των διαβεβαιώσεών του. Ιστορικές παρακαταθήκες, πατριδολατρία, ξεχασμένα –έως πρότινος– πολεμικά χρέη, ακόμη και μουσικοχορευτικές υποσχέσεις ανακλήθηκαν από τους πολιτικούς στη δημόσια σφαίρα προκειμένου να επιτύχουν την εκούσια πειθώ των ψηφοφόρων. Οσο για τους τελευταίους, αυτοί αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο να καταφέρουν να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση ανάμεσα στον ρεαλισμό ενός δημοσιονομικού προβλήματος και στο συναίσθημα που προκύπτει από τη βίαιη αλλαγή της καθημερινότητάς τους.
Σε αυτήν λοιπόν την ακροβασία, η κατάσταση του ενσυνείδητου ψεύδους παρουσιάζεται εξαιρετικά εύκολη ως προς την προσέγγιση και την κατανόησή της. Εν προκειμένω, ο πολιτικός λόγος, ο δημόσιος λόγος των πολιτικών προς το εκλογικό κοινό, συγκροτήθηκε μέσα από ιδιαίτερα γλωσσικά τεχνάσματα και επικοινωνιακά στοχευμένα μηνύματα με σκοπό την εκλογική νίκη, αδιαφορώντας πλήρως για τη δυνατότητα πραγμάτωσης των διαβεβαιώσεών του. Ιστορικές παρακαταθήκες, πατριδολατρία, ξεχασμένα –έως πρότινος– πολεμικά χρέη, ακόμη και μουσικοχορευτικές υποσχέσεις ανακλήθηκαν από τους πολιτικούς στη δημόσια σφαίρα προκειμένου να επιτύχουν την εκούσια πειθώ των ψηφοφόρων. Οσο για τους τελευταίους, αυτοί αποδείχθηκαν εξαιρετικά ευάλωτοι στο να καταφέρουν να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως σύνδεση ανάμεσα στον ρεαλισμό ενός δημοσιονομικού προβλήματος και στο συναίσθημα που προκύπτει από τη βίαιη αλλαγή της καθημερινότητάς τους.
Εκεί όμως που η κατάσταση φάνηκε να περιπλέκεται πραγματικά το
τελευταίο διάστημα ήταν στην περίπτωση του ασυνείδητου ψεύδους. Οταν
δηλαδή ο δημόσιος πολιτικός λόγος προσπάθησε, και πέτυχε τελικά, να
επικοινωνήσει πως όλα όσα υποσχόταν προέρχονταν από μια ειλικρινή και
άδολη ανθρωποκεντρική πολιτική βούληση, η οποία ήταν απόλυτα εφικτή στην
πραγμάτωσή της. Το ποθητό ιδανικό της εξόδου από την κρίση φάνταζε τότε
πιο κοντά από ποτέ και οι πολιτικοί εκφραστές του αναδεικνύονταν ως
«σωτήρες» που βρίσκονταν εκ διαμέτρου απέναντι από τους «προδότες»
προκατόχους τους. Εδώ λοιπόν, σε αυτό ακριβώς το σημείο εμφανίζεται το
στοιχείο της μυθοπλασίας. Οπως πολύ εύκολα προκύπτει νοηματοδοτικά, η
έννοια της μυθοπλασίας παραπέμπει στην επινόηση μύθων. Εκείνο ωστόσο που
την καθιστά ουσιαστικά επικίνδυνη είναι το γεγονός ότι η μυθοπλασία
παραπέμπει σε μια ψευδή κατάσταση που δεν είναι αντιληπτή ούτε από το
ίδιο το υποκείμενο που την υποστηρίζει. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα
ενσυνείδητο ψέμα που λέγεται σκόπιμα για να κοροϊδέψει κάποιον, αλλά για
ένα ψέμα το οποίο ασυνείδητα το πιστεύει αυτός που το επινόησε. Και
στην περίπτωση της Ελλάδας, υπήρξαν πολιτικοί που πίστεψαν ότι ήταν
πραγματικά δυνατή η εφαρμογή των ιδεολογικών προγραμμάτων τους, την ίδια
στιγμή που η διεθνής πολιτική και οικονομική πραγματικότητα δεν άφηνε
και πολλά περιθώρια ρεαλιστικής επιβεβαίωσης.
Η κοινωνία
Η ελληνική κοινωνία από την άλλη πλευρά, έχοντας υποστεί ένα άνευ
προηγουμένου οικονομικό και συναισθηματικό πλήγμα, δέχθηκε ασμένως τη
μυθοπλασία των πολιτικών της, καθώς αυτή ήταν που τη βοηθούσε να αντέξει
τη σκληρή καθημερινότητά της. Και είναι πράγματι εξαιρετικά ανθρώπινο
να επιστρατεύει κανείς τους μηχανισμούς της άμυνάς του προκειμένου να
αποφύγει την επώδυνη αλήθεια. Είναι ανθρώπινο δηλαδή, επηρεασμένος
κάποιος από το αίσθημα του κινδύνου, να καταβάλει προσπάθεια να κρυφτεί
από την πραγματικότητα και να δημιουργήσει μια άλλη, πιο οικεία, έτσι
όπως αυτός την επιθυμεί για να υπάρξει άνετα μέσα σε αυτή. Στο τέλος,
βέβαια, η επιθυμία του ατόμου γίνεται τόσο αποπροσανατολιστική, που το
οδηγεί στο να πιστεύει ότι αυτή η πλασματική πραγματικότητα είναι η μόνη
αληθινή.
Σε μια προσπάθεια δηλαδή κατανόησης της συμπεριφοράς του ελληνικού
εκλογικού σώματος πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι ο «μύθος», έτσι όπως
καλλιεργείται στο πολιτικό περιβάλλον, διαθέτει περισσότερο έναν
ιδεολογικό και όχι τόσο έναν φανταστικό χαρακτήρα:
Δεν είναι δηλαδή το
αποκύημα μιας νοσηρής φαντασίας, αλλά η απώτερη ανάγκη επιβεβαίωσης μιας
καθολικά αποδεκτής παραδοχής. Μιας παραδοχής που δεν φέρει απολύτως
κανένα στοιχείο που να μπορεί να εξασφαλίζει τη ρεαλιστική εφαρμογή της
στο ευρύτερο περιβάλλον, διαθέτει όμως μια άρρηκτη και συμπαγή κοινωνική
δυναμική. Στο τέλος, εκείνο που συμβαίνει είναι η οδυνηρή απόδειξη ότι ο
μύθος μπορεί να συγκινεί, να εξάπτει, αλλά δεν μπορεί να πραγματοποιεί
τα όσα πλασματικά κατασκεύασε.
Στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων ετών, εκείνο που συνέβη
ήταν μια ατελής ακροβασία ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό σε
μια προσπάθεια αναπλαισίωσης και επανανοηματοδότησης του πολιτικού
σκηνικού της χώρας. Η καταγγελία των μνημονίων έγινε θεωρητικά από όλους
τους κομματικούς χώρους, στην πράξη όμως η ρήξη με το ευρωπαϊκό
περιβάλλον αποδεικνυόταν διαρκώς δύσκολη ως προς τη διαχείρισή της. Ο
πολιτικός κόσμος της χώρας συγκρούστηκε και ιδεολογίες αμφισβητήθηκαν
στη βάση του δίπολου «αλήθειας-ψέματος».
Εκείνο που τελικά φαίνεται να
αποδεικνύεται έπειτα από όλα αυτά είναι ότι οι έννοιες της αλήθειας και
του ψέματος είναι εξαιρετικά ελαστικές.
Οι ψηφοφόροι αναγιγνώσκουν
διαφορετικά τα ίδια γεγονότα, ανάλογα με τις ιδεολογικές τους καταβολές,
ενώ η απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει με την έννοια που τη συναντούμε στις
εφαρμοσμένες επιστήμες. Και η ευμετάβλητη ελληνική πολιτική σκηνή
τεκμηρίωσε πως το ψέμα, ασυνείδητο ή ενσυνείδητο, διαδραμάτισε
σημαίνοντα ρόλο στις εκλογικές αποφάσεις, εξαιτίας του διαφορετικού
τρόπου με τον οποίο διαπερνούσε κάθε φορά την ελληνική κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου