Σε
αποθήκη συγκράτησης των μεταναστευτικών ροών, που από το έδαφος της
Τουρκίας και από κάθε, πια, προορισμό κατευθύνονται στην Ευρώπη,
μετατρέπεται η Ελλάδα, η οποία πλέον είναι έρμαιο των διαθέσεων της
Τουρκίας και των Ευρωπαίων, που, παρά τα μεγάλα λόγια, κάθε άλλο παρά
πρόθυμοι είναι να συμμετάσχουν σε μια γενναία διαδικασία μετεγκατάστασης
προσφύγων στο έδαφός τους.
Η ελληνική κυβέρνηση αδράνησε σε ένα κρίσιμο
διάστημα κατά τους πρώτους μήνες της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ,
όταν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία για τις διαστάσεις που θα έπαιρνε το
πρόβλημα, λόγω και του πολέμου στη Συρία αλλά και της προσπάθειας της
Τουρκίας να πιέσει την ΕΕ τόσο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις όσο και για
την επίτευξη των δικών της στόχων στο Συριακό.
Έτσι, η πολιτική ανοικτών θυρών έδωσε το γενικό σύνθημα όχι μόνο στους πρόσφυγες από τη Συρία (που θα πρέπει όμως να θεωρούνται πρόσφυγες όσο βρίσκονται στα στρατόπεδα στα σύνορα της Τουρκίας με τη Συρία) αλλά και σε όλες τις χώρες αφετηρίας των μεταναστών, από το Πακιστάν μέχρι το Μαρόκο, ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την είσοδο προς την Ευρώπη.
Τώρα πλέον η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με ένα χειροπιαστό πρόβλημα που
διαρκώς επιδεινώνεται, με τα Σκόπια αλλά και τις χώρες της Κεντρικής
Ευρώπης να έχουν κλείσει τα σύνορά τους και την ΕΕ να συζητά για το πώς
θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα μετεγκατάστασης, από ποιες χώρες και σε τι
αριθμούς…
Ο κ. Τσίπρας στην προηγούμενη Σύνοδο Κορυφής υποχρεώθηκε να δεχθεί αυτό
το πλαίσιο για τα hotspots και τους χώρους υποδοχής και φιλοξενίας
«τουλάχιστον» 50.000 ανθρώπων, έναντι της ασαφούς δέσμευσης για
απορρόφηση του μεγαλύτερου αριθμού των υπολοίπων από τις ευρωπαϊκές
χώρες.
Οι αντιδράσεις όμως της κοινής γνώμης στα περισσότερα κράτη-μέλη έχει
οδηγήσει σε παράλυση το σύστημα αυτό, καθώς μόλις 100 πρόσφυγες έχουν
μετεγκατασταθεί, ενώ καθημερινά φθάνουν χιλιάδες και προστίθενται στον
άγνωστο αριθμό προσφύγων και μεταναστών που βρίσκονται στο ελληνικό
έδαφος.
Η κυβέρνηση καθυστέρησε σημαντικά στην υλοποίηση των δεσμεύσεων που
ανέλαβε, με αποτέλεσμα να βρίσκουν το πρόσχημα οι εταίροι να καθυστερούν
το πρόγραμμα μετεγκατάστασης και συγχρόνως, εκβιαστικά μάλιστα, να
επαναφέρουν θέμα Σένγκεν, τονίζοντας ότι χωρίς την ασφαλή φύλαξη των
εξωτερικών συνόρων και χωρίς πλήρη καταγραφή όσων φθάνουν στο έδαφος της
Σένγκεν αυτή θα καταρρεύσει.
Συγχρόνως όμως η κυβέρνηση αποδέχθηκε -υπό πίεση- και τη δημιουργία
Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής και Συνοριοφυλακής, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με
την πρόταση της Κομισιόν, θα μπορεί να παρεμβαίνει ακόμη και χωρίς τη
σύμφωνη γνώμη του κράτους-μέλους εάν θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος που
απειλεί τη Συνθήκη Σένγκεν.
Αυτή η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς πέραν της απόσπασης,
ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του κράτους-μέλους, δικαιοδοσιών που
ασκούνται αποκλειστικά από το κράτος, στην περίπτωση της Ελλάδας κρύβει
σοβαρούς κινδύνους στο Αιγαίο σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Εάν η κυβέρνηση, έστω και την τελευταία στιγμή, δεν διασφαλίσει -στη διαπραγμάτευση που είναι σε εξέλιξη- ότι η οποιαδήποτε ανάληψη δράσης από τη Συνοριοφυλακή και την Ακτοφυλακή θα γίνεται εντός του αναγνωρισμένου πλαισίου τόσο των συνόρων όσο και των ζωνών αρμοδιοτήτων της χώρας, τότε ανοίγει ο δρόμος για την επιβολή των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο σε ό,τι αφορά την έρευνα και διάσωση, το FIR και τελικά την επιχειρησιακή διχοτόμηση του Αιγαίου.
Ακόμη, όμως, κι αν υπάρξουν τέτοιου είδους ρυθμίσεις, το ερώτημα είναι τι ακριβώς θα συμβεί εάν η ευρωπαϊκή δύναμη θελήσει να παρέμβει χωρίς τη συγκατάθεση της Ελλάδας ή αν, επικαλούμενη επιχειρησιακούς λόγους, επιμείνει για συμμετοχή με κάποιον τρόπο και τουρκικών δυνάμεων σε ένα είδος άτυπων κοινών (τριμερών) περιπολιών και ελέγχων.
Η Ελλάδα τότε, αμυντικά λειτουργώντας, δεν θα έχει άλλη επιλογή:
Eίτε θα
αποχωρήσει από την επιχείρηση (κάτι που θα ήταν καταστροφικό, εφόσον θα
εξελίσσεται σε περιοχή ελληνικής αρμοδιότητας) είτε θα συμμετάσχει
κανονικά αποδεχόμενη ντε φάκτο τη συνδιαχείριση με την Τουρκία.
Οι Ευρωπαίοι, θέλοντας να αποφύγουν κακοτοπιές τέτοιου είδους, επέμειναν
(και συνεχίζουν να επιμένουν - με διαφορετική, όμως, ορολογία) για τις
κοινές περιπολίες του τουρκικού και ελληνικού Λιμενικού, ικανοποιώντας
την απαίτηση και της τουρκικής πλευράς.
Η Ελλάδα και η Τουρκία, όπως ανακοινώθηκε, έχουν ξεκινήσει διάλογο σε
επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων, από το Λιμενικό μέχρι το υπουργείο
Εξωτερικών, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το υπουργείο Μετανάστευσης,
με στόχο τον καλύτερο συντονισμό…
Όμως, το μοναδικό ζήτημα που μπορεί να υπάρχει στην ατζέντα ενός τέτοιου
διαλόγου δεν είναι άλλο από την υποχρέωση της Τουρκίας να εφαρμόσει τη
συμφωνία επανεισδοχής που έχει υπογράψει και με την Ελλάδα και φυσικά
την εξάρθρωση των κυκλωμάτων των διακινητών, εφόσον φυσικά δεν δρουν υπό
την ανοχή του τουρκικού κράτους, όπως επανειλημμένα έχει δημοσιευτεί.
Σε αυτό το κλίμα είναι ιδιαίτερα προβληματική η επιλογή (εκτός εάν δεν
της προσφέρθηκε άλλη επιλογή) της κυβέρνησης να εμπλακεί σε έναν
ελληνοτουρκικό διάλογο κορυφής, που -ουσιαστικά- μέσω του Προσφυγικού θα
εκτραπεί σε συζήτηση για ευαίσθητα ζητήματα του Αιγαίου.
Η Αθήνα συναίνεσε στην επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της
Τουρκίας με την προσδοκία ότι η Άγκυρα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της και
θα κλείσει τη στρόφιγγα των προσφυγικών ροών. Όμως κάτι τέτοιο δεν
έγινε και έτσι τώρα οδηγείται σε έναν διάλογο, με το «τυράκι» να είναι η
πρόταση για μετεγκατάσταση προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες απευθείας
από την Τουρκία, όπου μικρή μόνο ανακούφιση θα φέρει στην Ελλάδα (λόγω
της απροθυμίας των εταίρων να δεχθούν μεγάλους αριθμούς προσφύγων),
καθώς θα έχει να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα των παρανόμων μεταναστών,
που θα ακολουθούν τις γνωστές διαδρομές των δουλεμπόρων.
Με το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα η Τουρκία, δυστυχώς,
απέκτησε ένα ακόμη στρατηγικό πλεονέκτημα εις βάρος της χώρας μας, καθώς
αρκεί μια περαιτέρω χαλάρωση των μέτρων στην απέναντι τουρκική ακτή και
ένα τεράστιο προσφυγικό ρεύμα θα αποσταθεροποιήσει την ελληνική
κοινωνία και την ούτως ή άλλως δοκιμαζόμενη οικονομία.
Σε αυτή τη διαδικασία η Ελλάδα πρέπει να μείνει σταθερά στο «υπόστεγο»
της ευρωπαϊκής οικογενείας των «28» και να αποφύγει διμερή διάλογο με
την Τουρκία, έστω και με τη μεσολάβηση της κ. Μέρκελ. Η κυβέρνηση, όμως,
από την πλευρά της οφείλει να εγκαταλείψει ιδεοληψίες, να
αναδιαμορφώσει τις ευρωπαϊκές θέσεις για το Προσφυγικό και την Ευρωπαϊκή
Ακτοφυλακή και να αναδείξει τη στρατηγική σημασία της χώρας για τα
ευρωπαϊκά συμφέροντα και τη διαχείριση του Προσφυγικού.
Έτσι θα υπηρετήσει τα εθνικά συμφέροντα και δεν θα ολοκληρώσει την
εθνική καταστροφή, με τη μετατροπή μιας καθημαγμένης από τα Μνημόνια
Ελλάδας σε κρανίου τόπο, όπου απλώς θα προστεθούν μερικές εκατοντάδες
χιλιάδες πεινασμένοι και άστεγοι από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, σε
μια κοινωνία που έχει πλέον τους δικούς της χιλιάδες αστέγους, ανέργους
και απελπισμένους...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου