KOINΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Πολιτικός μημουαπτισμός ή η απουσία πολιτικής

Γράφει ο Ιουλιανός


Τις τελευταίες μέρες –όσο οι προθεσμίες στις οποίες η ίδια η κυβέρνηση δεσμεύτηκε προκειμένου να ψηφίσει τα προαπαιτούμενα οδεύουν προς τη λήξη τους και οι εκ των υστέρων πολιτικοί δισταγμοί μετουσιώνονται σε νομοθετική δυστοκία, όσο οι εκπρόσωποι των "Θεσμών" συρρέουν στην Αθήνα και οι τηλεδιασκέψεις και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες διαδέχονται η μια την άλλη θυμίζοντας ανάλογα στιγμιότυπα της μη διαπραγμάτευσης που δέσποσε πολιτικά στο πρώτο επτάμηνο μη διακυβέρνησης από την "Πρώτη φορά Αριστερά" για να ξεφουσκώσει, με το δημοψήφισμα και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ως τερατώδης opera buffa, ως απόδειξη του "ώδινεν όρος και έτεκεν μυν" – , όποιος επιμένει, σε πείσμα των κάκιστων αποφάσεων και των κακών οιωνών, να παραμένει ψύχραιμος παρατηρητής των εξελίξεων, διακατέχεται από ένα βαρύ, γλυφό αίσθημα déjà vu. 



Την αμέσως μετεκλογική περίοδο γίναμε μάρτυρες μιας σπασμωδικής, ασύνδετης, ασυνάρτητης, ασύνετης προσπάθειας υλοποίησης των υπεσχημένων έναντι των "Θεσμών" η οποία χαρακτηριζόταν από προτάσεις υπουργείων που υποβάλλονταν για να απορριφθούν, από αποφάσεις που λαμβάνονταν για να ακυρωθούν, από πρωτοβουλίες υπουργών ή κυβερνητικών οργάνων που αναλαμβάνονταν για να εγκαταλειφθούν κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, από νευρικότητα, σύγχυση, εναγώνια αλλά άγονη αναζήτηση "ισοδυνάμων", καθώς και από μια σταδιακή εκ νέου διολίσθηση στις παρυφές της πραγματικότητας, εκεί όπου προσωρινά, κατά τα φαινόμενα, αποθηκεύτηκε το περίφημο "παράλληλο πρόγραμμα" και όλος ο παραλογισμός που το συνόδευε απουσία πόρων, κοστολόγησης και εξωτερικής στήριξης. 



Είδαμε να επιβάλλεται και να καταργείται, προτού καν εφαρμοστεί, ο ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση. 


Είδαμε να φορολογούνται και να από-φορολογούνται εν ριπή οφθαλμού οι μικροζυθοποιίες. 


Είδαμε "προτάσεις" για ενιαίο τέλος κυκλοφορίας όλων των ΙΧ αυτοκινήτων, οι οποίες εξακολουθούν να αιωρούνται μεταξύ εφαρμογής, καταγγελίας και απόσυρσης. 


Είδαμε προτάσεις για αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων και μεταπήδηση από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι οποίες εντέλει ερρίφθησαν στην πυρά της βραχυπροθέσμως σωτηριώδους αδράνειας και αναποφασιστικότητας. 


Είδαμε τη δέσμευση "Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη" να αραιώνει και να γίνεται "λόγος υπέρ αδυνάτου". 


Είδαμε την έννοια του "αδυνάτου" να υφίσταται αλλεπάλληλες καθιζήσεις, ώστε πλέον να προκύπτει μόνον ως εκφορά αλυσιδωτών υποθετικών λόγων του μη πραγματικού. 


Είδαμε τόσα πολλά που κατέληξαν να είναι λιγότερα κι από λίγα.



Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι, η εφεκτική και βραδύνουσα στάση της παρούσας κυβέρνησης – ακόμη και αν οι χαλεποί καιροί επιτάσσουν την ανάληψη αποφασιστικής δράσης ώστε τουλάχιστον να σωθεί ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν να σωθεί – δεν αποτελεί trademark της "Πρώτη φορά Αριστεράς"


Τίποτε δεν γεννάται εκ του μηδενός. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να πιάσουμε την άκρη του νήματος της πολιτικής μας αλυσιτέλειας και να εντάξουμε τα φαινόμενα που μόλις επισημάναμε στο ευρύτερο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας – διότι ακόμη και η μη διακυβέρνηση είναι, τελικά, θέμα πολιτικής κουλτούρας.



Προ ετών, ο Αδαμάντιος Πεπελάσης αποκάλυψε το περιεχόμενο μιας παλαιάς ιδιωτικής συνομιλίας του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τότε πρωθυπουργός, όταν κλήθηκε να σχολιάσει την επισήμανση του συνεργάτη του ότι η πορεία του δημοσίου χρέους βαίνει ταχέως προς την εκτροπή και επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων, απάντησε με ακραίο πολιτικό κυνισμό: "Το ξέρω, όμως όταν σκάσει η βόμβα εγώ δεν θα ζω". 


Σας θυμίζει μήπως η απάντηση μια ανάλογη φράση του Κώστα Καραμανλή πολλά χρόνια μετά – το περίφημο "Άστο γι’ αργότερα", ενώ η κατάρρευση ήταν ήδη ορατή και ο στρουθοκαμηλισμός επελέγη συνειδητά ως η πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπιση;



Θα αναφερθώ σε ένα ακόμη περιστατικό που δείχνει τη "διαχρονικότητα" της συνειδητής "αδυναμίας" ανάληψης ευθυνών από το ελληνικό πολιτικό σύστημα: 


Tην περίφημη έκθεση Γιαννίτση-Σπράου για την ανάγκη μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, την οποία ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης απέρριψε δίχως δεύτερη σκέψη μετά πολλών επαίνων, αποκαθηλώνοντας τον υπουργό του και επιλέγοντας συνειδητά την απόκρυψη και μη αντιμετώπιση του προβλήματος.



Τέλος, ας μη λησμονούμε ότι όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου των μνημονίων επέδειξαν αξιοσημείωτη προθυμία στην επιβολή οριζόντιων μέτρων, μέτρων τα οποία δεν στόχευαν στην απάλειψη ή τον μετριασμό δομικών στρεβλώσεων της οικονομίας ή της δημόσιας διοίκησης και δεν έπλητταν οργανωμένα συμφέροντα, όμως εξίσου αξιοσημείωτη είναι η απροθυμία που επέδειξαν απέναντι σε οιαδήποτε προτροπή τρίτων, ή δέσμευση έναντι τρίτων, όσον αφορά την υλοποίηση "μεταρρυθμίσεων". Ακόμη ηχεί στα αυτιά μου το σχόλιο της Christine Lagarde μετά την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου: "Όλα θα κριθούν στην εφαρμογή".  


Για τους Έλληνες πολιτικούς, ωστόσο, όλα είχαν κριθεί στην υπογραφή. Πάντοτε τους άρεσε το "δράμα". Η "σκληρή διαπραγμάτευση" που αποδεικνύει την "αταλάντευτη αποφασιστικότητά" τους να υπερασπίσουν τα "λαϊκά συμφέροντα". Ο ηρωικός τους οίστρος ως απόρροια της μικρόνοιας και της ιδιοτέλειάς τους. Η "εφαρμογή" ήταν κάτι που ήλπιζαν ότι θα αποφύγουν ή, εν πάση περιπτώσει, ότι θα κληροδοτήσουν στους διαδόχους τους μαζί με τις "ευχές" τους για ταχεία και παταγώδη αποτυχία.



Έρχομαι λοιπόν στην κατακλείδα: 


Η διαπίστωση του Σαλλούστιου (Epistula ad Caesarem II, 1) "Faber est suae quisque fortunae" (Ο καθένας είναι δημιουργός της τύχης του) ισχύει απόλυτα και στην περίπτωσή μας. 


Ισχύει μάλιστα τόσο για τον λαό όσο και για την πολιτική του τάξη


Η πολιτική τάξη, ερμηνεύοντας με συγκεκριμένο τρόπο, άκρως κυνικό και ωφελιμιστικό, ήγουν καταχρηστικό, την ανάγκη του λαού να απαλλαγεί άμεσα από τις καταπιεστικές συνθήκες και πρακτικές του δικτατορικού καθεστώτος και να αναζητήσει "προστασία" εκεί όπου νωρίτερα διαπίστωνε στεγανά, αχρειότητα και ιδιοποίηση της "εξουσίας", επέλεξε συνειδητά να αναπτύξει εξαρτημένα ανακλαστικά μεταξύ των ψηφοφόρων, να ενθαρρύνει πελατειακές προσκολλήσεις και συντεχνιακά συμφέροντα στη βάση μιας ρητορείας περί "συνδιαχείρισης", να αποδεχθεί και να νομιμοποιήσει αυθαίρετες υλοποιήσεις συμφερόντων, να χτίσει τη "σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες" υπό το πρίσμα της νόθευσης της ίδιας της έννοιας του πολίτη ως φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και ως τελικού αποδέκτη και κριτή της όποιας πολιτικής. 



Ο συνεπακόλουθος συντεχνιασμός, ο οποίος κατέληξε, κερδίζοντας συνεχώς "πολιτικό έδαφος", να εκφυλισθεί σε απροκάλυπτο παρασιτισμό με διάφορες μορφές και εκδοχές, υπήρξε ο θεμέλιος λίθος μιας κλειστής κοινωνίας και μιας ακόμη πιο κλειστής οικονομίας. Τα πάσης φύσεως στεγανά δεν επέτρεπαν την ομαλή ροή της δημιουργικότητας, των πρωτοβουλιών, της έκφρασης του ταλέντου ή της επιδίωξης των φιλοδοξιών των εκτός νυμφώνων πολιτών. Τα "κοινωνικά φρονήματα" της δικτατορίας και της μετεμφυλιακής πολιτικής κατάστασης αντικαταστάθηκαν από τα οιονεί σεκταριστικά φρονήματα του εκάστοτε φορέα ή κατεστημένων συμφερόντων. 



Συνέβη στην κοινωνία μας και στην οικονομία μας κάτι παρόμοιο με την αρτηριοσκλήρωση στον ανθρώπινο οργανισμό. Κατορθώσαμε να γεράσουμε πριν της ώρας μας. 


Να βολευτούμε με την ακινησία μας. 


Να απολαμβάνουμε την αναπηρία μας. 


Να μισούμε το ρίσκο, την προσπάθεια. 


Να ζούμε με τα φάρμακα και τις θεραπείες μας. 


Να αρκούμαστε σ’ αυτό. 


Να μη θέλουμε να δοκιμάσουμε τίποτε άλλο. 


Να μη θέλουμε ν’ ακούσουμε λέξη που να επισημαίνει, να επιτιμά ή να μέμφεται τις "επιλογές" μας, τα "δικαιώματά" μας. 


Να "προτιμούμε" τις οριζόντιες περικοπές και επιβαρύνσεις από την αναζήτηση και θεραπεία των συγκεκριμένων αιτίων της κατάντιας μας. 


Να προτιμούμε τις "δόσεις" από την αυτενέργεια για την εξάχνωση των ελλειμμάτων. 


Να προτιμούμε τη μη πολιτική από την πολιτική. Τα γονατογραφήματα από τα προγράμαμτα. 


Το "βλέποντας και κάνοντας" από το προνοείν και το σχεδιάζειν. Τα συνθήματα από την αποτελεσματικότητα. Τη γηπεδικού και οπαδικού τύπου εκτόνωση από τη δημιουργική ανάταση. Το σήμερα από το αύριο. Τον εαυτό μας από τους άλλους. 



Ναι, η τραγική κατάληξη μιας κοινωνίας που σύρεται πλέον ως θεατής της διαχείρισης της τύχης της από τρίτους, ως μάρτυρας και ως πειραματόζωο εγχειρημάτων προσαρμογής τα οποία υφίσταται εν πλήρει ασυναισθησία, ως αρειμάνιος υπερασπιστής συμφερόντων που έχουν απολέσει την ίδια την υλική τους βάση, ως σκιαμάχος του μέλλοντος και ημιθανές υποζύγιο του ασήκωτου παρελθόντος, επιβεβαιώνει με τον πιο οδυνηρό τρόπο την αλήθεια της ρήσης του Σαλλούστιου "Faber est suae quisque fortunae". 


Το "μη μου άπτου" δεν συνιστά πολιτική πρόταση ούτε πολιτική πρακτική. Καλύπτει απλώς τον χώρο από τον οποίο απουσιάζει η πολιτική...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου