Πριν από καμιά εικοσαριά
χρόνια έγραφα σε ένα αρθρίδιο ότι η ανεπιθύμητη σεξουαλική προσέγγιση
έχει νομική έννοια μόνον όταν τίθεται ζήτημα βίας ή εξουσίας: ότι δηλαδή
είναι κολάσιμη πράξη σε περιπτώσεις που το αντικείμενό της –το «θύμα»–
απειλείται με τιμωρία, όπως απόλυση από την εργασία ή βιασμό.
Οι
αντιδράσεις του αναγνωστικού («παραναγνωστικού») κοινού σ’ εκείνο το
άρθρο ήταν, ως συνήθως, έξαλλες – ωστόσο, θα επαναλάβω την παλιά μου
γνώμη.
Η εγγύτητα με ξένα πρόσωπα, η υπέρβαση των ορίων
(σώματος, χώρου κτλ), αν δεν αποτελεί επιλογή μας, είναι πάντοτε
δυσάρεστη. Πρέπει να τίθεται ένα όριο νομικής και ηθικής φύσεως: για
παράδειγμα, στους χώρους εργασίας, όπου στις δυτικές χώρες ισχύει ο
νόμος εναντίον των διακρίσεων φύλου, απαγορεύεται η μονομερής σεξουαλική
προσέγγιση και φυσικά η απαίτηση ανταπόκρισης με ανταλλάγματα
(«χατίρια», αύξηση μισθού, αποφυγή απόλυσης κτλ). Είναι αυτονόητο ότι
οποιαδήποτε πράξη μεταξύ ενηλίκων χωρίς τη συναίνεση αμφοτέρων αποτελεί
παραβίαση σε ηθικό και νομικό επίπεδο. Το πρόβλημα οξύνεται όταν υπάρχει
διαφορά κοινωνικής θέσης ανάμεσα στα δύο μέρη: όπως είναι φυσικό,
αλλιώς εκλαμβάνεται η σεξουαλική επιμονή από τον αδύναμο προς τον ισχυρό
(κωμική, χαριτωμένη, απλώς φορτική), αλλιώς εκλαμβάνεται η σεξουαλική
επιμονή από τον ισχυρό προς τον αδύναμο (εκβιαστική σχέση θύτη-θύματος).
Όσο για τον χώρο της οικογένειας, είναι επίσης αυτονόητο ότι η
σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί έγκλημα εφόσον παραβιάζεται το
θεμελιώδες πολιτισμικό ταμπού της αιμομειξίας.
Αν η σεξουαλική παρενόχληση αγγίζει τα όρια της
άσκησης βίας είναι έγκλημα με ξεκάθαρους ρόλους θύτη και θύματος – άρα,
πρέπει να καταγγέλλεται και να ακολουθείται η νομική οδός. Αν και τα εν
λόγω όρια δεν είναι παντοτε σαφή, κάθε λογικός άνθρωπος μπορεί, με
κάποιο περιθώριο σφάλματος, να κρίνει αν η παρενόχληση μπορεί να φτάσει
σε βιασμό ή σε κακοποίηση. Συνήθως, δεν φτάνει τόσο μακριά και η
κατάσταση παραμένει διφορούμενη.
Τρία είναι, νομίζω, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
κολάσιμης σεξουαλικής παρενόχλησης:
1) ο εκφοβισμός (εκβιασμοί,
απειλές, stalking)
2) η κλιμάκωση της ανεπιθύμητης σεξουαλικής
προσέγγισης παρά την απερίφραστη και διαυγή στάση του αντικειμένου
3) η
ηθική παρενόχληση του αντικειμένου εξαιτίας της προηγούμενης απόρριψης
των σεξουαλικών προθέσεων του «θύτη».
Κοντολογίς, η σεξουαλική
παρενόχληση είναι ή μπορεί να αποβεί σοβαρό έγκλημα. Αλλά δεν είναι όλες
οι μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης σοβαρά εγκλήματα. Μερικές είναι
απόρροια μισογυνισμού, άλλες είναι απόρροια κακής διαγωγής, άλλες είναι
απόρροια group pressure (όταν αφορούν ομάδες ανδρών που χάνουν την
ατομικότητά τους στο εσωτερικό της ομάδας). Συνήθως είναι απόρροια και
των τριών αυτών πολιτισμικών κενών.
Όταν η παρενοχλητική στάση δεν καταπατά τους ήδη
υπάρχοντες νόμους (π.χ. το νόμο που απαγορεύει σχέσεις μεταξύ
ψυχοθεραπευτή-θεραπευομένου) και δεν απειλεί την ασφάλεια, την εργασία
και την ακεραιότητα του αντικειμένου μπορεί να θεωρηθεί ως μη γενομένη.
Απλώς, το υποκείμενο –συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, ένας άνδρας– που
επιδεικνύει «σεξουαλική αναισθησία», υπό την έννοια ότι δεν λαμβάνει
υπόψη τις επιθυμίες των αντικειμένων, πρέπει να απομονώνεται κοινωνικά·
να παροπλίζεται ώσπου να αλλάξει διαγωγή.
Το πρόβλημα στην αντιμετώπιση
της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι είτε η παράβλεψή της (συχνά η
ενθάρρυνσή της εφόσον μπορεί να θεωρηθεί ανώδυνη, στα πρώτα της στάδια
τουλάχιστον), είτε η ανάδειξή της σε προσβολή εναντίον της
«προσωπικότητας» του θύματος. Στην πραγματικότητα, αυτός που προσβάλλει
την προσωπικότητά του είναι ο ανόητος, ο εκβιαστής, ο δυνάμει βιαστής,
όχι το αντικείμενο της πράξης. Ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις, όπως
ήταν εκείνη του Ντομινίκ Στρος-Καν ο οποίος σαν γουρούνι σε οίστρο
επετέθη εναντίον καμαριέρας, η προσβεβλημένη προσωπικότητα ήταν, κυρίως,
ο ίδιος. Ίσως με την προαναφερθείσα παρομοίωση να αδικώ τα γουρούνια.
Για μια ακόμα φορά μπαίνει το ζήτημα της προσωπικής
ευθύνης:
Όπως είπα, χρειάζεται ένα πλαίσιο και ένα σύνορο. Αν
στο περιβάλλον της εργασίας υπάρχει ένας βλαξ που αραδιάζει σόκιν
ανέκδοτα και πετάει κρυάδες, δεν σημαίνει ότι μας παρενοχλεί σεξουαλικά.
Η ανθρώπινη μωρία και οι νοσηρές μορφές συμπεριφοράς δεν μπορούν να
αποφευχθούν. Και, εν τέλει, δεν είναι απαραίτητο να αποφευχθούν. Μόνο τα
παιδιά είναι απροστάτευτα μπροστά σε τέτοιες εκδηλώσεις· οι ενήλικοι
άνθρωποι μπορούν και πρέπει να διαχειρίζονται χονδροειδείς προσεγγίσεις,
άτοπα λόγια, παραβίαση ορίων, άκομψες κολακείες ή ακόμα και χλεύη,
μυκτηρισμό, καζούρα και τα λοιπά.
Επειδή γίνεται πολύ λόγος για τη
σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών στον δρόμο, θα επιμείνω ότι οι
γυναίκες άνω των δεκαοκτώ ετών δεν είναι ανήλικες, δεν είναι ασεξουαλικά
όντα, δεν είναι ευπαθή φυτά εσωτερικού χώρου: σε οποιαδήποτε λεκτική ή
άλλη μικροεπίθεση μπορούν και πρέπει να αντιδρούν, είτε με
αυτοπεποίθηση/περιφρόνηση, είτε με αυτοπεποίθηση/αντεπίθεση, αναλόγως
των περιστάσεων.
Ορισμένα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα παρουσιάζουν
τους ανθρώπους (τους πολίτες, τους λαούς) σαν θύματα υπονοώντας μια
διαρκή και αναπόφευκτη διελκυστίνδα μεταξύ ισχυρών και ανίσχυρων. Η
θυματολογία είναι, ωστόσο, μια ιδεολογική παραμόρφωση: πολλές
«φεμινίστριες», μολονότι υποτίθεται ότι αγωνίζονται για τη φυλετική
ισότητα, φοβούνται (ή και μισούν) τους άνδρες, ενώ θεωρούν τις γυναίκες
αιωνίως παθούσες, ανήμπορες και διωκόμενες. Αντί δηλαδή να εμφυσούν στις
γυναίκες αυτοεκτίμηση και αναγνώριση της ισχύος τους μέσα στον κόσμο
δημιουργούν κλίμα ημιπάρθενης φραγκοπαναγιάς που υποτίθεται ότι
διαταράσσεται από τη σεξουαλική επιθετικότητα και αδηφαγία των ανδρών.
(Η οποία, εν πολλοίς, αποτελεί στερεότυπο κενό περιεχομένου.)
Τίθεται τέλος ένα ζήτημα ελευθερίας του λόγου.
Πρέπει, λόγου χάρη, να
αναγνωρίζεται το δικαίωμα των ανδρών να λένε ό,τι τους κατεβαίνει στον
δημόσιο χώρο;
Μάλιστα, πρέπει. Δεν είναι επιθυμητή μια κοινωνία όπου
οποιοσδήποτε θα φοβάται να ξεστομίσει μια ανοησία. Θα έλεγα μάλιστα ότι
τέτοιου είδους απαιτήσεις «σοβαρότητας» καταδεικνύουν αυταρχισμό και
πουριτανισμό. Από πλευρά τους, οι γυναίκες –που είναι oι συνηθέστεροι
στόχοι της σεξουαλικής παρενόχλησης– έχουν την ικανότητα της ομιλίας,
όπως και της ψυχρής σιωπής. Και, επαναλαμβάνω, αν χρειαστεί, μπορούν να
καταφύγουν στον νόμο.
Ο σεξισμός, ως σύστημα διακρίσεων λόγω φύλου, έχει
παρεξηγηθεί, όπως έχει παρεξηγηθεί ο ρατσισμός. Ο αντισεξισμός και ο
αντιρατσισμός έχουν καταλήξει δόγματα που συναντιούνται όχι μόνον σ’
έναν χώρο στέρησης της ελευθερίας του λόγου αλλά και σ’ έναν χώρο ηθικού
σχετικισμού. Έτσι, στην περίπτωση του σεξισμού, οι γυναίκες οδηγούνται
στην ανδροφοβία διαιωνίζοντας τα αρχαϊκά πρότυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου