Σύμφωνα με τον Αμερικανό ανθρωπολόγο
Κλίφορντ Γκερτς, οι πολιτικές τελετουργίες δεν είναι διακοσμητικές ή
απλώς χρονοβόρες όπως τείνουμε να τις βλέπουμε εμείς οι πολίτες, αλλά
αποτελούν φορείς, ενισχυτές και επικυρωτές της εξουσίας.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε εκλογές χρησιμοποιώντας ένα διαδικαστικό τέχνασμα – την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας (ενώ ουδείς ενδιαφερόταν ποιος θα κατελάμβανε τη θέση του προέδρου) – γίναμε μάρτυρες μιας ατέρμονης σειράς ψευτοπολιτικών διαδικασιών: συνελεύσεις, συνεδριάσεις, πλατιές ολομέλειες, ορκωμοσίες, συσκέψεις, επισκέψεις, συμβούλια, μπουρ-μπουρ και σούρτα-φέρτα° η άχαρη ζωή του κομμουνιστή που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις κομματικές διαδικασίες και στους αγώνες του πεζοδρομίου έγιναν η κεντρική πολιτική σκηνή – the main event. Πρόκειται, αν μεταφέρουμε τα συμπεράσματα του Γκετς στη δική μας πραγματικότητα, για μια «δραματουργία της εξουσίας», που, με τη συμβολή των ΜΜΕ, γίνεται θέαμα και ακρόαμα όπως οι τελετουργίες της εκκλησίας ή εκείνες των πρωτόγονων φυλών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την οποία οδηγηθήκαμε από τη μια διαδικασία στην άλλη, μακριά και έξω από τον πραγματικό κόσμο – από την οικονομία, τη διπλωματία, τη νομοθεσία, την εφαρμογή και τήρηση των νόμων – συνδύαζε το θρησκευτικό τελετουργικό με το φυλετικό (με την έννοια του tribal, φυσικά): όλες οι διαδικασίες – οι παρελάσεις, οι λαϊκοί χοροί, οι κοινοβουλευτικές και παρα-κοινοβουλευτικές διεργασίες, η προπαγάνδα – πήραν μορφή ιεροπραξιών μέσα από τις οποίες εκφράστηκε ο κοινότοπος, επαναληπτικός λόγος της εξουσίας και υπονοήθηκε η ανάγκη των ανθρωποθυσιών.
Ο λόγος αυτός, τυπολατρικός, κενός περιεχομένου, τσιτατολογικός και αποκαλυπτικός βαθιάς και γενικής άγνοιας (πολιτικής, κοινωνικής και γλωσσικής), ήταν ένας κώδικας πολιτικής επιβολής που ανεδείκνυε μια μορφή «θεϊκού δικαιώματος» της αριστεράς και του εθνικισμού, όπως, σε παλαιότερες εποχές, παρόμοιος λόγος ανεδείκνυε το θεϊκό δικαίωμα του μονάρχη, του αυτοκράτορα και του αξιωματούχου της εκκλησίας.
Οι πολιτικές τελετουργίες, που έχουν στόχο να προσδώσουν κύρος στους θεσμούς όπως τους αντιλαμβάνεται η αριστερά, περιλαμβάνουν αντι-θεσμούς, αντι-διαδικασίες, αντι-μηχανισμούς. Υπό αυτή την έννοια, η ήδη υπάρχουσα τυποκρατία, η οποία κρύβει φυσικά την παροιμοιώδη μας ανομία, επιβαρύνεται όχι μόνο με πλήθος οργάνων, καθώς και νόμων και διατάξεων που διέπουν αυτά τα όργανα, αλλά και με μια ποικιλία από αντι-όργανα τα οποία υποτίθεται ότι αντιστέκονται στα επίσημα όργανα. Το αποτέλεσμα είναι μια τερατώδης γραφειοκρατία στην οποία, φυσικά, η αριστερά έχει διαπρέψει στο παρελθόν και στην οποία επιμένει.
Η αριστερά, όπως και η θρησκευτική δεξιά, ήταν ανέκαθεν τελετουργική ακολουθώντας –και εν μέρει αντικαθιστώντας- την εκκλησιαστική φιλοσοφία, κατήχηση και λειτουργική. Προστίθεται, στο πέρασμα του χρόνου, ένας όλο και εμφανέστερος ψυχολογικός παράγοντας: από μια πλευρά, οι τελετουργίες αναβάλλουν τις πράξεις και στερεοποιούν, μέσω πολλαπλών συμβολισμών (πανηγυρισμοί, ιερά λείψανα, αγιοποίηση, μεσιανισμός), το παραδοσιακό ηθικό πλεονέκτημα, ενώ από την άλλη πλευρά, καταδεικνύουν μια επιδεινούμενη συλλογική ψυχική διαταραχή.
Αυτή εμφανίζεται μέσω κάποιου είδους ψυχαναγκασμού, μέσω μιας συνθήκης όπου τα άτομα –τα πολιτικά πρόσωπα αλλά και οι οπαδοί – παγιδεύονται σε επαναληπτικές σκέψεις, δηλώσεις και πράξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ψυχαναγκασμού είναι οι έμμονες ιδέες των θρησκόληπτων που αναρωτιούνται, αγωνιωδώς, αν η κάθε τους σκέψη ή πράξη συμβαδίζει με τις αρχές της θρησκείας τους. Κάπως έτσι συμπεριφέρεται η κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και των συναφών ομάδων:
είμαστε άραγε αρκετά αριστεροί;
Είμαστε αρκετά πατριώτες;
Μήπως προέβημεν σε αμαρτωλές σκέψεις και πράξεις;
Μήπως κάποιος από μας υπέπεσε σε ατόπημα και πρέπει να τιμωρηθεί;
Μήπως παρασυρθήκαμε σε ανίερο συμβιβασμό;
Η τάση για δήθεν δημοκρατική πληρότητα, η τελειοθηρία γύρω από τους θεσμούς και τις διαδικασίες αποκαλύπτει σοβαρό ψυχικό πρόβλημα που διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Oι τελετουργίες εντείνουν αυτή τη διάχυση: οι αναμνήσεις της ηγεμονικής παράταξης, είτε βρίσκεται στην εξουσία, είτε έχει κατακτήσει το κοινωνικό εποικοδόμημα και προσβλέπει στην εξουσία, γίνονται αναμνήσεις των μαζών° τό ίδιο ισχύει και για την ψυχική διάθεση (πόσο παράδοξη φαίνεται η αισιοδοξία των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ που αντανακλούν τη χαζοχαρούμενη και ανέμελη διάθεση των παραγόντων της εξουσίας), καθώς και για τη διανοητική κατάσταση, τη λειτουργία του μυαλού. Ο Γκυστάβ Λε Μπον και ο Φρόυντ έκαναν λόγο για τον «πολεμικό πυρετό», ενώ ο Φραντς Μπόρκεναου ανέλυσε την ομαδική παραφροσύνη – ένα φαινόμενο μεταδοτικό σαν λοιμώδης νόσος.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την ιστορία:
Oμαδικές αυτοκτονίες, ομαδικά παραληρήματα, ομαδικοί βιασμοί – και φυσικά, σε εθνικό επίπεδο, ομαδική συναίνεση σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, αφοσίωση σε τυράννους, εργασιομανία μέχρι θανάτου με σκοπό την ηθική επιβράβευση εκ μέρους της εξουσίας.
Βρισκόμαστε μπροστά σε απουσία πολιτικού νοήματος και σε έξαρση ελαφρότητας που καταδεικνύει την υπανάπτυξή μας, τον αναχρονισμό και τον πρωτογονισμό στον οποίον κινούμαστε. Δίνεται έμφαση και σπουδαιότητα στο πολιτικό κουτσομπολιό, ενώ παρατηρείται πλήρης αδυναμία αξιολόγησης και ιεράρχησης (αναφέρω εδώ το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα της επαναπρόσληψης των καθαριστριών ως πρώτιστη και εμβληματική κίνηση της κυβέρνησης). Παραλλήλως, εντείνεται η επανάληψη νεκρών μύθων (ανάδειξη εμβληματικών προσώπων, ιστορικών ψεμάτων, θραυσμάτων παλιάς προπαγάνδας), η παρότρυνση σε γιορτές και δημόσιες εκδηλώσεις, η εμμονή σε χαιρετούρες, πομπώδεις και μακροσκελείς δηλώσεις, απειλές εναντίον των εχθρών, αιφνίδια υπεραφοσίωση στους θεσμούς της δημοκρατίας, στη νομιμότητα και στα όργανα του κράτους (εκκλησία, στρατός, κοινοβούλιο).
Η αριστερά, ως ακραία πολιτική μορφή, συναντάται με την εθνικιστική δεξιά και στερείται έλλογης αφήγησης:
Aντ’ αυτής, φληναφεί σε αίθουσες και όργανα, ενώ, έχοντας ανακαλύψει την ηδύτητα της επίσημης εξουσίας, φαίνεται ότι ηράσθη σφοδρά τους θεσμούς τους οποίους μέχρι πρότινος περιφρονούσε και κατήγγελλε ως «αστικούς».
Στα κελύφη αυτών των θεσμών –κυβερνητικά μέγαρα και άλλα δημόσια κτήρια– οι ομάδες και τα γκρουπούσκουλα της ελληνικής αριστεράς επιδίδονται σε τελετουργίες που είναι tribal και ενισχυτικές της εξουσίας σαν εκείνες που μελετούσε ο Γκετς, καθώς και μεταδοτικές σαν εκείνες που μελετούσαν ο Λε Μπον και ο Φρόυντ.
Η αριστερά «τιμώντας» του θεσμούς και τη δημοκρατική νομιμότητα, υπονομεύει ό,τι έχει απομείνει από τα προαναφερθέντα– αλλά ενώ ο λαός τιμωρεί το παλιό πολιτικό σύστημα, συγχωρεί το παλιότερο.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε εκλογές χρησιμοποιώντας ένα διαδικαστικό τέχνασμα – την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας (ενώ ουδείς ενδιαφερόταν ποιος θα κατελάμβανε τη θέση του προέδρου) – γίναμε μάρτυρες μιας ατέρμονης σειράς ψευτοπολιτικών διαδικασιών: συνελεύσεις, συνεδριάσεις, πλατιές ολομέλειες, ορκωμοσίες, συσκέψεις, επισκέψεις, συμβούλια, μπουρ-μπουρ και σούρτα-φέρτα° η άχαρη ζωή του κομμουνιστή που μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις κομματικές διαδικασίες και στους αγώνες του πεζοδρομίου έγιναν η κεντρική πολιτική σκηνή – the main event. Πρόκειται, αν μεταφέρουμε τα συμπεράσματα του Γκετς στη δική μας πραγματικότητα, για μια «δραματουργία της εξουσίας», που, με τη συμβολή των ΜΜΕ, γίνεται θέαμα και ακρόαμα όπως οι τελετουργίες της εκκλησίας ή εκείνες των πρωτόγονων φυλών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την οποία οδηγηθήκαμε από τη μια διαδικασία στην άλλη, μακριά και έξω από τον πραγματικό κόσμο – από την οικονομία, τη διπλωματία, τη νομοθεσία, την εφαρμογή και τήρηση των νόμων – συνδύαζε το θρησκευτικό τελετουργικό με το φυλετικό (με την έννοια του tribal, φυσικά): όλες οι διαδικασίες – οι παρελάσεις, οι λαϊκοί χοροί, οι κοινοβουλευτικές και παρα-κοινοβουλευτικές διεργασίες, η προπαγάνδα – πήραν μορφή ιεροπραξιών μέσα από τις οποίες εκφράστηκε ο κοινότοπος, επαναληπτικός λόγος της εξουσίας και υπονοήθηκε η ανάγκη των ανθρωποθυσιών.
Ο λόγος αυτός, τυπολατρικός, κενός περιεχομένου, τσιτατολογικός και αποκαλυπτικός βαθιάς και γενικής άγνοιας (πολιτικής, κοινωνικής και γλωσσικής), ήταν ένας κώδικας πολιτικής επιβολής που ανεδείκνυε μια μορφή «θεϊκού δικαιώματος» της αριστεράς και του εθνικισμού, όπως, σε παλαιότερες εποχές, παρόμοιος λόγος ανεδείκνυε το θεϊκό δικαίωμα του μονάρχη, του αυτοκράτορα και του αξιωματούχου της εκκλησίας.
Οι πολιτικές τελετουργίες, που έχουν στόχο να προσδώσουν κύρος στους θεσμούς όπως τους αντιλαμβάνεται η αριστερά, περιλαμβάνουν αντι-θεσμούς, αντι-διαδικασίες, αντι-μηχανισμούς. Υπό αυτή την έννοια, η ήδη υπάρχουσα τυποκρατία, η οποία κρύβει φυσικά την παροιμοιώδη μας ανομία, επιβαρύνεται όχι μόνο με πλήθος οργάνων, καθώς και νόμων και διατάξεων που διέπουν αυτά τα όργανα, αλλά και με μια ποικιλία από αντι-όργανα τα οποία υποτίθεται ότι αντιστέκονται στα επίσημα όργανα. Το αποτέλεσμα είναι μια τερατώδης γραφειοκρατία στην οποία, φυσικά, η αριστερά έχει διαπρέψει στο παρελθόν και στην οποία επιμένει.
Η αριστερά, όπως και η θρησκευτική δεξιά, ήταν ανέκαθεν τελετουργική ακολουθώντας –και εν μέρει αντικαθιστώντας- την εκκλησιαστική φιλοσοφία, κατήχηση και λειτουργική. Προστίθεται, στο πέρασμα του χρόνου, ένας όλο και εμφανέστερος ψυχολογικός παράγοντας: από μια πλευρά, οι τελετουργίες αναβάλλουν τις πράξεις και στερεοποιούν, μέσω πολλαπλών συμβολισμών (πανηγυρισμοί, ιερά λείψανα, αγιοποίηση, μεσιανισμός), το παραδοσιακό ηθικό πλεονέκτημα, ενώ από την άλλη πλευρά, καταδεικνύουν μια επιδεινούμενη συλλογική ψυχική διαταραχή.
Αυτή εμφανίζεται μέσω κάποιου είδους ψυχαναγκασμού, μέσω μιας συνθήκης όπου τα άτομα –τα πολιτικά πρόσωπα αλλά και οι οπαδοί – παγιδεύονται σε επαναληπτικές σκέψεις, δηλώσεις και πράξεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ψυχαναγκασμού είναι οι έμμονες ιδέες των θρησκόληπτων που αναρωτιούνται, αγωνιωδώς, αν η κάθε τους σκέψη ή πράξη συμβαδίζει με τις αρχές της θρησκείας τους. Κάπως έτσι συμπεριφέρεται η κυβέρνηση και το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και των συναφών ομάδων:
είμαστε άραγε αρκετά αριστεροί;
Είμαστε αρκετά πατριώτες;
Μήπως προέβημεν σε αμαρτωλές σκέψεις και πράξεις;
Μήπως κάποιος από μας υπέπεσε σε ατόπημα και πρέπει να τιμωρηθεί;
Μήπως παρασυρθήκαμε σε ανίερο συμβιβασμό;
Η τάση για δήθεν δημοκρατική πληρότητα, η τελειοθηρία γύρω από τους θεσμούς και τις διαδικασίες αποκαλύπτει σοβαρό ψυχικό πρόβλημα που διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Oι τελετουργίες εντείνουν αυτή τη διάχυση: οι αναμνήσεις της ηγεμονικής παράταξης, είτε βρίσκεται στην εξουσία, είτε έχει κατακτήσει το κοινωνικό εποικοδόμημα και προσβλέπει στην εξουσία, γίνονται αναμνήσεις των μαζών° τό ίδιο ισχύει και για την ψυχική διάθεση (πόσο παράδοξη φαίνεται η αισιοδοξία των οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ που αντανακλούν τη χαζοχαρούμενη και ανέμελη διάθεση των παραγόντων της εξουσίας), καθώς και για τη διανοητική κατάσταση, τη λειτουργία του μυαλού. Ο Γκυστάβ Λε Μπον και ο Φρόυντ έκαναν λόγο για τον «πολεμικό πυρετό», ενώ ο Φραντς Μπόρκεναου ανέλυσε την ομαδική παραφροσύνη – ένα φαινόμενο μεταδοτικό σαν λοιμώδης νόσος.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την ιστορία:
Oμαδικές αυτοκτονίες, ομαδικά παραληρήματα, ομαδικοί βιασμοί – και φυσικά, σε εθνικό επίπεδο, ομαδική συναίνεση σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, αφοσίωση σε τυράννους, εργασιομανία μέχρι θανάτου με σκοπό την ηθική επιβράβευση εκ μέρους της εξουσίας.
Βρισκόμαστε μπροστά σε απουσία πολιτικού νοήματος και σε έξαρση ελαφρότητας που καταδεικνύει την υπανάπτυξή μας, τον αναχρονισμό και τον πρωτογονισμό στον οποίον κινούμαστε. Δίνεται έμφαση και σπουδαιότητα στο πολιτικό κουτσομπολιό, ενώ παρατηρείται πλήρης αδυναμία αξιολόγησης και ιεράρχησης (αναφέρω εδώ το πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα της επαναπρόσληψης των καθαριστριών ως πρώτιστη και εμβληματική κίνηση της κυβέρνησης). Παραλλήλως, εντείνεται η επανάληψη νεκρών μύθων (ανάδειξη εμβληματικών προσώπων, ιστορικών ψεμάτων, θραυσμάτων παλιάς προπαγάνδας), η παρότρυνση σε γιορτές και δημόσιες εκδηλώσεις, η εμμονή σε χαιρετούρες, πομπώδεις και μακροσκελείς δηλώσεις, απειλές εναντίον των εχθρών, αιφνίδια υπεραφοσίωση στους θεσμούς της δημοκρατίας, στη νομιμότητα και στα όργανα του κράτους (εκκλησία, στρατός, κοινοβούλιο).
Η αριστερά, ως ακραία πολιτική μορφή, συναντάται με την εθνικιστική δεξιά και στερείται έλλογης αφήγησης:
Aντ’ αυτής, φληναφεί σε αίθουσες και όργανα, ενώ, έχοντας ανακαλύψει την ηδύτητα της επίσημης εξουσίας, φαίνεται ότι ηράσθη σφοδρά τους θεσμούς τους οποίους μέχρι πρότινος περιφρονούσε και κατήγγελλε ως «αστικούς».
Στα κελύφη αυτών των θεσμών –κυβερνητικά μέγαρα και άλλα δημόσια κτήρια– οι ομάδες και τα γκρουπούσκουλα της ελληνικής αριστεράς επιδίδονται σε τελετουργίες που είναι tribal και ενισχυτικές της εξουσίας σαν εκείνες που μελετούσε ο Γκετς, καθώς και μεταδοτικές σαν εκείνες που μελετούσαν ο Λε Μπον και ο Φρόυντ.
Η αριστερά «τιμώντας» του θεσμούς και τη δημοκρατική νομιμότητα, υπονομεύει ό,τι έχει απομείνει από τα προαναφερθέντα– αλλά ενώ ο λαός τιμωρεί το παλιό πολιτικό σύστημα, συγχωρεί το παλιότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου