Υπήρξε μια εποχή -όχι πολύ μακρινή- που οι
μπανάνες ήταν είδος πολυτελείας στην Ελλάδα. Μέχρι και τη δεκαετία του
’80, το ελληνικό κράτος απαγόρευε την εισαγωγή τους για να
«προστατεύσει» ελάχιστους εγχώριους μπανανοπαραγωγούς, με αποτέλεσμα οι
πραγματικές μπανάνες να είναι σχεδόν άγνωστες στη χώρα. Οι κρητικές
μπανάνες ήταν μικρές και σπάνιες – σιγά την ελληνική παραγωγή! Τα σπάνια
αυτά εδέσματα μπορούσαν να τα γεύονται μόνο όσοι ταξίδευαν στο
εξωτερικό. Κατάφερναν να περνούν από τους τελωνειακούς ένα μικρό τσαμπί,
δίνοντας πολλάκις ένα ελάχιστο μπαχτσίσι· δύο - τρεις μπανάνες
δηλαδή...
Δεν έλειπε βέβαια και το μεγάλο λαθρεμπόριο και συχνά διαβάζαμε στις εφημερίδες για τη «μεγάλη επιτυχία των τελωνειακών αρχών που εξάρθρωσαν σπείρα “λαθρομπανανεμπόρων”», οι οποίοι έκρυβαν στα αμπάρια πλοίων τα πολύτιμα εδέσματα. Κάποιες φορές μάλιστα βλέπαμε και τη φάτσα τους στις εφημερίδες, όπως σήμερα βλέπουμε τους εισαγωγείς ναρκωτικών.
Μπορεί να ακουστεί αστείο, αλλά μπανάνες έβλεπαν πιο συχνά οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι μπορούσαν να επισκεφθούν με αυτοκίνητο ή πούλμαν τις χώρες του έτερου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Σ’ αυτές τις χώρες -ίσως λόγω εμπορικών συμφώνων με νοτιοαμερικανικά καθεστώτα- οι μπανάνες ήταν άφθονες. Σπάνιζαν όμως τα μπλουτζίν· προφανώς οι εκεί γραφειοκράτες προστάτευαν την εγχώρια κλωστοϋφαντουργία και την αισθητική του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» τους.
Ετσι αναπτυσσόταν ένα μικρής κλίμακας διασυνοριακό εμπόριο. Οι Ελληνες πήγαιναν τα πολύτιμα για τους γείτονές τους μπλουτζίν κι έφερναν τις σπάνιες για εμάς μπανάνες. Μέχρι που ο «καταραμένος νεοφιλελευθερισμός» απελευθέρωσε το 1989 τις αγορές. Τώρα οι Ελληνες έχουν πλέον μπανάνες και οι Βούλγαροι μπλουτζίν.
Σήμερα όλα αυτά φαντάζουν παράλογα. Σίγουρα τώρα θα ξαφνιάζονται και τα νέα παιδιά που ταξιδεύουν προς ευρωπαϊκές χώρες όταν ο τελωνειακός τούς ζητάει να ανοίξουν τις βαλίτσες μη τυχόν και μεταφέρουν παρανόμως κανένα μασούρι με ευρώ. Με τα capital controls, που αφρόνως επέβαλε η κυβέρνηση, η Ελλάδα έκανε ένα βήμα πίσω, στο κακό παρελθόν. Η «παλιά» νεωτερική εποχή που πήγαινες στο Παρίσι σαν να πήγαινες στη Θεσσαλονίκη έχει περάσει· ελπίζουμε όχι ανεπιστρεπτί. Πάντως ένα -έστω μικρό- κομμάτι της ελευθερίας μας έχει χαθεί· αυτό που αφορά την κίνηση των χρημάτων μας.
Τώρα, για να σπουδάσει κάποιος στο εξωτερικό, πρέπει να περάσει από αρμόδια επιτροπή που θα του επιτρέψει να βγάλει το συνάλλαγμα. Χιλιάδες παιδιά με τους γονείς τους ταλαιπωρούνται γιατί ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης και οι σύντροφοί του ήθελαν να κάνουν το κομμάτι τους στα Eurogroup, να παίξουν το θέατρο της διαπραγμάτευσης, να φανούν «αντιστασιακοί» -τρομάρα μας!- σε ένα πόπολο που θέλγεται από χυδαιότητες, όπως αυτές της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου. Και μπορεί μερικοί ανόητοι να χλευάζουν όσους λυπούνται που οι Ελληνες πολίτες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα του ηλεκτρονικού εμπορίου με το εξωτερικό, χιλιάδες Ελληνες θα ταλαιπωρούνται γι’ αυτό που μέχρι πριν από δύο μήνες εθεωρείτο φυσιολογικό και το κάνουν τα παιδιά όλης της Ευρώπης: να μπουν στο Amazon.com και να παραγγείλουν όποιο βιβλίο θέλουν χωρίς να καταθέσουν αίτηση σε κάποιον γραφειοκράτη που θα εξηγούν τι το χρειάζονται.
Ναι, κι αυτό ήταν κάποτε απαιτητό από ένα κράτος που ήθελε να τα ελέγχει όλα για να «προστατεύσει την εθνική οικονομία». Ακόμη και οι αγορές ξένων βιβλίων ετιμωρούντο διά υψηλών δασμών, εκτός αν μπορούσε κάποιος να «αποδείξει» στον αρμόδιο γραφειοκράτη ότι είναι αναγκαία για τη δουλειά του. Μη μιλήσουμε για τον γραφειοκρατικό Γολγοθά που ανέβαινε κάθε Ελληνας, αν κάποιος από το εξωτερικό τού έστελνε κάποιο «ακριβό» δώρο, όπως κάποιο κασετόφωνο.
Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί που νοσταλγούν την «Ελλάδα της παραγωγής», όπως βαφτίζουν την Ελλάδα των εμπορικών περιορισμών του παρελθόντος, χωρίς να εξετάζουν τι ποιότητας προϊόντα παρήγε αυτή η χώρα και χωρίς να υπολογίζουν τη διασπορά του κόστους σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Οι προστατευμένοι από τον εξωτερικό ανταγωνισμό Ελληνες βιομήχανοι δεν είχαν κανένα κίνητρο να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των εργοστασίων τους, ούτε την ποιότητα των προϊόντων τους. Ηξεραν πως το κράτος φρόντιζε διά των δασμών εισαγωγής να προστατευθούν οι πωλήσεις των κακών προϊόντων. Οι καταναλωτές δεν είχαν την επιλογή να διαλέξουν και ουδείς ένιωθε την ανάγκη να διορθώσει τα κακώς κείμενα της επιχείρησής του. Ακόμη και σε προϊόντα που η Ελλάδα είχε συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως τα οπωροκηπευτικά) συνέβαινε το εξής φαινομενικά παράδοξο: τα καλά προϊόντα εξάγονταν στις ανταγωνιστικές αγορές, ενώ στην εγχώρια και μη ανταγωνιστική αγορά έμεναν τα δεύτερης διαλογής. Οι Ελληνες δηλαδή δεν πλήρωναν μόνο διά των υψηλότερων τιμών το κόστος της προστασίας ολίγων παραγωγών, το πλήρωναν και διά της χαμηλής ποιότητας.
Αυτό έγινε εμφανές όταν κατέρρευσε το καθεστώς προστασίας των επιχειρήσεων με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι αυτό ήταν η πηγή των δεινών της ελληνικής παραγωγής, κάνοντας κατ’ ουσίαν ένα διανοητικό τρικ. Δεν ήταν η έλλειψη προστασίας που γκρέμισε την ελληνική παραγωγή, αλλά απλώς αποκάλυψε τα σαθρά της θεμέλια. Στο κάτω κάτω της γραφής αν τα ελληνικά προϊόντα ήταν καλά, όπως αυτά του εξωτερικού, οι Ελληνες θα τα προτιμούσαν. Ακόμη και αν -όπως στην περίπτωση των ελληνικών αμνοεριφίων- είναι λίγο ακριβότερα.
Δεν χρειάστηκε κάποια συνωμοσία για να καταρρεύσει η ελληνική παραγωγή· κατέρρευσε από εκατομμύρια επιλογές ημών των καταναλωτών που είχαμε το δικαίωμα να διαλέξουμε φροντίζοντας το δικό μας συμφέρον και χωρίς τους φόρους υπέρ των βιομηχάνων, που ονομάζονταν δασμοί εισαγωγής.
Ο προστατευτισμός δεν αφορά την οικονομία στο σύνολό της· ωφελεί τους λίγους παραγωγούς και κοστίζει στους πολλούς καταναλωτές. Είναι δε καταστροφικός για μια χώρα, διότι:
Δημιουργεί εφησυχασμένους επιχειρηματίες που -αφού το κράτος τούς εξασφαλίζει τους πελάτες- δεν έχουν κανέναν κίνητρο να βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος τους για να πουλήσουν περισσότερο και να αυξήσουν την παραγωγικότητα της επιχείρησής τους για να φτιάξουν πιο φθηνά προϊόντα.
Η ακροδεξιά και ακροαριστερή προπαγάνδα υπέρ των «εθνικών λύσεων» δεν είναι υπέρ των πολιτών, αλλά υπέρ λίγων παραγωγών και βιομηχάνων. Υπό τον μανδύα του «εθνικού», κρύβονται βασικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Οι τάχαμου «εθνικές λύσεις» είναι μασκαρεμένη απόπειρα ληστείας των πολλών για την ευημερία των λίγων. Οι «φίλοι του λαού» -από τη Χρυσή Αυγή μέχρι τη Λαϊκή Ενότητα του κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη- θέλουν να κάνουν πιο φτωχούς τους πολίτες, στερώντας τους το δικαίωμα να διαλέξουν.
Ολοι οι περιορισμοί της ελευθερίας των ανθρώπων φορούν ευγενική μουτσούνα. Για χάρη κάποιων ελάχιστων μπανανοπαραγωγών, εκατομμύρια Ελληνες κατά το παρελθόν δεν είχαν το δικαίωμα να διαλέγουν. «Μικρό το κακό», θα πουν οι ανόητοι της Ακροδεξιάς ή της Ακροαριστεράς. Μα και η ΕΣΣΔ ως άθροισμα «μικρών κακών» παρουσιαζόταν, ασχέτως αν κατέληξε ένα συμπαγές βουνό περιττωμάτων.
Φρεντερίκ Μπαστιά, «Η σπασμένη τζαμαρία» (μέρος δεύτερο: «Οι εμπορικοί περιορισμοί»), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Δεν έλειπε βέβαια και το μεγάλο λαθρεμπόριο και συχνά διαβάζαμε στις εφημερίδες για τη «μεγάλη επιτυχία των τελωνειακών αρχών που εξάρθρωσαν σπείρα “λαθρομπανανεμπόρων”», οι οποίοι έκρυβαν στα αμπάρια πλοίων τα πολύτιμα εδέσματα. Κάποιες φορές μάλιστα βλέπαμε και τη φάτσα τους στις εφημερίδες, όπως σήμερα βλέπουμε τους εισαγωγείς ναρκωτικών.
Μπορεί να ακουστεί αστείο, αλλά μπανάνες έβλεπαν πιο συχνά οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι μπορούσαν να επισκεφθούν με αυτοκίνητο ή πούλμαν τις χώρες του έτερου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Σ’ αυτές τις χώρες -ίσως λόγω εμπορικών συμφώνων με νοτιοαμερικανικά καθεστώτα- οι μπανάνες ήταν άφθονες. Σπάνιζαν όμως τα μπλουτζίν· προφανώς οι εκεί γραφειοκράτες προστάτευαν την εγχώρια κλωστοϋφαντουργία και την αισθητική του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» τους.
Ετσι αναπτυσσόταν ένα μικρής κλίμακας διασυνοριακό εμπόριο. Οι Ελληνες πήγαιναν τα πολύτιμα για τους γείτονές τους μπλουτζίν κι έφερναν τις σπάνιες για εμάς μπανάνες. Μέχρι που ο «καταραμένος νεοφιλελευθερισμός» απελευθέρωσε το 1989 τις αγορές. Τώρα οι Ελληνες έχουν πλέον μπανάνες και οι Βούλγαροι μπλουτζίν.
Σήμερα όλα αυτά φαντάζουν παράλογα. Σίγουρα τώρα θα ξαφνιάζονται και τα νέα παιδιά που ταξιδεύουν προς ευρωπαϊκές χώρες όταν ο τελωνειακός τούς ζητάει να ανοίξουν τις βαλίτσες μη τυχόν και μεταφέρουν παρανόμως κανένα μασούρι με ευρώ. Με τα capital controls, που αφρόνως επέβαλε η κυβέρνηση, η Ελλάδα έκανε ένα βήμα πίσω, στο κακό παρελθόν. Η «παλιά» νεωτερική εποχή που πήγαινες στο Παρίσι σαν να πήγαινες στη Θεσσαλονίκη έχει περάσει· ελπίζουμε όχι ανεπιστρεπτί. Πάντως ένα -έστω μικρό- κομμάτι της ελευθερίας μας έχει χαθεί· αυτό που αφορά την κίνηση των χρημάτων μας.
Τώρα, για να σπουδάσει κάποιος στο εξωτερικό, πρέπει να περάσει από αρμόδια επιτροπή που θα του επιτρέψει να βγάλει το συνάλλαγμα. Χιλιάδες παιδιά με τους γονείς τους ταλαιπωρούνται γιατί ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης και οι σύντροφοί του ήθελαν να κάνουν το κομμάτι τους στα Eurogroup, να παίξουν το θέατρο της διαπραγμάτευσης, να φανούν «αντιστασιακοί» -τρομάρα μας!- σε ένα πόπολο που θέλγεται από χυδαιότητες, όπως αυτές της κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου. Και μπορεί μερικοί ανόητοι να χλευάζουν όσους λυπούνται που οι Ελληνες πολίτες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα του ηλεκτρονικού εμπορίου με το εξωτερικό, χιλιάδες Ελληνες θα ταλαιπωρούνται γι’ αυτό που μέχρι πριν από δύο μήνες εθεωρείτο φυσιολογικό και το κάνουν τα παιδιά όλης της Ευρώπης: να μπουν στο Amazon.com και να παραγγείλουν όποιο βιβλίο θέλουν χωρίς να καταθέσουν αίτηση σε κάποιον γραφειοκράτη που θα εξηγούν τι το χρειάζονται.
Ναι, κι αυτό ήταν κάποτε απαιτητό από ένα κράτος που ήθελε να τα ελέγχει όλα για να «προστατεύσει την εθνική οικονομία». Ακόμη και οι αγορές ξένων βιβλίων ετιμωρούντο διά υψηλών δασμών, εκτός αν μπορούσε κάποιος να «αποδείξει» στον αρμόδιο γραφειοκράτη ότι είναι αναγκαία για τη δουλειά του. Μη μιλήσουμε για τον γραφειοκρατικό Γολγοθά που ανέβαινε κάθε Ελληνας, αν κάποιος από το εξωτερικό τού έστελνε κάποιο «ακριβό» δώρο, όπως κάποιο κασετόφωνο.
Υπάρχουν δυστυχώς πολλοί που νοσταλγούν την «Ελλάδα της παραγωγής», όπως βαφτίζουν την Ελλάδα των εμπορικών περιορισμών του παρελθόντος, χωρίς να εξετάζουν τι ποιότητας προϊόντα παρήγε αυτή η χώρα και χωρίς να υπολογίζουν τη διασπορά του κόστους σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Οι προστατευμένοι από τον εξωτερικό ανταγωνισμό Ελληνες βιομήχανοι δεν είχαν κανένα κίνητρο να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των εργοστασίων τους, ούτε την ποιότητα των προϊόντων τους. Ηξεραν πως το κράτος φρόντιζε διά των δασμών εισαγωγής να προστατευθούν οι πωλήσεις των κακών προϊόντων. Οι καταναλωτές δεν είχαν την επιλογή να διαλέξουν και ουδείς ένιωθε την ανάγκη να διορθώσει τα κακώς κείμενα της επιχείρησής του. Ακόμη και σε προϊόντα που η Ελλάδα είχε συγκριτικό πλεονέκτημα (όπως τα οπωροκηπευτικά) συνέβαινε το εξής φαινομενικά παράδοξο: τα καλά προϊόντα εξάγονταν στις ανταγωνιστικές αγορές, ενώ στην εγχώρια και μη ανταγωνιστική αγορά έμεναν τα δεύτερης διαλογής. Οι Ελληνες δηλαδή δεν πλήρωναν μόνο διά των υψηλότερων τιμών το κόστος της προστασίας ολίγων παραγωγών, το πλήρωναν και διά της χαμηλής ποιότητας.
Αυτό έγινε εμφανές όταν κατέρρευσε το καθεστώς προστασίας των επιχειρήσεων με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Κάποιοι επιχειρηματολογούν ότι αυτό ήταν η πηγή των δεινών της ελληνικής παραγωγής, κάνοντας κατ’ ουσίαν ένα διανοητικό τρικ. Δεν ήταν η έλλειψη προστασίας που γκρέμισε την ελληνική παραγωγή, αλλά απλώς αποκάλυψε τα σαθρά της θεμέλια. Στο κάτω κάτω της γραφής αν τα ελληνικά προϊόντα ήταν καλά, όπως αυτά του εξωτερικού, οι Ελληνες θα τα προτιμούσαν. Ακόμη και αν -όπως στην περίπτωση των ελληνικών αμνοεριφίων- είναι λίγο ακριβότερα.
Δεν χρειάστηκε κάποια συνωμοσία για να καταρρεύσει η ελληνική παραγωγή· κατέρρευσε από εκατομμύρια επιλογές ημών των καταναλωτών που είχαμε το δικαίωμα να διαλέξουμε φροντίζοντας το δικό μας συμφέρον και χωρίς τους φόρους υπέρ των βιομηχάνων, που ονομάζονταν δασμοί εισαγωγής.
Ο προστατευτισμός δεν αφορά την οικονομία στο σύνολό της· ωφελεί τους λίγους παραγωγούς και κοστίζει στους πολλούς καταναλωτές. Είναι δε καταστροφικός για μια χώρα, διότι:
Δημιουργεί εφησυχασμένους επιχειρηματίες που -αφού το κράτος τούς εξασφαλίζει τους πελάτες- δεν έχουν κανέναν κίνητρο να βελτιώσουν την ποιότητα του προϊόντος τους για να πουλήσουν περισσότερο και να αυξήσουν την παραγωγικότητα της επιχείρησής τους για να φτιάξουν πιο φθηνά προϊόντα.
Η ακροδεξιά και ακροαριστερή προπαγάνδα υπέρ των «εθνικών λύσεων» δεν είναι υπέρ των πολιτών, αλλά υπέρ λίγων παραγωγών και βιομηχάνων. Υπό τον μανδύα του «εθνικού», κρύβονται βασικές αντιθέσεις της κοινωνίας. Οι τάχαμου «εθνικές λύσεις» είναι μασκαρεμένη απόπειρα ληστείας των πολλών για την ευημερία των λίγων. Οι «φίλοι του λαού» -από τη Χρυσή Αυγή μέχρι τη Λαϊκή Ενότητα του κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη- θέλουν να κάνουν πιο φτωχούς τους πολίτες, στερώντας τους το δικαίωμα να διαλέξουν.
Ολοι οι περιορισμοί της ελευθερίας των ανθρώπων φορούν ευγενική μουτσούνα. Για χάρη κάποιων ελάχιστων μπανανοπαραγωγών, εκατομμύρια Ελληνες κατά το παρελθόν δεν είχαν το δικαίωμα να διαλέγουν. «Μικρό το κακό», θα πουν οι ανόητοι της Ακροδεξιάς ή της Ακροαριστεράς. Μα και η ΕΣΣΔ ως άθροισμα «μικρών κακών» παρουσιαζόταν, ασχέτως αν κατέληξε ένα συμπαγές βουνό περιττωμάτων.
Φρεντερίκ Μπαστιά, «Η σπασμένη τζαμαρία» (μέρος δεύτερο: «Οι εμπορικοί περιορισμοί»), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου