Γράφει " "
Λοιπόν, θα είμαι σύντομος και θα είμαι σαφής – μη προς κακοφανισμό σου, Γιάνη μου.
Οι ειδικοί λένε πως το μεγαλύτερο βήμα προς τη θεραπεία είναι να παραδεχτείς την αρρώστια σου. Το ίδιο λέει και η μάνα μου που με ανάγκασε να μπω στο πρόγραμμα αυτοκριτικής αλλιώς θα με πετάξει έξω απ' το σπίτι.
Υποκλίνομαι λοιπόν εξ ανάγκης στους ειδικούς και τους σπουδαγμένους- μη προς κακοφανισμό σας, κυρ Χαϊκάλη μου. Παραδέχομαι: ΕΙΜΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΛΑΚΑΣ.
-Λένε ότι πιστεύω εύκολα ό,τι με συμφέρει, ακόμα κι αν κατά βάθος ξέρω ότι αυτό θα με οδηγήσει σε συμφορά. Δεν σταματάω να πιστεύω ακόμα κι όταν βλέπω πως η συμφορά μου συμφέρει αυτούς που μου είπαν αυτό που πίστεψα. Αυτό, λένε, οφείλεται στο δεύτερο θέμα μου
-Λένε ότι είμαι ξερόλας. Δε πα να λένε. Είμαι γαμάτος. Και του λιμανιού και του σαλονιού. Και του κοστουμιού και της λετσαρίας. Όπου να με βάλεις στέκομαι. Και στα ουζερί και στο Γιουρογκρούπ. Προτιμώ βέβαια το ουζερί - εκεί στο Γιουρογκρούπ είναι μαζεμένοι κάτι άλλοι ξερόλες που μου κουνάνε τα γαμοπτυχία τους, μου αμολάνε κάτι νούμερα και μου ψαλιδίζουν το όνειρο. Λέγοντας όνειρο, θυμάμαι το άλλο που μου καταλογίζουν
-Είμαι ονειροπόλος. Από τη στιγμή που γεννήθηκα ονειρεύτηκα ότι το πεπρωμένο μου με προόριζε για ηγέτη, για μεγάλη μούρη, για γενικό γαμάω. Είμαι έλληνας οριτζινάλε, αρχαίος λαός, με αίμα δυνατό, ατόφιο. Ονειρεύτηκα να με φοβούνται αυτά τα σάπια μόμολα του κατεστημένου, να μπαίνω στα σαλόνια τους, στα εργοστάσιά τους, στη Βουλή τους και να τα γαμάω όλα.
Η μάνα μου, γυναίκα λίγη και με ψυχολογία πλύστρας, μουρμούριζε πως για να γίνω κάτι έπρεπε να κάτσω τον κώλο μου στα θρανία και να μη σηκώνω κεφάλι.
Μαλακίες. Είδαμε κι εκείνη τι έβγαλε που δεν σήκωσε κεφάλι. Μια ζωή μετρούσε φραγκοδίφραγκα.
Μου 'λεγε, αν δεν μετρήσω δεν θα ξέρω τι έχω για να πληρώσω νοίκι, φαΐ και τα χρέη μας.
Της είπα μάνα μην είσαι θυματάρα. Έχω τον Βαρουφάκη εδώ, επιστημονάρα και τρελό γκομενάκι. Ρώτα τον, μωρή κότα. Δεν χρειάζονται οι αριθμοί, τα νούμερα. Θα τους πείσει με το λέγειν του, με τον τρόπο του, με τη γαματοσύνη του. Είναι ηλίθιοι όλοι αυτοί οι ξένοι, δεν βλέπεις που δεν μπορούν να πουν μια ελληνική λέξη τόσα χρόνια;
-Είδες τι πάθαμε τώρα, είπε η μάνα κι έψαχνε ίσκιο έξω από τα ΑΤΜ.
-Μας κάνουν πόλεμο μάνα, της είπα.
-Σιγά ωρέ γέρο του Μωριά, μου είπε και έβγαλε το δελτίο προτεραιότητας.
–Εσύ μ' έφαγες, της είπα. Εσύ με την ηττοπάθειά σου μου γαμάς την ψυχολογία. Πράγμα που με οδηγεί στο επόμενο θέμα μου
-Δεν γουστάρω την πραγματικότητα. Μη με παρεξηγείτε, δεν είμαι βλαμμένος. Θα τη γούσταρα πολύ αν είχα μια βιλάρα, 2-3 γκομενάρες και μια τράπεζα να δουλεύει για πάρτη μου όπως μου αξίζει. Τώρα, γιατί να γουστάρω; Δουλεύω υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ και βάζω σολωμό στα ψυγεία τους, όχι στο δικό μου. Θα την πολεμήσω λοιπόν την πουτάνα την πραγματικότητα. Θα την γράψω στα παπάρια μου. Αυτό δεν έκανε ο σύντροφος Κατρούγκαλος;
Διόριζε τα πελατάκια του; Όχι. Εφερνε κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό δεν έκανε και η Ζωή; Βούλωνε στόματα; Όχι! Εφάρμοζε τη δημοκρατία στην πράξη. Άδικα τους λατρεύω εγώ ο πολύπαθος λαός; Άδικα θέλω να τους μοιάσω;
Ε, λοιπόν:
Θα τον βουτήξω τον σολωμό και τις μπελούγκες. Στην επόμενη διαδήλωση θα ρίξω πέτρες στις βιτρίνες του, θα τα σπάσω όλα και θα πετάξω αυτά που δεν έχω για να μην τα έχει κανείς. Πουτάνα όλα θα τα κάνω. Μη με κοιτάς στραβά μάνα. Εδώ έχουμε πόλεμο.
-Όταν έχεις πόλεμο ετοιμάζεσαι, μου είπε η μαλακισμένη κουνώντας το κεφάλι. Βρίσκεις εφόδια, κάνεις σχεδιασμό με τους καλύτερους στρατηγούς σου, βρίσκεις τους συμμάχους σου. Δεν παίρνεις μια πέτρα και κοπανάς τον αέρα. Η πέτρα, γιε μου, άμα δεν τη στείλεις σωστά πέφτει στο πόδι σου.
Και είχε δίκιο η μαλακισμένη. Στο πόδι μου έπεσε.
Όπως σας είπα είμαι ο λαός και έχω πρόβλημα. Η μάνα μου είναι ηλίθια, γαμώ την ατυχία μου.
Χάθηκε να έχω καμιά ανοιχτομάτα και καπάτσα, όπως η μανούλα της Νάντιας;
Λοιπόν, θα είμαι σύντομος και θα είμαι σαφής – μη προς κακοφανισμό σου, Γιάνη μου.
Οι ειδικοί λένε πως το μεγαλύτερο βήμα προς τη θεραπεία είναι να παραδεχτείς την αρρώστια σου. Το ίδιο λέει και η μάνα μου που με ανάγκασε να μπω στο πρόγραμμα αυτοκριτικής αλλιώς θα με πετάξει έξω απ' το σπίτι.
Υποκλίνομαι λοιπόν εξ ανάγκης στους ειδικούς και τους σπουδαγμένους- μη προς κακοφανισμό σας, κυρ Χαϊκάλη μου. Παραδέχομαι: ΕΙΜΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΜΑΛΑΚΑΣ.
-Λένε ότι πιστεύω εύκολα ό,τι με συμφέρει, ακόμα κι αν κατά βάθος ξέρω ότι αυτό θα με οδηγήσει σε συμφορά. Δεν σταματάω να πιστεύω ακόμα κι όταν βλέπω πως η συμφορά μου συμφέρει αυτούς που μου είπαν αυτό που πίστεψα. Αυτό, λένε, οφείλεται στο δεύτερο θέμα μου
-Λένε ότι είμαι ξερόλας. Δε πα να λένε. Είμαι γαμάτος. Και του λιμανιού και του σαλονιού. Και του κοστουμιού και της λετσαρίας. Όπου να με βάλεις στέκομαι. Και στα ουζερί και στο Γιουρογκρούπ. Προτιμώ βέβαια το ουζερί - εκεί στο Γιουρογκρούπ είναι μαζεμένοι κάτι άλλοι ξερόλες που μου κουνάνε τα γαμοπτυχία τους, μου αμολάνε κάτι νούμερα και μου ψαλιδίζουν το όνειρο. Λέγοντας όνειρο, θυμάμαι το άλλο που μου καταλογίζουν
-Είμαι ονειροπόλος. Από τη στιγμή που γεννήθηκα ονειρεύτηκα ότι το πεπρωμένο μου με προόριζε για ηγέτη, για μεγάλη μούρη, για γενικό γαμάω. Είμαι έλληνας οριτζινάλε, αρχαίος λαός, με αίμα δυνατό, ατόφιο. Ονειρεύτηκα να με φοβούνται αυτά τα σάπια μόμολα του κατεστημένου, να μπαίνω στα σαλόνια τους, στα εργοστάσιά τους, στη Βουλή τους και να τα γαμάω όλα.
Η μάνα μου, γυναίκα λίγη και με ψυχολογία πλύστρας, μουρμούριζε πως για να γίνω κάτι έπρεπε να κάτσω τον κώλο μου στα θρανία και να μη σηκώνω κεφάλι.
Μαλακίες. Είδαμε κι εκείνη τι έβγαλε που δεν σήκωσε κεφάλι. Μια ζωή μετρούσε φραγκοδίφραγκα.
Μου 'λεγε, αν δεν μετρήσω δεν θα ξέρω τι έχω για να πληρώσω νοίκι, φαΐ και τα χρέη μας.
Της είπα μάνα μην είσαι θυματάρα. Έχω τον Βαρουφάκη εδώ, επιστημονάρα και τρελό γκομενάκι. Ρώτα τον, μωρή κότα. Δεν χρειάζονται οι αριθμοί, τα νούμερα. Θα τους πείσει με το λέγειν του, με τον τρόπο του, με τη γαματοσύνη του. Είναι ηλίθιοι όλοι αυτοί οι ξένοι, δεν βλέπεις που δεν μπορούν να πουν μια ελληνική λέξη τόσα χρόνια;
-Είδες τι πάθαμε τώρα, είπε η μάνα κι έψαχνε ίσκιο έξω από τα ΑΤΜ.
-Μας κάνουν πόλεμο μάνα, της είπα.
-Σιγά ωρέ γέρο του Μωριά, μου είπε και έβγαλε το δελτίο προτεραιότητας.
–Εσύ μ' έφαγες, της είπα. Εσύ με την ηττοπάθειά σου μου γαμάς την ψυχολογία. Πράγμα που με οδηγεί στο επόμενο θέμα μου
-Δεν γουστάρω την πραγματικότητα. Μη με παρεξηγείτε, δεν είμαι βλαμμένος. Θα τη γούσταρα πολύ αν είχα μια βιλάρα, 2-3 γκομενάρες και μια τράπεζα να δουλεύει για πάρτη μου όπως μου αξίζει. Τώρα, γιατί να γουστάρω; Δουλεύω υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ και βάζω σολωμό στα ψυγεία τους, όχι στο δικό μου. Θα την πολεμήσω λοιπόν την πουτάνα την πραγματικότητα. Θα την γράψω στα παπάρια μου. Αυτό δεν έκανε ο σύντροφος Κατρούγκαλος;
Διόριζε τα πελατάκια του; Όχι. Εφερνε κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό δεν έκανε και η Ζωή; Βούλωνε στόματα; Όχι! Εφάρμοζε τη δημοκρατία στην πράξη. Άδικα τους λατρεύω εγώ ο πολύπαθος λαός; Άδικα θέλω να τους μοιάσω;
Ε, λοιπόν:
Θα τον βουτήξω τον σολωμό και τις μπελούγκες. Στην επόμενη διαδήλωση θα ρίξω πέτρες στις βιτρίνες του, θα τα σπάσω όλα και θα πετάξω αυτά που δεν έχω για να μην τα έχει κανείς. Πουτάνα όλα θα τα κάνω. Μη με κοιτάς στραβά μάνα. Εδώ έχουμε πόλεμο.
-Όταν έχεις πόλεμο ετοιμάζεσαι, μου είπε η μαλακισμένη κουνώντας το κεφάλι. Βρίσκεις εφόδια, κάνεις σχεδιασμό με τους καλύτερους στρατηγούς σου, βρίσκεις τους συμμάχους σου. Δεν παίρνεις μια πέτρα και κοπανάς τον αέρα. Η πέτρα, γιε μου, άμα δεν τη στείλεις σωστά πέφτει στο πόδι σου.
Και είχε δίκιο η μαλακισμένη. Στο πόδι μου έπεσε.
Όπως σας είπα είμαι ο λαός και έχω πρόβλημα. Η μάνα μου είναι ηλίθια, γαμώ την ατυχία μου.
Χάθηκε να έχω καμιά ανοιχτομάτα και καπάτσα, όπως η μανούλα της Νάντιας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου