Στις ημέρες δόξας που ακολούθησαν το τέλος της αποικιοκρατίας, η έμφαση
στη Μέση Ανατολή και στον αραβικό κόσμο δόθηκε στη δημιουργία
παναραβικής εθνικής ταυτότητας.
Η Συρία, με το μωσαϊκό σουνιτών,
αλαουιτών, δρούζων και των πολλών της χριστιανών, επαίρετο ότι ήταν «η
καρδιά του παναραβισμού». Ακόμη και στον Λίβανο, με τις περίπλοκες δομές
μοιρασιάς της εξουσίας, η θρησκευτική ταυτότητα παρέμενε προσωπική
υπόθεση, ενώ οι μεικτοί γάμοι αποτελούσαν συνηθισμένο φαινόμενο.
Το κόμμα Μπάαθ, που κυβερνούσε σε Δαμασκό και Βαγδάτη, υπήρξε δημιούργημα του χριστιανού ιδεολόγου Μισέλ Αφλάκ. Δύο Παλαιστίνιοι ηγέτες, ο Ζορζ Χαμπάς και ο Ναϊέφ Χαουατμέχ, ήταν χριστιανοί, όπως και ο Ζορζ Αντονιούς, ο σπουδαίος ιστορικός του αραβικού εθνικισμού.
Στο Ιράκ, που δημιουργήθηκε από την ένωση τριών οθωμανικών επαρχιών, τα κυρίαρχα φύλα ήταν μία φτωχή αγροτική σιιτική πλειοψηφία, μία σουνιτική μειοψηφία και η κουρδική κοινότητα. Ο σουνίτης Σαντάμ Χουσεΐν εκμεταλλεύθηκε το κοινό τους χαρακτηριστικό, την καταπίεση, για να τους ενώσει. Την αλλαγή ευνόησε ως καταλύτης η ιρανική ισλαμική επανάσταση του 1979, που ενέπνευσε τους απανταχού σιίτες.
Οι θρησκευτικές διαφορές, όμως, υπήρξαν ανέκαθεν συνδεδεμένες με την ισχύ, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τα εδάφη.
Στο Μπαχρέιν, η
σουνιτική δυναστεία Αλ Χαλίφα κυβερνά πάνω σε μια καταπιεσμένη σιιτική
πλειοψηφία. Παρά ταύτα, το καθεστώς της Μανάμα κατηγορεί το Ιράν ως
υπαίτιο του κύματος διαμαρτυρίας, τακτική την οποία ακολουθεί και η
Σαουδική Αραβία. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κατηγορίες αποκρύπτουν
υπαρκτά τοπικά προβλήματα.
Ο αιματηρός εμφύλιος στη Συρία έχει ενισχύσει τα θρησκευτικά μίση, οδηγώντας στη συνολική ταύτιση των αλαουιτών με τον Μπασάρ αλ Ασαντ και των σουνιτών με την αντιπολίτευση στο πολίτευμά του.
Η σιιτική Χεζμπολάχ
στον Λίβανο ενισχύει τη στάση αυτή, καθώς υποστηρίζεται από το Ιράν και
στηρίζει τον Ασαντ.
Εξτρεμιστές σουνίτες ιεροκήρυκες καταδικάζουν τους σιίτες ως ειδωλολάτρες, ενώ οι φανατικοί τζιχαντιστές, όπως το «Ισλαμικό Κράτος», δολοφονούν σιίτες χαρακτηρίζοντάς τους «τακφιρί» (αποστάτες).
Τα θρησκευτική μίση, όμως, δεν αποτελούν το μοναδικό αίτιο διχασμού στη Μέση Ανατολή:
Στην Υεμένη, οι αντάρτες Χούτι της φατρίας των Ζαϊντί
σχετίζονται με τον σιιτισμό, αλλά προσεγγίζουν ιδεολογικά το σουνιτικό
δόγμα της πλειοψηφίας των κατοίκων της χώρας. Η στήριξη την οποία
εξασφαλίζουν από το Ιράν οφείλεται στην πρόθεση της Τεχεράνης να
κερδίσει συμμάχους και να προβάλει την ισχύ της.
Οι γεωπολιτικές
συνθήκες είναι αυτές που δίνουν στην κρίση της Υεμένης τη θρησκευτική
της διάσταση και όχι το αντίθετο.
Παρότι οι Αιγύπτιοι είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα σουνίτες, η επανάσταση του 2011 και η διχαστική και καταπιεστική της εξέλιξη οδήγησαν στην ταύτιση της μειονότητας των χριστιανών κοπτών με το καθεστώς Μουμπάρακ, καθιστώντας τους στόχους των ισλαμιστών.
Στη Βόρεια Αφρική, όπου ξεκίνησε τόσο ελπιδοφόρα η Αραβική Ανοιξη με την εξέγερση στην Τυνησία, οι θρησκευτικές διενέξεις δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων, παρά την εξάπλωση του εξτρεμισμού εξαιτίας του πολέμου στη Συρία και την ενίσχυση του «Ισλαμικού Κράτους». Στη Λιβύη, το Μαρόκο και την Αλγερία, τα δικαιώματα και η εθνική ταυτότητα των Βερβέρων αποτελούν σημαντικά ζητήματα, χωρίς ωστόσο να προσφέρουν την αφορμή για κρίση.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι η αραβική
αφύπνιση ξεκίνησε παντού με εκκλήσεις για κοσμικές μεταρρυθμίσεις.
«Ανεξάρτητα από τη φατρία, τη φυλή, το θρήσκευμα, το δόγμα ή την εθνική
τους ομάδα, οι πολίτες απαίτησαν αξιοπρέπεια πριν από κάθε τι άλλο. Οι
θρησκευτικές διενέξεις εμφανίσθηκαν πολύ αργότερα», έγραψε ο Ταλάλ
Σαλμάν στη λιβανική εφημερίδα Αl Safir.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου