Toυ MARK GILBERT / BLOOMBERG
Ο φιλόσοφος Βίτγκενσταϊν υποστήριζε ότι είναι αδύνατο να υπάρξει συζήτηση περί προσωπικών αισθημάτων όπως ο πόνος διότι «δεν είναι κάτι, αλλά ούτε και τίποτα».
Αυτό το αινιγματικό απόφθεγμα είναι χρήσιμο στην προσπάθεια να αναλογιστούμε αν η άσχημη έκβαση της ελληνικής κρίσης θα επηρεάσει αρνητικά και άλλα μέλη της Ζώνης του Ευρώ.
Για παράδειγμα, οι επενδυτές θα μπορούσαν να σκεφτούν πως αν φύγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη, τότε θα μπορούσε να ακολουθήσει η Πορτογαλία. Τότε θα μπορούσαν να απαιτήσουν υψηλότερη οικονομική ανταμοιβή για να δεχθούν να αγοράσουν πορτογαλικά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας.
Μέχρι σήμερα η αδυναμία της Ελλάδας να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές για το πώς θα πάρει νέα χρήματα δεν έχει ταρακουνήσει τις αγορές, με εξαίρεση την σχεδόν ανεπαίσθητη αύξηση την περασμένη εβδομάδα της απόδοσης των πορτογαλικών, ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων.
Οπως επισημαίνει ο Λούκα Κατσουλάνι της τράπεζας Unicredit, η συσχέτιση μεταξύ του κόστους δανεισμού των Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Ελλάδας μειώνεται σταθερά από τα μέσα του περασμένου έτους και μετά. Για παράδειγμα η συσχέτιση των ισπανικών δεκαετών ομολόγων ήταν 0,6% τον Ιούνιο του 2014 (τιμή 1 σημαίνει ότι ταυτίζεται η διακύμανση των αποδόσεων). Σήμερα η συσχέτιση είναι μικρότερη από 0,2%. Η ελληνική οικονομία συνεισφέρει το αμελητέο 1,8% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Οι τράπεζες της περιοχής έχουν περιορίσει δραστικά την έκθεσή τους στην Ελλάδα. Οι πιστωτές της χώρας είναι κυρίως επίσημοι οργανισμοί. Για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λέει ότι έχει έκθεση ύψους 110 δισ. ευρώ, ενώ η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει δόση ύψους 775 εκατ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 12 Μαΐου.
Αν ξεμείνει από χρήματα η Ελλάδα, αυτό δεν θα σημάνει οικονομική καταστροφή για τους γείτονές της.
Ολα αυτά κάνουν πιο ενδιαφέρον το ερώτημα που έθεσε αυτή την εβδομάδα σε ενημερωτικό του σημείωμα ο Γενς Νόρντβιγκ, διευθυντής του τμήματος ερευνών νομισμάτων της Nomura: Γιατί εξακολουθεί να βρίσκεται η Ελλάδα στο επίκεντρο της προσοχής αν θεωρείται ασήμαντη από οικονομικής και χρηματοπιστωτικής απόψεως;
Στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ/Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα, το νούμερο ένα θέμα συζήτησης ήταν, καλά το μαντέψατε, η Ελλάδα. Η απάντηση οφείλεται εν μέρει στην επιθυμία μας να παρακολουθούμε καταστροφές: στο νοσηρό ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε αν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη.
Η έλλειψη εξάπλωσης της ανησυχίας θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στην προσδοκία των επενδυτών ότι με κάποιο τρόπο θα συναφθεί συμφωνία η οποία θα αποτρέψει τη χρεοκοπία της Ελλάδας και θα επιτρέψει στη χώρα να παραμείνει στο ευρώ. Για παράδειγμα, η Pimco εκτιμάει ότι υπάρχει πιθανότητα 30% να συμβεί ένα ατύχημα που θα οδηγήσει στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει πιθανότητα 70% να παραμείνει ενωμένη η Ευρωζώνη. Ομως ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο παραμένει η Ελλάδα στο επίκεντρο της προσοχής είναι, νομίζω:
Tο στοιχείο της αβεβαιότητας, το δίλημμα κάτι/τίποτε.
Μπορεί να αποδειχθεί ότι η εξάπλωση της κρίσης είναι πράγματι πιθανή, μπορεί και όχι. Ο Νόρντβιγκ συμφωνεί: Απλώς οι επενδυτές δεν είναι ακόμη σίγουροι. Βασική τους υπόθεση είναι ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα από την άποψη της διαχείρισης των μεγάλων χαρτοφυλακίων, ακόμη και αν αποδειχτεί πραγματική τραγωδία σε τοπικό επίπεδο.
Πώς μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι;
Δεν έχεις κάθε μέρα μια χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από την Ευρωζώνη. Οι ηγέτες της Ευρωζώνης επιμένουν ομοφώνως ότι έχουν λάβει μέτρα προστασίας απέναντι στην Ελλάδα και ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να αντέξει την αποχώρηση του πιο αδύναμου μέλους του. Μπορεί να έχουν δίκιο. Αλλά δεν θα μάθουμε αν θα υπάρξει μετάδοση της κρίσης ή όχι μέχρι η Ελλάδα να βγει από το ευρώ.
Ο φιλόσοφος Βίτγκενσταϊν υποστήριζε ότι είναι αδύνατο να υπάρξει συζήτηση περί προσωπικών αισθημάτων όπως ο πόνος διότι «δεν είναι κάτι, αλλά ούτε και τίποτα».
Αυτό το αινιγματικό απόφθεγμα είναι χρήσιμο στην προσπάθεια να αναλογιστούμε αν η άσχημη έκβαση της ελληνικής κρίσης θα επηρεάσει αρνητικά και άλλα μέλη της Ζώνης του Ευρώ.
Για παράδειγμα, οι επενδυτές θα μπορούσαν να σκεφτούν πως αν φύγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη, τότε θα μπορούσε να ακολουθήσει η Πορτογαλία. Τότε θα μπορούσαν να απαιτήσουν υψηλότερη οικονομική ανταμοιβή για να δεχθούν να αγοράσουν πορτογαλικά κρατικά ομόλογα, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόστος δανεισμού της Πορτογαλίας.
Μέχρι σήμερα η αδυναμία της Ελλάδας να έρθει σε συμφωνία με τους δανειστές για το πώς θα πάρει νέα χρήματα δεν έχει ταρακουνήσει τις αγορές, με εξαίρεση την σχεδόν ανεπαίσθητη αύξηση την περασμένη εβδομάδα της απόδοσης των πορτογαλικών, ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων.
Οπως επισημαίνει ο Λούκα Κατσουλάνι της τράπεζας Unicredit, η συσχέτιση μεταξύ του κόστους δανεισμού των Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Ελλάδας μειώνεται σταθερά από τα μέσα του περασμένου έτους και μετά. Για παράδειγμα η συσχέτιση των ισπανικών δεκαετών ομολόγων ήταν 0,6% τον Ιούνιο του 2014 (τιμή 1 σημαίνει ότι ταυτίζεται η διακύμανση των αποδόσεων). Σήμερα η συσχέτιση είναι μικρότερη από 0,2%. Η ελληνική οικονομία συνεισφέρει το αμελητέο 1,8% στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Οι τράπεζες της περιοχής έχουν περιορίσει δραστικά την έκθεσή τους στην Ελλάδα. Οι πιστωτές της χώρας είναι κυρίως επίσημοι οργανισμοί. Για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λέει ότι έχει έκθεση ύψους 110 δισ. ευρώ, ενώ η Ελλάδα πρέπει να αποπληρώσει δόση ύψους 775 εκατ. ευρώ προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στις 12 Μαΐου.
Αν ξεμείνει από χρήματα η Ελλάδα, αυτό δεν θα σημάνει οικονομική καταστροφή για τους γείτονές της.
Ολα αυτά κάνουν πιο ενδιαφέρον το ερώτημα που έθεσε αυτή την εβδομάδα σε ενημερωτικό του σημείωμα ο Γενς Νόρντβιγκ, διευθυντής του τμήματος ερευνών νομισμάτων της Nomura: Γιατί εξακολουθεί να βρίσκεται η Ελλάδα στο επίκεντρο της προσοχής αν θεωρείται ασήμαντη από οικονομικής και χρηματοπιστωτικής απόψεως;
Στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ/Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον την περασμένη εβδομάδα, το νούμερο ένα θέμα συζήτησης ήταν, καλά το μαντέψατε, η Ελλάδα. Η απάντηση οφείλεται εν μέρει στην επιθυμία μας να παρακολουθούμε καταστροφές: στο νοσηρό ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε αν θα διαλυθεί η Ευρωζώνη.
Η έλλειψη εξάπλωσης της ανησυχίας θα μπορούσε επίσης να οφείλεται στην προσδοκία των επενδυτών ότι με κάποιο τρόπο θα συναφθεί συμφωνία η οποία θα αποτρέψει τη χρεοκοπία της Ελλάδας και θα επιτρέψει στη χώρα να παραμείνει στο ευρώ. Για παράδειγμα, η Pimco εκτιμάει ότι υπάρχει πιθανότητα 30% να συμβεί ένα ατύχημα που θα οδηγήσει στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει πιθανότητα 70% να παραμείνει ενωμένη η Ευρωζώνη. Ομως ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο παραμένει η Ελλάδα στο επίκεντρο της προσοχής είναι, νομίζω:
Tο στοιχείο της αβεβαιότητας, το δίλημμα κάτι/τίποτε.
Μπορεί να αποδειχθεί ότι η εξάπλωση της κρίσης είναι πράγματι πιθανή, μπορεί και όχι. Ο Νόρντβιγκ συμφωνεί: Απλώς οι επενδυτές δεν είναι ακόμη σίγουροι. Βασική τους υπόθεση είναι ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει σημαντικό πρόβλημα από την άποψη της διαχείρισης των μεγάλων χαρτοφυλακίων, ακόμη και αν αποδειχτεί πραγματική τραγωδία σε τοπικό επίπεδο.
Πώς μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι;
Δεν έχεις κάθε μέρα μια χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από την Ευρωζώνη. Οι ηγέτες της Ευρωζώνης επιμένουν ομοφώνως ότι έχουν λάβει μέτρα προστασίας απέναντι στην Ελλάδα και ότι το κοινό νόμισμα μπορεί να αντέξει την αποχώρηση του πιο αδύναμου μέλους του. Μπορεί να έχουν δίκιο. Αλλά δεν θα μάθουμε αν θα υπάρξει μετάδοση της κρίσης ή όχι μέχρι η Ελλάδα να βγει από το ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου