Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Αυτά τα συγκαταβατικά περί Γερμανών, ότι δεν
έχουν χιούμορ και τα τοιαύτα, πρέπει να τα αναθεωρήσουμε μετά την
αποκάλυψη ότι το δήθεν παραποιημένο βίντεο με το δάχτυλο του Βαρουφάκη
ήταν αυθεντικό, ενώ το δήθεν αυθεντικό ήταν παραποιημένο και επρόκειτο
για αστείο σατιρικής εκπομπής της γερμανικής τηλεόρασης.
Ανεξαρτήτως του αν ο στόχος της σατιρικής εκπομπής των Γερμανών ήταν η «από καθέδρας δημοσιογραφία» στη χώρα τους και όχι ο Γιάννης Βαρουφάκης, όπως υποστηρίζουν οι δράστες του αστείου, το γεγονός είναι ότι η πλάκα εις βάρος του ιδιόρρυθμου υπουργού Οικονομικών της χώρας ήταν μεγαλειώδης. Διότι, φαντασθείτε, τι πρέπει να έγινε για λίγες στιγμές μέσα στο κεφάλι του Βαρουφάκη: ο ίδιος αρνείται ότι έκανε τη χειρονομία, ωστόσο μέσα του ξέρει ότι την έκανε (και την κατέστησε σαφή με τα λόγια κιόλας)· και, ξαφνικά, ακούει ότι κάποιοι Γερμανοί παραδέχονται ότι κατασκεύασαν μια σκηνή που ο ίδιος ξέρει ότι είναι αληθινή. Ηλεκτρική καταιγίδα πρέπει να προκλήθηκε εκείνη την ώρα στο κεφάλι του και, στιγμιαία, ίσως έχασε το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης.
Ηταν αναμενόμενο, βέβαια, οι υπεύθυνοι της εκπομπής να επισημάνουν ότι δεν είχαν ως στόχο τον Γ. Βαρουφάκη. Το δούλεμα στον Ελληνα υπουργό είναι τόσο εύκολη υπόθεση, ώστε αν κάποιος παραδεχθεί ότι αυτόν είχε ως στόχο της σάτιράς του, ουσιαστικά ομολογεί ότι είναι ένας άκαρδος και αναίσθητος άνθρωπος, έτοιμος να εκμεταλλευθεί την αδυναμία συνανθρώπων του για να διασκεδάσει.
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία αυτή ξεθώριασε – περιμένουμε το επόμενο κατόρθωμα του Γιάννη Βαρουφάκη.
Παρ’ όλα αυτά, ως κατακλείδα της υπόθεσης ώστε «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ένα δίκαιο στην άσεμνη χειρονομία του υπουργού, που συνηθίζει να επιπλήττει τους «ανάγωγους» συνομιλητές του όταν είναι δημοσιογράφοι και τον πιέζουν. Κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι ανταπέδωσε για την προσβολή του Focus στην Αφροδίτη της Μήλου. Εφόσον το γλυπτό αυτό εκφράζει το ελληνικό κάλλος (παρακαλώ πολύ: όχι απρεπή λογοπαίγνια...), ποιος άλλος θα μπορούσε να απαντήσει εκ μέρους του, αν όχι ο Γιάννης Βαρουφάκης;
Ανώτερος του Τζίμη!
Καλό είναι να κοπάσει κάποτε ο θόρυβος γύρω από την κωμωδία που ανεβάζει ο Γ. Βαρουφάκης, διότι επισκιάζει την άλλη εξαίρετη κωμωδία με τον Γιάννη Πανούση.
Αυτοί οι δύο θυμίζουν κάπως Φρανκ Σινάτρα και Τόνι Μπένετ:
Κορυφαίος τραγουδιστής της τζαζ ο Μπένετ (και επίσης ιταλικής καταγωγής όπως ο Σινάτρα), είχε την ατυχία η καριέρα του να εκτυλιχθεί παράλληλα με εκείνη του Σινάτρα, ο οποίος ήταν κάτι περισσότερο από κορυφαίος, ήταν μοναδικός.
Παρομοίως και με τον Τζόνη Πανούση: απορροφημένοι στο δάχτυλο του Βαρουφάκη, χάσαμε τον απεγνωσμένο αυτοσχεδιασμό του Πανούση με αφορμή την επανεμφάνιση του Κρατιδίου των Εξαρχείων.
Η από καιρού αναμενόμενη επανεμφάνιση του Κρατιδίου και των ιταμών διεκδικήσεών του (να καταλαμβάνουν τη Νομική, να καταστρέφουν δημόσια και ιδιωτική περιουσία κ.λπ.) εξελίχθηκε ομαλά, δηλαδή τελείως ανεμπόδιστα από την Αστυνομία, επειδή «η βασική αρχή του υπουργείου», επί υπουργίας Πανούση, «είναι να ακολουθεί διαδικασίες διαμεσολάβησης και συνεννόησης και όχι ιδεοληπτικούς δογματισμούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς», όπως το είπε ο ίδιος ο υπουργός.
Ο Τζόνης Πανούσης είναι μεγάλος καλλιτέχνης, γιατί κατορθώνει (άθελά του, αλλά αυτό δεν μειώνει το επίτευγμα) και διακωμωδεί τον κυνισμό, που αναπτύξαμε μέσα μας, ώστε να ανεχόμαστε τριάντα χρόνια τώρα μια συμμορία αναρχικών να λυμαίνεται τα Εξάρχεια και να εξορμά όποτε θέλει για καταστροφές και βανδαλισμούς στο κέντρο. Είναι πολύ δύσκολο αυτό που κάνει· και το πετυχαίνει, επειδή υπερασπίζεται εμπνευσμένα τον κυνισμό με τις μπαγιάτικες θεωρητικές αρλούμπες της κουλτούρας του Ντόλτσε.
Οι καταλήψεις, φερ’ ειπείν, δεν τον απασχολούν, επειδή «αυτά γίνονται στη μεταπολιτευτική Ελλάδα κάθε μέρα». Εξάλλου, «μιλάμε για επτά με οκτώ άτομα μέσα στη Νομική, δεν μιλάμε για μαφία, δεν μιλάμε για 3.000 άτομα να πεις ότι γίνεται πόλεμος», όπως είπε ενόσω διαρκούσε η κατάληψη και ο ίδιος παρέμενε απαθής.
Επομένως, σύμφωνα με τη λογική του, ποιος ο λόγος να επέμβει η Αστυνομία για κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα;
Να είναι κανένα φονικό ή κάτι εξαιρετικό τέλος πάντων, τότε ναι· όχι όμως για το καθημερινό και το τετριμμένο.
Η συχνότητα του συμβάντος είναι το μόνο κριτήριο σοβαρότητας που αναγνωρίζει ο υπουργός και θεωρεί την κατάληψη πρόβλημα που πρέπει να λύσει μόνη της η πανεπιστημιακή κοινότητα: «Στη Νομική αυτή την ώρα φαίνεται να είναι επτά με οκτώ άνθρωποι. Το πανεπιστήμιο έχει 30.000 φοιτητές και 500 καθηγητές. Οι φοιτητές να πάνε να τους βγάλουν έξω».
Αντιμετωπίζει το θέμα όπως πολλοί άλλοι προκάτοχοί του: με την ίδια δειλία και ανευθυνότητα. Καταφέρνει, όμως, να σε κάνει να πετάγεσαι από τα γέλια, για κάτι με το οποίο κανονικά αγανακτείς.
Ανάλογη, δηλαδή επαμφοτερίζουσα, αντιφατική και εν τέλει αστεία, είναι και η στάση του στο ζήτημα του Κρατιδίου των Εξαρχείων:
Αντιπαρέρχεται τις επίμονες επισημάνσεις των συνομιλητών του στις συνεντεύξεις, για τις εκτεταμένες ζημίες από τις περιστασιακές εξεγέρσεις των αναρχικών, με ένα ανυπόμονο «προφανώς, προφανώς», το οποίο σημαίνει: «Δεν με ενδιαφέρει, προχώρα παρακάτω».
Μας επισημαίνει, όμως, «τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αστυνόμευση και την τρομοκρατία», που προσπαθεί να σεβαστεί – διότι, αν δεν το ξέρετε, δύο πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι σίγουρα:
O θάνατος και ο σεβασμός του υπουργού Γ. Πανούση στις αρχές του.
Μένει ακλόνητος, λοιπόν, στην πίστη του στις «διαδικασίες διαμεσολάβησης και συνεννόησης» και, στην πράξη, αδιαφορεί για το κόστος της αποτυχίας της πολιτικής του. Τα Εξάρχεια, λέει, είναι «πολιτικό πρόβλημα» και ως τέτοιο, προσθέτει, «θέλει μια πολιτική συμφωνία». (Παρεμπιπτόντως, όπως η Ελλάδα διεκδικεί πολιτική συμφωνία με τους δανειστές της για να αποφύγει τις υποχρεώσεις της...)
Με ποιους θέλει την πολιτική συμφωνία;
Με τους κουκουλοφόρους, φαντάζομαι. Διότι, όπως εξηγεί σε άλλο σημείο της συνέντευξης, προασπίζεται την εφαρμογή του νόμου παντού και πάντα, αλλά «με πλήρη κοινωνική αποδοχή».
Προσωπικώς, δεν θυμάμαι ποτέ άλλο πολιτικό να ομολόγησε με τόσο αστείο τρόπο την ανημπόρια του – ούτε και καθηγητή της Νομικής, όμως, ο οποίος να τίναξε όλη την επιστήμη στον αέρα με ανάλογη ελαφρότητα...
Ως υπουργός ο Γιάννης Πανούσης είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για το αποτέλεσμα όσο για την εφαρμογή των αρχών του. Κατά τούτο, λοιπόν, η περίπτωσή του είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα της αυταρέσκειας του «καλού ανθρώπου». Υπάρχει ένα είδος «καλού ανθρώπου» που δεν πτοείται όταν οι καλές προθέσεις του προκαλούν περισσότερη δυστυχία, του αρκεί ότι ο ίδιος νιώθει καλός επειδή τις έχει.
Στην κατηγορία ανήκει ο κ. υπουργός...
Ανεξαρτήτως του αν ο στόχος της σατιρικής εκπομπής των Γερμανών ήταν η «από καθέδρας δημοσιογραφία» στη χώρα τους και όχι ο Γιάννης Βαρουφάκης, όπως υποστηρίζουν οι δράστες του αστείου, το γεγονός είναι ότι η πλάκα εις βάρος του ιδιόρρυθμου υπουργού Οικονομικών της χώρας ήταν μεγαλειώδης. Διότι, φαντασθείτε, τι πρέπει να έγινε για λίγες στιγμές μέσα στο κεφάλι του Βαρουφάκη: ο ίδιος αρνείται ότι έκανε τη χειρονομία, ωστόσο μέσα του ξέρει ότι την έκανε (και την κατέστησε σαφή με τα λόγια κιόλας)· και, ξαφνικά, ακούει ότι κάποιοι Γερμανοί παραδέχονται ότι κατασκεύασαν μια σκηνή που ο ίδιος ξέρει ότι είναι αληθινή. Ηλεκτρική καταιγίδα πρέπει να προκλήθηκε εκείνη την ώρα στο κεφάλι του και, στιγμιαία, ίσως έχασε το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης.
Ηταν αναμενόμενο, βέβαια, οι υπεύθυνοι της εκπομπής να επισημάνουν ότι δεν είχαν ως στόχο τον Γ. Βαρουφάκη. Το δούλεμα στον Ελληνα υπουργό είναι τόσο εύκολη υπόθεση, ώστε αν κάποιος παραδεχθεί ότι αυτόν είχε ως στόχο της σάτιράς του, ουσιαστικά ομολογεί ότι είναι ένας άκαρδος και αναίσθητος άνθρωπος, έτοιμος να εκμεταλλευθεί την αδυναμία συνανθρώπων του για να διασκεδάσει.
Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία αυτή ξεθώριασε – περιμένουμε το επόμενο κατόρθωμα του Γιάννη Βαρουφάκη.
Παρ’ όλα αυτά, ως κατακλείδα της υπόθεσης ώστε «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ένα δίκαιο στην άσεμνη χειρονομία του υπουργού, που συνηθίζει να επιπλήττει τους «ανάγωγους» συνομιλητές του όταν είναι δημοσιογράφοι και τον πιέζουν. Κατά κάποιο τρόπο, μπορούμε να πούμε ότι ανταπέδωσε για την προσβολή του Focus στην Αφροδίτη της Μήλου. Εφόσον το γλυπτό αυτό εκφράζει το ελληνικό κάλλος (παρακαλώ πολύ: όχι απρεπή λογοπαίγνια...), ποιος άλλος θα μπορούσε να απαντήσει εκ μέρους του, αν όχι ο Γιάννης Βαρουφάκης;
Ανώτερος του Τζίμη!
Καλό είναι να κοπάσει κάποτε ο θόρυβος γύρω από την κωμωδία που ανεβάζει ο Γ. Βαρουφάκης, διότι επισκιάζει την άλλη εξαίρετη κωμωδία με τον Γιάννη Πανούση.
Αυτοί οι δύο θυμίζουν κάπως Φρανκ Σινάτρα και Τόνι Μπένετ:
Κορυφαίος τραγουδιστής της τζαζ ο Μπένετ (και επίσης ιταλικής καταγωγής όπως ο Σινάτρα), είχε την ατυχία η καριέρα του να εκτυλιχθεί παράλληλα με εκείνη του Σινάτρα, ο οποίος ήταν κάτι περισσότερο από κορυφαίος, ήταν μοναδικός.
Παρομοίως και με τον Τζόνη Πανούση: απορροφημένοι στο δάχτυλο του Βαρουφάκη, χάσαμε τον απεγνωσμένο αυτοσχεδιασμό του Πανούση με αφορμή την επανεμφάνιση του Κρατιδίου των Εξαρχείων.
Η από καιρού αναμενόμενη επανεμφάνιση του Κρατιδίου και των ιταμών διεκδικήσεών του (να καταλαμβάνουν τη Νομική, να καταστρέφουν δημόσια και ιδιωτική περιουσία κ.λπ.) εξελίχθηκε ομαλά, δηλαδή τελείως ανεμπόδιστα από την Αστυνομία, επειδή «η βασική αρχή του υπουργείου», επί υπουργίας Πανούση, «είναι να ακολουθεί διαδικασίες διαμεσολάβησης και συνεννόησης και όχι ιδεοληπτικούς δογματισμούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς», όπως το είπε ο ίδιος ο υπουργός.
Ο Τζόνης Πανούσης είναι μεγάλος καλλιτέχνης, γιατί κατορθώνει (άθελά του, αλλά αυτό δεν μειώνει το επίτευγμα) και διακωμωδεί τον κυνισμό, που αναπτύξαμε μέσα μας, ώστε να ανεχόμαστε τριάντα χρόνια τώρα μια συμμορία αναρχικών να λυμαίνεται τα Εξάρχεια και να εξορμά όποτε θέλει για καταστροφές και βανδαλισμούς στο κέντρο. Είναι πολύ δύσκολο αυτό που κάνει· και το πετυχαίνει, επειδή υπερασπίζεται εμπνευσμένα τον κυνισμό με τις μπαγιάτικες θεωρητικές αρλούμπες της κουλτούρας του Ντόλτσε.
Οι καταλήψεις, φερ’ ειπείν, δεν τον απασχολούν, επειδή «αυτά γίνονται στη μεταπολιτευτική Ελλάδα κάθε μέρα». Εξάλλου, «μιλάμε για επτά με οκτώ άτομα μέσα στη Νομική, δεν μιλάμε για μαφία, δεν μιλάμε για 3.000 άτομα να πεις ότι γίνεται πόλεμος», όπως είπε ενόσω διαρκούσε η κατάληψη και ο ίδιος παρέμενε απαθής.
Επομένως, σύμφωνα με τη λογική του, ποιος ο λόγος να επέμβει η Αστυνομία για κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα;
Να είναι κανένα φονικό ή κάτι εξαιρετικό τέλος πάντων, τότε ναι· όχι όμως για το καθημερινό και το τετριμμένο.
Η συχνότητα του συμβάντος είναι το μόνο κριτήριο σοβαρότητας που αναγνωρίζει ο υπουργός και θεωρεί την κατάληψη πρόβλημα που πρέπει να λύσει μόνη της η πανεπιστημιακή κοινότητα: «Στη Νομική αυτή την ώρα φαίνεται να είναι επτά με οκτώ άνθρωποι. Το πανεπιστήμιο έχει 30.000 φοιτητές και 500 καθηγητές. Οι φοιτητές να πάνε να τους βγάλουν έξω».
Αντιμετωπίζει το θέμα όπως πολλοί άλλοι προκάτοχοί του: με την ίδια δειλία και ανευθυνότητα. Καταφέρνει, όμως, να σε κάνει να πετάγεσαι από τα γέλια, για κάτι με το οποίο κανονικά αγανακτείς.
Ανάλογη, δηλαδή επαμφοτερίζουσα, αντιφατική και εν τέλει αστεία, είναι και η στάση του στο ζήτημα του Κρατιδίου των Εξαρχείων:
Αντιπαρέρχεται τις επίμονες επισημάνσεις των συνομιλητών του στις συνεντεύξεις, για τις εκτεταμένες ζημίες από τις περιστασιακές εξεγέρσεις των αναρχικών, με ένα ανυπόμονο «προφανώς, προφανώς», το οποίο σημαίνει: «Δεν με ενδιαφέρει, προχώρα παρακάτω».
Μας επισημαίνει, όμως, «τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αστυνόμευση και την τρομοκρατία», που προσπαθεί να σεβαστεί – διότι, αν δεν το ξέρετε, δύο πράγματα σε αυτή τη ζωή είναι σίγουρα:
O θάνατος και ο σεβασμός του υπουργού Γ. Πανούση στις αρχές του.
Μένει ακλόνητος, λοιπόν, στην πίστη του στις «διαδικασίες διαμεσολάβησης και συνεννόησης» και, στην πράξη, αδιαφορεί για το κόστος της αποτυχίας της πολιτικής του. Τα Εξάρχεια, λέει, είναι «πολιτικό πρόβλημα» και ως τέτοιο, προσθέτει, «θέλει μια πολιτική συμφωνία». (Παρεμπιπτόντως, όπως η Ελλάδα διεκδικεί πολιτική συμφωνία με τους δανειστές της για να αποφύγει τις υποχρεώσεις της...)
Με ποιους θέλει την πολιτική συμφωνία;
Με τους κουκουλοφόρους, φαντάζομαι. Διότι, όπως εξηγεί σε άλλο σημείο της συνέντευξης, προασπίζεται την εφαρμογή του νόμου παντού και πάντα, αλλά «με πλήρη κοινωνική αποδοχή».
Προσωπικώς, δεν θυμάμαι ποτέ άλλο πολιτικό να ομολόγησε με τόσο αστείο τρόπο την ανημπόρια του – ούτε και καθηγητή της Νομικής, όμως, ο οποίος να τίναξε όλη την επιστήμη στον αέρα με ανάλογη ελαφρότητα...
Ως υπουργός ο Γιάννης Πανούσης είναι φανερό ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για το αποτέλεσμα όσο για την εφαρμογή των αρχών του. Κατά τούτο, λοιπόν, η περίπτωσή του είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα της αυταρέσκειας του «καλού ανθρώπου». Υπάρχει ένα είδος «καλού ανθρώπου» που δεν πτοείται όταν οι καλές προθέσεις του προκαλούν περισσότερη δυστυχία, του αρκεί ότι ο ίδιος νιώθει καλός επειδή τις έχει.
Στην κατηγορία ανήκει ο κ. υπουργός...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου