Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξακολουθεί να
απασχολεί τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
Πρώτα επειδή ισχυρίστηκε ότι οι
Μουσουλμάνοι ανακάλυψαν τον Νέο Κόσμο. Έπειτα επειδή είπε ότι «δεν
μπορείς να βάλεις τις γυναίκες και τους άντρες στην ίδια θέση». Την
περασμένη εβδομάδα επειδή υποστήριξε τη σύλληψη, από τη τουρκική
αστυνομία, ενός αριθμού δημοσιογράφων.
Αλλά μακροπρόθεσμα, όπως είπε, οι μεταρρυθμίσεις του στο τουρκικό
εκπαιδευτικό σύστημα θα γίνουν η πιο καθοριστική παρέμβαση για την
παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της επόμενης γενεάς. Στις αρχές Δεκεμβρίου ο
Ερντογάν υποστήριξε μία πρόταση του Συμβουλίου Εθνικής Εκπαίδευσης για
να γίνει η διδασκαλία της οθωμανικής γλώσσας - μίας παλαιότερης μορφής
της τουρκικής γλώσσας με αραβικούς χαρακτήρες - υποχρεωτική σε όλα τα
θρησκευτικά λύκεια και μάθημα επιλογής στα κοσμικά λύκεια. Το ίδιο
συμβούλιο πρότεινε η θρησκευτική εκπαίδευση να γίνει υποχρεωτική από την
ηλικία των έξι ετών.
Η απάντηση του προέδρου στις επικρίσεις που δέχθηκε για αυτές τις
πρωτοβουλίες από τούρκους πολιτικούς και οργανώσεις για τα πολιτικά
δικαιώματα ήταν χαρακτηριστική: οι αλλαγές θα γίνουν «είτε σας αρέσει
είτε όχι».
Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει συχνά στη Τουρκία, ένας
ιδεολογικός πόλεμος κυριάρχησε στην ατζέντα, ενώ οι πρακτικές ανάγκες
των επόμενων γενεών της Τουρκίας παραβλέφθηκαν.
Το συμβούλιο δεν έδωσε έμφαση στη διδασκαλία ξένων γλωσσών, για
παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν τα πάνε καλά με τις
γλώσσες εκτός από τη δική τους - ειδικά με γλώσσες όπως τα αγγλικά, τα
κινεζικά ή τα αραβικά που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των
τουρκικών επιχειρήσεων, τόσο στην περιφέρεια όσο και διεθνώς.
Ούτε δόθηκε έμφαση στην κριτική σκέψη ή στις δημοκρατικές αξίες -
αυτές τις αξίες που θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν την εσωστρεφή, αυστηρή
και στενόμυαλη πολιτική κουλτούρα της Τουρκίας.
Κάποιοι θεωρούν αυτές
τις προτάσεις ως ένδειξη επιστροφής της Τουρκίας, από ένα ανοιχτόμυαλο,
κοσμικό παρελθόν που ξεκίνησε πριν από περίπου 90 χρόνια ο Μουσταφά
Κεμάλ Ατατούρκ, σε μία δογματική ισλαμιστική εποχή, την οποία
απεργάζεται ο Ερντογάν.
Αλλά θα ήταν πιο ακριβές αν λέγαμε ότι η Τουρκία απλά αλλάζει το
ένα επίσημο δόγμα με το άλλο. Όπως ο Ερντογάν, έτσι και ο Ατατούρκ,
αποθάρρυνε την κριτική σκέψη και προτιμούσε οι πολίτες να αποδέχονται
τις αλήθειες που ο ίδιος διακήρυσσε ως παντογνώστης ηγέτης. Στη διάρκεια
της εξουσίας του από το 1923 ως το 1938, ο Ατατούρκ προσπάθησε να
επαναδιαμορφώσει το έθνος με βάση την κεμαλική του ιδεολογία, προωθώντας
ριζικές μεταρρυθμίσεις στον πολιτισμό, τη θρησκεία, την εκπαίδευση, τη
γλώσσα και την επιστήμη. Κάποιες εκφάνσεις του κεμαλικού προγράμματος
ήταν αρκετά εκκεντρικές - όπως η ψευδοεπιστημονική του άποψη ότι οι
προϊστορικοί Τούρκοι στην Κεντρική Ασία ήταν «πρόγονοι του ανθρώπινου
πολιτισμού».
Σήμερα, έπειτα από μία δεκαετία στο αξίωμα του πρωθυπουργού και με
σχέδια για τουλάχιστον ακόμη μία δεκαετία στο αξίωμα του προέδρου, ο
Ερντογάν δείχνει να ξεκινάει μία παρόμοια αποστολή επαναδιαμόρφωσης του
τουρκικού έθνους. Χρησιμοποιεί γλώσσα και συμβολισμούς παρόμοιους με του
Ατατούρκ. Προσπαθεί να διδάξει στον λαό του τη «σωστή» ερμηνεία της
Ιστορίας. Και οι πολιτικοί του αντίπαλοι χαρακτηρίζονται προδότες.
Η μεγάλη διαφορά είναι η ιδεολογία:
Ο Ατατούρκ ήταν ένας κοσμικός
εθνικιστής που ήθελε να «δυτικοποιήσει» τη Τουρκία.
Ο Ερντογάν είναι
ένας συντηρητικός μουσουλμάνος που βλέπει αυτή τη «δυτικοποίηση» ως
ιστορικό λάθος. Και ενώ ο μουσουλμανικός εθνικισμός του Ερντογάν μπορεί
να ενισχύει την αυτοπεποίθηση των Τούρκων, διακινδυνεύει να αποστερήσει
από την επόμενη γενεά τα προσόντα που θα χρειάζεται για να επιτύχει στην
παγκόσμια οικονομία.
Σίγουρα η Τουρκία έχει σημειώσει κάποιες επιτυχίες - όπως η
αεροπορική εταιρεία Turkish Airlines που συχνά κατατάσσεται στις
σχετικές λίστες ως η καλύτερη της Ευρώπης. Αλλά η χώρα εξακολουθεί να
μην διαθέτει εξειδικευμένο, δημιουργικό και καινοτόμο εργατικό δυναμικό.
Αυτά χρειάζονται μία παγκοσμιοποιημένη προσέγγιση στην εκπαίδευση και
πίστη στο κράτος δικαίου, καθώς και στην αξιοκρατία.
Οι εγκέφαλοι της «Νέας Τουρκίας» πρέπει να καταστείλουν το πάθος
τους για εξουσία και να βοηθήσουν στη δημιουργία μίας ανοιχτής κοινωνίας
που θα επιβραβεύει το ταλέντο. Αν δεν το κάνουν θα μείνουν στην Ιστορία
ως μία φθηνή αντιγραφή της κεμαλικής «Παλαιάς Τουρκίας» την οποία
επικρίνουν εδώ και δεκαετίες.
Ετσι η Τουρκία δεν θα προχωρήσει, αλλά θα πέσει σε έναν φαύλο
κύκλο, όπως αυτός τον οποίον περιέγραψε ο σπουδαίος ιστορικός του
Μεσαίωνα Ιμπν Χαλντούν: οι κατακτητές ενός συστήματος συχνά υιοθετούν
τις συνήθειες του παλαιού συστήματος. Η ελπίδα για αλλαγή βασίζεται μόνο
στους νεοφερμένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου