Της ΛΙΑΝΑΣ ΚΑΝΕΛΛΗ
(Από το "ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΜΟΝΙΟ" του "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ")
Πάνε χρόνια που αποδίδεται στον Γιάννη Τσαρούχη η ρήση «στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις». Και καθώς η γηραιά ήπειρος σάπιζε, στην προσπάθειά της με φτιασίδια και στολίδια της μεγαλοαστικής της τάξης και του ενδεδυμένον ιστορία μανδύα των «φον» και των «σερ» των μονοπωλίων της, να ανταγωνιστεί την Αμερική των παλιών και νέων deals, η νεοελληνική πραγματικότητα προσαρμόστηκε. Δηλαδή, μη μπορώντας να πατήσει παρά σε απομεινάρια φαναριώτικου μεγαλοϊδεατισμού και ρηχή αρχοντοβλάχικη οικογενειοκρατία αντικατέστησε το «ό,τι δηλώσεις» με το «όσα δηλώσεις».
Και σε δηλώσεις και σε μετρητά.
Ετσι, οι
χουλιγκάνικες κερκίδες εκπαιδεύτηκαν να ζητάνε πλούσια αφεντικά με
διασυνδέσεις στην πολιτική αρένα για να συγκρούονται με τ' αφεντικά της
αντίπαλης ομάδας και η μπάλα να παίζεται μεταξύ ιδιωτικών στρατών,
έμψυχη ιδιοκτησία τραμπούκων του χρήματος.
Οποιος
μιλάει ή έστω μιλούσε για ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής κάνει την
ακριβέστερη ανάλυση της διαδρομής απ' το χορτάρι στην κερκίδα, απ' την
κερκίδα στη θύρα κι από τη θύρα στο «άρατε τας πολιτικάς πύλας». Κι έτσι
κόβοντας εισιτήριο διά της κάλπης, το φιλοθεάμον πολιτικό κοινό έστησε
καριέρες και σε άλλους χώρους και συνήθισε τη μεταγραφή του βουλευτή ως
μεταγραφή του ποδοσφαιριστή. Η καρδιά στη μια ομάδα, το συμβόλαιο στη
δεύτερη, δανεικός στην τρίτη και μετά στο εξωτερικό για επιστροφή του
ασώτου στο κρίσιμο ματς - ψηφοφορία με χορηγό, ας πούμε, από αναδυόμενη
απωανατολίτικη ομάδα - οικονομία.
Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό η αισθητική σύγκρουση των πολιτισμών ανάμεσα στο ό,τι είσαι και όσα είσαι αντικαθιστά το σαρίκι, την κελεμπία, τη φούστα των Αβορίγινων, τα τατουάζ των φυλών με καριέρες και θητείες που περνούν οπωσδήποτε απ' τη γραβάτα των γηπέδων.
Το δάσος των κεραιών των διεθνών και ντόπιων τηλεοπτικών σταθμών που φύτρωσε μπροστά απ' τα παλιά λουλουδάδικα της πλαϊνής εισόδου του Κοινοβουλίου, ώστε να συλλεγούν τα άνθη του κακού στις δύο τελευταίες προεδρικές ψηφοφορίες, αντιμετωπίστηκε εντός, εκτός κι επί τ' αυτά ως θέαμα ελκυστικό, εξόχως ελληνικό: Κάτσε κόσμε για να δεις πώς παίζεται η ψηφοφορία ως λοταρία.
Κι αν οι ξένοι φρικάρουν με θρίλερ τύπου η σιωπή των αμνών, αφού εκεί το παιχνίδι παίζεται με νόμιμα λόμπι και παραγωγές χολιγουντιανών προδιαγραφών, μπορούν να διασκεδάζουν με τους σύγχρονους Ελληνες που παίζουν τον Αριστοφάνη ως τραγωδία, οπότε οι όρνιθες γκαρίζουν και το πολιτικό νόημα συμπυκνώνεται στην καλύτερη διαφήμιση της δεκαετίας (συμπεριλαμβανομένης της κρίσης) «πουτ δε κοτς ντάουν».
Οση προσπάθεια και να καταβάλει κανείς για να κατανοήσει «τα μυαλά στα κάγκελα» των αυτοαναιρούμενων με αστραπιαίες ταχύτητες δηλώσεων εκτιθέμενων σε δόση ψήφου υποψηφίων, των προηγούμενων, των επικείμενων και των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, δεν μπορεί παρά να καταλήξει όχι σα μπάλα στην εξέδρα, αλλά σα μπάλα εκτός γηπέδου.
Το μόνο που μένει μετά και την τρίτη ψηφοφορία, την όποια επόμενη μέρα είναι:
Οχι αυτόν απ' τους 300, αλλά
αυτόν απ' τα εκατομμύρια ψηφοφόρων που επιτρέπουν την εκποίηση της
ψήφου τους σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία που τους θέλει άτομα χωρίς
πρόσωπο και αριθμούς χωρίς περιεχόμενο.
Καλή χρονιά, λοιπόν, με την ευχή να μην κρεμαστεί κι αυτή απ' το τσιγκέλι της ερώτησης του τίτλου... Γιατί είναι ώρα για «put the votes down».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου