ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ και ΙΣΤΟΡΙΑ: Κάποια άλλα Χριστούγεννα…



Χριστούγεννα εν όψει, και στα παλιά θα σταθώ και πάλι, αφού τα τωρινά έτσι κι αλλιώς τα λουζόμαστε, παραλογισμένοι από μια τριακονταπενταετία πλαστής ευημερίας που καλούμαστε να ξοφλήσουμε (τα συνήθη, εννοείται, θύματα).



Γυρίζω λοιπόν κάμποσα χρόνια πίσω, στην Κατοχή, εκείνη του ’40 (γιατί από κατοχές παντός είδους άλλο τίποτα σ’ αυτό τον τόπο).  

Στην Κατοχή που τα χρόνια που ακολούθησαν οι μανάδες παρουσίαζαν σαν εφιάλτη στα παιδιά τους: «Κάντε κράτει, μη μας βρει καμιά άλλη Κατοχή και πούμε το ψωμί ψωμάκι!»



Η γενιά μου δεν έχει μνήμες από εκείνη την Κατοχή. Εχει όμως από τα κατοπινά χρόνια – χρόνια ανέχειας κάθε είδους, για τα οποία βέβαια αίτια δεν ήταν καμιά εξουσία (γιατί ποιος τολμούσε να την αγγίξει), αλλά η άτιμη κοινωνία και η μοίρα – η κακομοίρα. Το δήλωναν άλλωστε τα λαϊκά τραγούδια και οι κινηματογραφικές ταινίες της εποχής. Ηταν ωστόσο τα αποκαλούμενα χρόνια της αθωότητας, τουλάχιστον για τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα, κυρίως από ανάγκη, προσδοκώντας σε κάποιο «λεφτό» ή καλούδι: «Καλήν ημέραν άρχοντες», όπου οι άρχοντες μπορεί να ήταν σε χειρότερη μοίρα από τα παιδιά που τα ’λεγαν, αλλά όλο και κάτι έδιναν – για το καλό…



Και περνάω σε μια μαρτυρία της συγγραφέως και παιδαγωγού Ελλης Αλεξίου (1894–1988), που της είχα ζητήσει, τέτοιες ημέρες, να θυμηθεί κάποια άλλα Χριστούγεννα («Ελευθεροτυπία», 24 Δεκεμβρίου 1979):



«Ηταν καλοκαίρι του 1942 – από κει αρχίζει η ιστορία που θα σου πω. Πείνα και δυστυχία. Ο κόσμος πέθαινε από την πείνα και από τους Γερμανούς. Εκεί λοιπόν που δεν είχαμε ένα κομμάτι ξερό ψωμί να φάμε, ακούμε κάποιον να φωνάζει στο δρόμο:



-Κοτόπουλα, καλά κοτόπουλα!



Μαζί μ’ όλο τον κόσμο που έτρεξε πατείς με πατώ σε, τρέξαμε κι εμείς. Και τι ήταν; Μικρά κλωσόπουλα μόλις βγαλμένα από το αυγό!



Εκανα να γυρίσω πίσω, αλλά η κοπέλα που μας βοηθούσε στο σπίτι, με συγκράτησε:



- Να πάρουμε ένα!



- Τι να το κάνουμε;



- Να το μεγαλώσουμε!



- Με τι;



- Θα το μεγαλώσω εγώ!



Δώσαμε μερικά… εκατομμύρια –τα λεφτά τότε δεν είχαν καμιά αξία– και πήραμε ένα κλωσοπουλάκι, που έγινε η μεγαλύτερη φροντίδα της Μαρίας.



- Θα το μεγαλώσουμε για τα Χριστούγεννα! είπε από την αρχή.



Τώρα, τι το τάιζε; Τσουκνίδες, κοπανισμένα κόκαλα κι ό,τι άλλο έβρισκε στους δρόμους καθώς το σεργιάνιζε δεμένο μ’ ένα σπάγκο από το πόδι για να μην της φύγει. Και να δεις ότι το κλωσόπουλο με τα ψέματα μεγάλωνε σιγά σιγά και γινότανε πετεινάρι.



Τις παραμονές των Χριστουγέννων είχε μεγαλώσει αρκετά.



- Θα το σφάξω απόψε και θα τ’ αφήσω να στεγνώσει για να το φάμε αύριο, μου λέει η Μαρία την παραμονή.



Εγώ όμως έτσι όπως το είδα το λυπήθηκα.



- Δεν τ’ αφήνεις να το σφάξουμε αύριο το πρωί, αφού θα το φάμε αύριο; της λέω.



- Καλά, λέει αυτή.



Τη νύχτα που κοιμηθήκαμε ακούσαμε κάποιο κακάρισμα αλλά δεν δώσαμε σημασία.



Το πρωί η Μαρία πηγαίνει με το μαχαίρι να το σφάξει – άφαντος ο πετεινός και κομμένο το σκοινί που τον κρατούσε!



Ψάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Φαίνεται ότι το είχαν κλέψει κάτι γύφτοι που τους είδαμε να τριγυρίζουν έξω από το σπίτι την παραμονή.



Το τι θρήνος έπεσε από τη Μαρία, δε λέγεται. Σα να ’χασε το παιδί της. Κι έτσι –τι να κάνουμε;- βράσαμε λίγα φασόλια που είχαμε και περάσαμε εκείνα τα Χριστούγεννα».





-Τα παιδιά λέγανε τότε τα κάλαντα; ρωτάω την κυρία Ελλη.



«Πώς δεν τα λέγανε».



- Και τι τους δίνατε;



«Τι άλλο; Λεφτά, εκατομμύρια. Εκατομμυριούχοι γινόντουσαν εκείνες τις μέρες τα παιδιά, γιατί λεφτά είχαμε, τρόφιμα δεν είχαμε!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου