Υπάρχουν εποχές της Ιστορίας που η λέξη «πατριωτισμός» και η στάση που
συνεπάγεται είναι προφανής.
Το 1940 οριζόταν από την υπεράσπιση της
χώρας από τους εισβολείς και στην Κατοχή που ακολούθησε από την
αντίσταση στους κατακτητές. Η εποχή δεν σήκωνε αποχρώσεις, αν και ο
τρόπος που ο καθένας οραματιζόταν ακόμη και στις πιο σκοτεινές ημέρες
της Κατοχής την απελευθερωμένη χώρα αποδείχτηκε διχαστικός και
ιδιαιτέρως καταστροφικός. Στην ερειπωμένη από τον Εμφύλιο ελληνική
κοινωνία η λέξη «πατριωτισμός» αντί να ενώνει δίχαζε. Το τραγικό
καλοκαίρι του 1974, με τον τουρκικό στρατό να προελαύνει στην Κύπρο, ο
Κωνσταντίνος Καραμανλής ενσάρκωσε τη στάση του πατριωτισμού: ήταν η
αποκατάσταση της δημοκρατίας που έδωσε ξανά την αξιοπρέπεια στα
καθημαγμένα αισθήματα της πατρίδας. Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο
πατριωτισμός, είναι η αλήθεια, δεν ήταν του συρμού. Η δημοκρατία είχε
σταθεροποιηθεί, οι εξωτερικοί κίνδυνοι είχαν ελαχιστοποιηθεί και το
αριστερό λεξιλόγιο είχε καθιερωθεί ως επίσημο λεξιλόγιο της ελληνικής
πολιτικής ζωής. Ακόμη και οι παλιοί δεξιοί, προκειμένου να επιβιώσουν,
προσπαθούσαν να πείσουν πως και αυτοί κατά βάθος σοσιαλιστές ήσαν. Η
πατρίδα δεν χρειαζόταν τον πατριωτισμό μας. Μια χαρά τα πήγαινε και μόνη
της, οπότε εμείς μπορούσαμε να την κακοποιούμε κατά βούληση για να
αποκομίζουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για εμάς και τις οικογένειές
μας. Μπορούσαμε να χτίζουμε αυθαίρετα, να καταπατούμε δάση και να
ρουφάμε το δημόσιο ταμείο λες και ήταν δροσιστικό. Οσοι τουλάχιστον εξ
ημών είχαν πάρει το μήνυμα των καιρών και είχαν αντιληφθεί το νόημα της
ζωής σ’ αυτόν τον τόπο. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν να αγαπούν τις ερημικές
ακρογιαλιές της παιδικής τους ηλικίας.
Τα χρόνια αυτά, κοντά μισός αιώνας, πάντως πάνω από μια γενιά, ο
πατριωτισμός μεταλλάχθηκε και ταυτίσθηκε με τον εθνικισμό.
Ο
πατριωτισμός είναι η αγάπη για μια ζωντανή πραγματικότητα, η οποία,
επειδή είναι ζωντανή, μπορεί και να αλλάξει και να ανανεωθεί, να
βελτιωθεί ή και να χειροτερέψει. Δεν παύεις να αγαπάς τη σημερινή Ελλάδα
επειδή είναι γερασμένη, καταπονημένη από τις δοκιμασίες.
Ο εθνικισμός
είναι η λατρεία των συμβόλων. Η λατρεία της αποχυμωμένης,
εξιδανικευμένης ζωής. Αν ο Αισχύλος, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ήταν
«εθνικιστής» –με τους όρους της εποχής του– οι «Πέρσες» του θα ήταν
ένας ανόητος ύμνος στην Αθήνα. Ομως ήταν πατριώτης και προσπάθησε να
καταλάβει για ποιον λόγο η μικρή του πόλη νίκησε την αυτοκρατορία.
Απ’
αυτήν την άποψη, ο «πεντοζάλης» που υποτίθεται πως θα χορεύουν οι
«αγορές» όταν η Ελλάδα αποσυνδεθεί από τις δεσμεύεις της, εκτός από
κακόγουστος και ανήθικος –θυμίζει πολύ ελληναρά για να μπορεί να σταθεί
ακόμη και στο στόμα του σαραντάχρονου ηγέτη– είναι και παραπλανητικός,
όπως όλα τα εθνικιστικά σύμβολα.
Ο εθνικισμός, σε αντίθεση με τον
πατριωτισμό, ενεργοποιεί την εκδικητικότητα και θυσιάζει τους όρους της
πραγματικής ζωής στον βωμό των συμβόλων: οι καλοί Ελληνες και οι κακοί
Ευρωπαίοι μπορεί να ικανοποιούν τη ρητορική των μεταμεσονύκτιων
τηλεοπτικών πάνελ, αλλά είναι φαντάσματα του παρελθόντος.
Στη σημερινή Ελλάδα ο πατριωτισμός δεν είναι προφανής. Η πραγματικότητα
την οποία καλείται να υπερασπισθεί είναι ήδη απαξιωμένη ακόμη και στα
μάτια όσων θέλουν να την υπερασπισθούν. Είναι χτισμένος πάνω σε
αντιφάσεις, κατά συνέπεια δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει μέσα από τις
αποχρώσεις, πέραν του καλού και του κακού.
Ενα είναι βέβαιο:
Οποιος
βλέπει τη χώρα αποκομμένη από τους συμμάχους της, άρα μια χώρα που έχει
απεμπολήσει τα κεκτημένα της, δεν μιλάει τη γλώσσα του πατριωτισμού. Η
θέση της Ελλάδας στη σημερινή Ευρώπη, με όλα της τα χάλια, είναι
κατάκτηση των Ελλήνων. Η υπεράσπιση αυτής της θέσης είναι το ελάχιστο
πατριωτικό καθήκον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου