Γράφει ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης
Διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Η επίσκεψη του Αμερικανού αντιπροέδρου στην Τουρκία έγινε σε μια
κρίσιμη συγκυρία, τόσο για την ευρύτερη περιοχή όσο και για τις σχέσεις
των δύο χωρών. Πράγματι, Ουάσιγκτον και Αγκυρα φαίνεται να έχουν
συγκλίνουσες απόψεις σε λιγότερα ζητήματα από ό,τι σε εκείνα που αυτές
διίστανται. Πλέον, δεν υπάρχουν βατά θέματα, καθότι είτε στη Συρία είτε
σε σχέση με το Χαλιφάτο και τους Κούρδους, για τα οποία εντοπίζονται
κοινοί παρονομαστές, τα επόμενα βήματα και κυρίως η κατάληξη αυτών
εγείρουν εκατέρωθεν ενστάσεις.
Η πτώση του Ασαντ, που αποτελεί κύριο διακύβευμα για την Τουρκία, δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες των ΗΠΑ, ενώ η επιτήδεια ουδετερότητα της πρώτης στην αντιμετώπιση του ISIS, καθώς και η θέση ότι δεν επιθυμεί να γίνει ο επόμενος στόχος τους, έχουν προκαλέσει προβληματισμό στην αμερικανική ηγεσία, αποδυναμώνοντας αισθητά τον συνασπισμό που μάχεται τους εξτρεμιστές. Μάλιστα, εάν εν συνεχεία κριθεί ότι απαιτείται χερσαία επέμβαση για την εξουδετέρωσή τους, χωρίς τουρκική εμπλοκή, το εν λόγω σενάριο αδυνατίζει σημαντικά.
Στη δε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και ενώ ο Λευκός Οίκος πασχίζει να αποκλιμακώσει τις εντάσεις, η τουρκική πολιτική κινείται σε αντίθετη πορεία, με την πάγια αμερικανική πολιτική των ίσων αποστάσεων, διά της εξομοίωσης επιτιθέμενου και αμυνόμενου, να αποδεικνύεται ανεδαφική. Η πρόσφατη καταδίκη της παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη, ωστόσο, η αμερικανική ηγεσία ελέγχεται για την απουσία αρχών στην πολιτική της, στοιχείο που υπονομεύει την αξιοπιστία των θέσεών της και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ουκρανία) στέλνει τα λάθος μηνύματα, και οδηγεί στην περιφρόνηση του κανονιστικού πλαισίου που πρέπει να διέπει τις διακρατικές σχέσεις και να ορίζει συμπεριφορές.
Η αντίληψη ότι η χρησιμότητα ενός εταίρου τού προσφέρει ευχέρεια κινήσεων και ελιγμών, σε συνδυασμό με την ασθενική πολιτική των τελευταίων ετών, έχουν δημιουργήσει σύγχυση ως προς τον σχεδιασμό των ΗΠΑ για τη μετεξέλιξη της περιοχής.
Η πτώση του Ασαντ, που αποτελεί κύριο διακύβευμα για την Τουρκία, δεν βρίσκεται στις άμεσες προτεραιότητες των ΗΠΑ, ενώ η επιτήδεια ουδετερότητα της πρώτης στην αντιμετώπιση του ISIS, καθώς και η θέση ότι δεν επιθυμεί να γίνει ο επόμενος στόχος τους, έχουν προκαλέσει προβληματισμό στην αμερικανική ηγεσία, αποδυναμώνοντας αισθητά τον συνασπισμό που μάχεται τους εξτρεμιστές. Μάλιστα, εάν εν συνεχεία κριθεί ότι απαιτείται χερσαία επέμβαση για την εξουδετέρωσή τους, χωρίς τουρκική εμπλοκή, το εν λόγω σενάριο αδυνατίζει σημαντικά.
Στη δε περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, και ενώ ο Λευκός Οίκος πασχίζει να αποκλιμακώσει τις εντάσεις, η τουρκική πολιτική κινείται σε αντίθετη πορεία, με την πάγια αμερικανική πολιτική των ίσων αποστάσεων, διά της εξομοίωσης επιτιθέμενου και αμυνόμενου, να αποδεικνύεται ανεδαφική. Η πρόσφατη καταδίκη της παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας αποτελεί ενθαρρυντική ένδειξη, ωστόσο, η αμερικανική ηγεσία ελέγχεται για την απουσία αρχών στην πολιτική της, στοιχείο που υπονομεύει την αξιοπιστία των θέσεών της και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. Ουκρανία) στέλνει τα λάθος μηνύματα, και οδηγεί στην περιφρόνηση του κανονιστικού πλαισίου που πρέπει να διέπει τις διακρατικές σχέσεις και να ορίζει συμπεριφορές.
Η αντίληψη ότι η χρησιμότητα ενός εταίρου τού προσφέρει ευχέρεια κινήσεων και ελιγμών, σε συνδυασμό με την ασθενική πολιτική των τελευταίων ετών, έχουν δημιουργήσει σύγχυση ως προς τον σχεδιασμό των ΗΠΑ για τη μετεξέλιξη της περιοχής.
Οι αντιφάσεις και οι πυροσβεστικές παρεμβάσεις, περισσότερο ως αντίδραση στις εξελίξεις αντί ως μέρος του καθορισμού τους, δημιουργούν κενό εξουσίας, που κάποιοι σπεύδουν να καλύψουν. Αλλά και αυτοί με τη σειρά τους δρουν μονομερώς και εν αγνοία των πραγματικών προκλήσεων.
Αυτό που, επίσης, δεν μας έχει γνωστοποιηθεί με καθαρό τρόπο είναι η άποψη της Ουάσιγκτον για τη διαφαινόμενη οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων, η οποία, πάντως, για να έχει αντοχή στον χρόνο, και δεδομένης της συνθετότητας, λόγω του ότι η Ανατολική Μεσόγειος είναι περίκλειστη, απαιτεί σύμπραξη όλων των όμορων κρατών.
Πώς τοποθετείται, λοιπόν, αφενός στη διάθεση εξεύρεσης λύσης, που αναμφίβολα θα συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία και στις ενεργειακές διασυνδέσεις, αφετέρου επί της νομικής διάστασης του όποιου καθορισμού. Προτάσσει τη συνεννόηση σε ένα κλίμα εντεινόμενης δυσπιστίας ή αρκείται στην προσφυγή σε επιδιαιτησίες και στο Διεθνές Δικαστήριο, προκειμένου να αποφευχθεί προσώρας περαιτέρω όξυνση;
Επιπροσθέτως, σε ένα ρευστό περιβάλλον όπου η ορθή αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου μπορεί να επιφέρει σταδιακή ανάκαμψη, πέρα από γενικόλογες διακηρύξεις, δεν έχει αποσαφηνιστεί πώς οραματίζεται η Ουάσιγκτον το μέλλον. Ασφαλώς, οι αποφάσεις έχουν ως γνώμονα βιωσιμότητα και εμπορική αξιοποίηση των projects, εντούτοις, στις ειδικές συνθήκες που λειτουργούμε, η γεωπολιτική διάσταση αποκτά προστιθέμενη ισχύ. Αν επιθυμία των ισχυρών δρώντων είναι η ισχυροποίηση του καθεστώτος Αλ Σίσι στην Αίγυπτο, τότε θα ενθαρρυνθεί το σενάριο τροφοδοσία της, καθώς και η χρήση των εγκαταστάσεων υγροποιημένου αερίου.
Το τελευταίο, μάλιστα, μπορεί να συνδυαστεί με την εξαγωγή προς την ευρωπαϊκή αγορά, ως συμπληρωματική λύση στη διαφοροποίηση προμηθευτών. Αν, πάλι, οι ΗΠΑ κρίνουν ότι η συμμετοχή της Τουρκίας, και δη μέσα από την ταυτόχρονη επίλυση μιας παγωμένης διένεξης, θα την «εξημερώσει» εμπεδώνοντας ένα πνεύμα υποχρεωτικής συνεργασίας και συνύπαρξης, θα πιέσουν προς ανάλογη κατεύθυνση. Αυτό βέβαια που δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω είναι η απρόσκοπτη συνέχιση των εργασιών εκμετάλλευσης.
Πάντως, τα γκρίζα σημεία στις αμερικανικές τοποθετήσεις και η απουσία αρχών και αποφασιστικότητας παράγουν νευρικότητα και καλλιεργούν βλέψεις πως τώρα είναι η χρυσή ευκαιρία αλλαγής των όρων του παιχνιδιού. Παρά τις παλινωδίες των τελευταίων ετών, οι Αμερικανοί έχουν την ευελιξία υιοθέτησης μιας ρεαλιστικότερης ατζέντας, αποδεχόμενοι τη δυναμική των διαμορφούμενων περιφερειακών συνεργειών, τη νομιμότητα, αλλά και την ανάγκη συμπερίληψης όλων –ει δυνατόν– των δρώντων.
Παράλληλα, όμως, πρέπει να λάβουν γενναίες αποφάσεις, επιβάλλοντας την
αυτοσυγκράτηση και τον συμβιβασμό ως προϋποθέσεις εξομάλυνσης. Το
ζητούμενο είναι αν ο Ομπάμα, έχοντας εισέλθει σε φάση μερικής αδράνειας
(σύνδρομο «κουτσής πάπιας») και με τους Ρεπουμπλικανούς να ελέγχουν
πλέον το Κογκρέσο, είναι σε θέση να κινηθεί υπερβατικά, όπως απαιτούν οι
περιστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου