Του ΜΙΧΑΛΗ ΦΙΟΡΑΝΤΕ
Κάτω απ' τό χώμα ένιωθε
περήφανος πατέρας
μέ μία κόρη ελεύθερη
όμορφη κι όχι τέρας.
•••
Τής έδωσε τό αίμα του
γιά νά τήν αναστήσει
καί νά τήν δεί πεντάμορφη
σάν κρουσταλλένια βρύση.
•••
Ο τάφος του ήταν ρηχός
καί άκουγε τά έξω
κι όμως περνούσα από 'κεί
χωρίς νά τόν προσέξω.
•••
Χόρτα καί αμμοχάλικο
κάλυπταν τήν ταφή του
σημάδι παραμέλησης
γι' αυτόν καί τήν
μορφή του.
•••
Συχνά περνούσαν γάιδαροι
κατσίκια καί γουρούνια
κι αφόδευαν επάνω του
σάν τά μωρά στήν κούνια.
•••
Κάποτε κάποιος έχτισε
δίπλα από τόν τάφο
ένα πορνείο βρώμικο
καί κινηματογράφο.
•••
Τάφος απεριποίητος
καί ποιός νά τόν προσέξει.
Οι βρώμες εκκαθάριζαν
άν τύχαινε νά βρέξει.
•••
Λές κι ήτανε αόρατος
αφού δέν είχε κάτι
πού νά κεντά τόν σεβασμό
καί προσοχή στό μάτι.
•••
Κάποτε αγανάχτησε
ο ήρωας κι ηγέρθη
--η γή ταρακουνήθηκε
κι η τιμωρία έρθει.
•••
Η μάνα γή βοήθησε
τόν ξεχασμένο άντρα
τό περιβάλλον γκρέμισε
καί γύρω κάθε μάντρα.
•••
Ο ήρωας περπάτησε
μετά από τόσα χρόνια
όταν τόν κόσμο έντυναν
μέ τίς λαλιές τ' αηδόνια.
•••
Τράβηξε γιά τό οίκημα
τ' άλλοτε πατρικό του
εκεί πού πρωτοφόρεσε
τής μάχης τό τρικό του.
•••
Τό σπίτι απουσίαζε
καί στήν παλιά του θέση
υπήρχε ένα κωλάδικο
καί μεθυσμένο, φέσι
•••
ένα πελατολόγιο
αγνώστου κοινωνίας
ίσως πολίτες γνήσιοι
τής Άνω Μπανανίας.
•••
Ο ήρωας τά έχασε
καί πλήρως εξεμάνη
καί τράβηξε τό λάβαρο
πού ήταν γιαταγάνι.
•••
Ορμά μέσα στό σύνολο
ουρλιάζοντας σάν λύκος
αυτός πού τόν εγέννησε
ο γκρεμισμένος Οίκος.
περήφανος πατέρας
μέ μία κόρη ελεύθερη
όμορφη κι όχι τέρας.
•••
Τής έδωσε τό αίμα του
γιά νά τήν αναστήσει
καί νά τήν δεί πεντάμορφη
σάν κρουσταλλένια βρύση.
•••
Ο τάφος του ήταν ρηχός
καί άκουγε τά έξω
κι όμως περνούσα από 'κεί
χωρίς νά τόν προσέξω.
•••
Χόρτα καί αμμοχάλικο
κάλυπταν τήν ταφή του
σημάδι παραμέλησης
γι' αυτόν καί τήν
μορφή του.
•••
Συχνά περνούσαν γάιδαροι
κατσίκια καί γουρούνια
κι αφόδευαν επάνω του
σάν τά μωρά στήν κούνια.
•••
Κάποτε κάποιος έχτισε
δίπλα από τόν τάφο
ένα πορνείο βρώμικο
καί κινηματογράφο.
•••
Τάφος απεριποίητος
καί ποιός νά τόν προσέξει.
Οι βρώμες εκκαθάριζαν
άν τύχαινε νά βρέξει.
•••
Λές κι ήτανε αόρατος
αφού δέν είχε κάτι
πού νά κεντά τόν σεβασμό
καί προσοχή στό μάτι.
•••
Κάποτε αγανάχτησε
ο ήρωας κι ηγέρθη
--η γή ταρακουνήθηκε
κι η τιμωρία έρθει.
•••
Η μάνα γή βοήθησε
τόν ξεχασμένο άντρα
τό περιβάλλον γκρέμισε
καί γύρω κάθε μάντρα.
•••
Ο ήρωας περπάτησε
μετά από τόσα χρόνια
όταν τόν κόσμο έντυναν
μέ τίς λαλιές τ' αηδόνια.
•••
Τράβηξε γιά τό οίκημα
τ' άλλοτε πατρικό του
εκεί πού πρωτοφόρεσε
τής μάχης τό τρικό του.
•••
Τό σπίτι απουσίαζε
καί στήν παλιά του θέση
υπήρχε ένα κωλάδικο
καί μεθυσμένο, φέσι
•••
ένα πελατολόγιο
αγνώστου κοινωνίας
ίσως πολίτες γνήσιοι
τής Άνω Μπανανίας.
•••
Ο ήρωας τά έχασε
καί πλήρως εξεμάνη
καί τράβηξε τό λάβαρο
πού ήταν γιαταγάνι.
•••
Ορμά μέσα στό σύνολο
ουρλιάζοντας σάν λύκος
αυτός πού τόν εγέννησε
ο γκρεμισμένος Οίκος.
Μέ ήρωα αόρατο
καί παίδες μεθυσμένους
έδειχναν σάπιοι οι καιροί
σέ χρόνους ξεπεσμένους.
•••
Επάνω τους τά σύννεφα
πήραν νά κατουράνε
καί νόμιζες πώς δάκρυα
τόν Κόσμο κυβερνάνε.
•••
Ο ήρωας τά έχασε
δέν ήξερε πού ήταν
ποιά χώρα ήτανε αυτή
ποιός μοίραζε τήν «πίταν».
•••
Εκεί είς τό βουστάσιο
πού γλένταγαν οι νέοι
στήν εποχή του χάθηκαν
αμέτρητοι γενναίοι.
•••
Πολέμαγαν γιά λευτεριά
κι είχαν αξιοσύνη
μά τώρα τά ρεντίκουλα
πίναν τήν λησμοσύνη.
•••
Έφυγε ακροποδητί
τά βήματα χαθήκαν
καί ψύλλοι είς τά ώτα του
μπήκανε καί δέν βγήκαν.
•••
«Κάτι συνέβαινε εδώ»
ρωτιόταν καί ρωτιόταν
καί διά πρώτη του φορά
ένιωθε πώς φοβόταν.
•••
Τού φάνηκε η χώρα του
άλλου πλανήτη μέρος
καί από νιός πού πέθανε
ένιωθε τώρα γέρος.
•••
Όπου καί νά σταμάταγε καί παίδες μεθυσμένους
έδειχναν σάπιοι οι καιροί
σέ χρόνους ξεπεσμένους.
•••
Επάνω τους τά σύννεφα
πήραν νά κατουράνε
καί νόμιζες πώς δάκρυα
τόν Κόσμο κυβερνάνε.
•••
Ο ήρωας τά έχασε
δέν ήξερε πού ήταν
ποιά χώρα ήτανε αυτή
ποιός μοίραζε τήν «πίταν».
•••
Εκεί είς τό βουστάσιο
πού γλένταγαν οι νέοι
στήν εποχή του χάθηκαν
αμέτρητοι γενναίοι.
•••
Πολέμαγαν γιά λευτεριά
κι είχαν αξιοσύνη
μά τώρα τά ρεντίκουλα
πίναν τήν λησμοσύνη.
•••
Έφυγε ακροποδητί
τά βήματα χαθήκαν
καί ψύλλοι είς τά ώτα του
μπήκανε καί δέν βγήκαν.
•••
«Κάτι συνέβαινε εδώ»
ρωτιόταν καί ρωτιόταν
καί διά πρώτη του φορά
ένιωθε πώς φοβόταν.
•••
Τού φάνηκε η χώρα του
άλλου πλανήτη μέρος
καί από νιός πού πέθανε
ένιωθε τώρα γέρος.
•••
ψεύδος καί αδικία
τά πάντα μεταμόρφωναν
σέ μίσος καί κακία.
•••
Όπου καί νά ταξίδεψε
πάνω στό άλογό του
τά πάντα ήταν άγνωστα
μέχρι τόν εαυτό του.
•••
Μιά πάχνη δυσθεώρητη
εκάλυπτε τά πάντα
μέχρι πού τόν ξεκούφαινε
τού Δήμου κάποια μπάντα.
•••
Γραφεία, αυτοκίνητα
κότερα ώς καί βίλες
θρόιζαν στόν περίγυρο
--αυτός φορά αρβύλες.
•••
Άνθρωποι ξεπαγιάζανε
σέ χαλασμένα σπίτια.
Από τίς στέγες χάθηκαν
περιστερές, σπουργίτια.
•••
Είδε καί κάτι νεαρούς
μέ κράνη καί ασπίδες
νά δέρνουνε αλύπητα
τό μέλλον, τίς ελπίδες.
•••
Τότε κατάλαβε καλά
μέ όσα είδε ακόμα
πώς έδωσε τό αίμα του
γιά μιά Πατρίδα πτώμα.
•••
Καί γύρισε στόν τάφο του
χωρίς καμιά απορία.
Εκεί θά ζούσε μοναχός
τήν πλήρη ελευθερία.
…………………………………………….
Οι μόνοι πού ξέρουν, νοούν καί χαίρονται
τήν αλήθεια,
είναι καί θά είναι πάντα μόνον οι νεκροί.
"ΠΑΡΟΝ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου