Ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε στη Μικρά Ασία τον Μάιο του 1919,
περισσότερο ως ακολούθημα γεωπολιτικών σχεδιασμών της Μεγάλης Βρετανίας
και της Γαλλίας, παρά ως αποτέλεσμα σώφρονος ελληνικού στρατηγικού
σχεδιασμού. Λίγους μήνες πριν, στις αρχές Ιανουαρίου, είχε προηγηθεί η
αποστολή στην Κριμαία δύο μεραρχιών του Α΄ Σώματος Στρατού (ΙΙα και
ΧΙΙΙη Μεραρχίες), υπό γαλλική διοίκηση και πάλι κάτω από το ίδιο
πλαίσιο. Δηλαδή, χωρίς εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό και ακολούθημα
γεωπολιτικών σχεδιασμών άλλων δυνάμεων.
Τα αποτελέσματα της εκστρατείας στην Κριμαία ήταν τραγικά για τους 23.551 Ελληνες που εκστράτευσαν τυπικά εναντίον των Μπολσεβίκων και κατ’ ουσίαν εναντίον των Ρώσων, καταστροφικά για τη μικρασιατική εκστρατεία και τη στρατιά της Μικράς Ασίας, καταστροφικά για τον Ελληνισμό του Πόντου και της Μικράς Ασίας, κατ’ επέκτασιν δε καταστροφικά για το σύνολο του Ελληνισμού και τη δύσμοιρη Ελλάδα.
Αμέσως
μετά την αποβίβαση των Γάλλων και του Ελληνικού Στρατού στην Κριμαία,
όπως ήταν φυσικό, οι Μπολσεβίκοι εστράφησαν προς τον Κεμάλ, καθιστώντας
τον έτσι επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των γεωπολιτικών παραγόντων
που είχαν συμφέροντα και σχεδιασμούς στη Μικρά Ασία και την Ανατολή.
Συγκεκριμένα, η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν, σε ανακοίνωση που
έδωσε στη δημοσιότητα την 1η Μαΐου 1919, η οποία απευθυνόταν προς τους
Εργάτες του Κόσμου, καλούσε το κίνημα του Κεμάλ «να ιδρύσει τον κόκκινο
στρατό του και να ιδρύσει τα σοβιέτ των χωρικών».
Ακολούθησαν κι άλλες
επαφές των δύο πλευρών, οι οποίες επισημοποιήθηκαν με την επιστολή που
έστειλε ο Μουσταφά Κεμάλ, ως πρόεδρος της Μεγάλης Τουρκικής
Εθνοσυνέλευσης, στον ίδιο τον Λένιν, στις 26 Απριλίου 1920, η οποία ήταν
«η πρώτη πρόταση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης προς τη σοβιετική κυβέρνηση
να ενώσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις εναντίον των ιμπεριαλιστών».
Ακολούθησαν
η ανταλλαγή πρέσβεων, στα τέλη του 1920, η υπογραφή συμφωνίας φιλίας
και συνεργασίας Σοβιετικής Ενωσης - Τουρκίας στις 16 Μαρτίου 1921, η
οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση του Κεμάλ, που τον βοήθησαν να
κλείσει το Ανατολικό Μέτωπο, για να μείνει, ενισχυμένος πλέον,
απερίσπαστος στην αντιμετώπιση του Ελληνικού Στρατού στο Δυτικό Μέτωπο.
Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν τον Κεμάλ καθοριστικό παράγοντα εξελίξεων στη Μικρά Ασία, γεγονός που υποχρέωσε τη Γαλλία και την Ιταλία να αναθεωρήσουν την πολιτική τους και να στραφούν πλέον προς τον Κεμάλ και να εξομαλύνουν τις σχέσεις μαζί του, εγγράφοντας υποθήκες για την επόμενη μέρα στη Μικρά Ασία.
Η σύσφιξη των σχέσεων Κεμάλ -
Μπολσεβίκων οδήγησε στη γεωπολιτική αναβάθμιση του κινήματός του,
γεγονός που κατέστησε νεκρή, πριν ακόμα γεννηθεί, τη Συνθήκη των Σεβρών,
την οποία δεν φαινόταν διατεθειμένο να επικυρώσει κανένα από τα μέρη
που τη συνομολόγησαν.
Από το καλοκαίρι του 1920, τότε που ήδη ο Μουσταφά Κεμάλ είχε στήσει γέφυρες συνεννόησης και συνεργασίας με τους Μπολσεβίκους, η Μεγάλη Βρετανία, που ήταν ο κύριος υποστηρικτής της Ελλάδας στο ριψοκίνδυνο μικρασιατικό εγχείρημα, άρχισε να αναζητεί κι αυτή τρόπους προσέγγισης και συνεννόησης με τον Μουσταφά Κεμάλ, αφού ήταν αδιανόητο να τον αφήσουν μόνο, στην «αγκαλιά» των Μπολσεβίκων.
Από τότε άρχισε να
μετρά η αντίστροφη μέτρηση για τον Ελληνισμό του Πόντου, της Ανατολικής
Θράκης και της Ανατολής.
Για όσους αναζητούν τους λόγους που ώθησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να οδηγήσει τη χώρα σε εθνικές εκλογές, τον Νοέμβριο του 1920, εκτός από την απροθυμία όλων των μερών να επικυρώσουν τη Συνθήκη των Σεβρών, που σχετίζεται με τα τουρκοσοβιετικά πράγματα, ίσως θα έπρεπε να τους ψάξουν και στη διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της Μεγάλης Βρετανίας απέναντι στον Μουσταφά Κεμάλ και άρα απέναντι και στην Ελλάδα.
Η κατάσταση, σε γεωπολιτικό επίπεδο, έγινε ακόμα πιο δύσκολη για την Ελλάδα, αφού η άνοδος στην εξουσία των φιλοβασιλικών και η παλινόρθωση της βασιλείας, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, έδωσαν το άλλοθι που επιζητούσε το Λονδίνο, για να εγκαταλείψει στην τύχη της την Ελλάδα.
Οσο ο Κεμάλ υπέγραφε συμφωνίες με τους
Μπολσεβίκους και διαχειριζόταν με ιδιαίτερη επιδεξιότητα το ενδιαφέρον
που έδειχναν πλέον προς το κίνημά του η Γαλλία, η Ιταλία και η Αγγλία, η
Ελλάδα, μόνη και έρημη, παγιδευμένη στη γεωπολιτική ένδειά της,
βούλιαζε μέρα με τη μέρα στον βούρκο του Μικρασιατικού Μετώπου.
Η παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Μικρασιατικό Μέτωπο και οι επικές νίκες του Ελληνικού Στρατού σε όλα τα μέτωπα, το 1921, δεν ήταν αρκετές για να βγάλουν την Ελλάδα από το αδιέξοδο, ελλείψει γεωπολιτικού και στρατηγικού σχεδιασμού και ερεισμάτων.
Η στρατιωτική
υπεροχή, η πολεμική αρετή και η απαράμιλλη ανδρεία των Ελλήνων στη Μικρά
Ασία δεν στάθηκαν αρκετά να υπερσκελίσουν το τεράστιο έλλειμμα
πολιτικής και γεωπολιτικής διορατικότητας της Αθήνας στο Ανατολικό, το
Μικρασιατικό και το Ποντιακό Ζήτημα την περίοδο που ακολούθησε τη λήξη
του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ένδοξος ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε
στη Σμύρνη και σταδιακά επεκτάθηκε η παρουσία του προς Βορράν, Νότο και
Ανατολάς, διεξάγοντας επικές νικηφόρες μάχες σε ένα εξαιρετικά
εκτεταμένο μέτωπο με τεράστιο βάθος και η συνέχιση της παρουσίας του
εκεί ήταν δυνατή μόνο κάτω από μια συγκεκριμένη γεωπολιτική συνθήκη:
Οταν αυτή η συνθήκη ανατράπηκε, όταν δηλαδή ο Μουσταφά Κεμάλ διαχειρίστηκε με εξαιρετική ικανότητα την ανάγκη των Μπολσεβίκων για εξεύρεση ερεισμάτων στον γεωπολιτικό περίγυρο της Ρωσίας, προκαλώντας στη συνέχεια το ενδιαφέρον της Γαλλίας, της Ιταλίας αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας, και όσο η απομονωμένη και εγκαταλελειμμένη πλέον από την Αγγλία Ελλάδα δεν μπορούσε να υψώσει γεωπολιτικό ανάστημα για να ανατρέψει την κατάσταση, ήταν θέμα χρόνου η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η οποία έγινε στις 30 Αυγούστου του 1922.
Ο ελληνικός
Στρατός είχε οργανώσει επί ένα χρόνο την άμυνά του στη γραμμή Κόλπος της
Κίου, στη θάλασσα του Μαρμαρά - Μπιλετζίκ - Εσκίσεχιρ - Αφιόν Καραχισάρ
- Μαίαδρος Ποταμός, ενισχύοντας κυρίως το κέντρο της γραμμής άμυνας
στην περιοχή Εσκίσεχιρ - Αφιόν. Οι Ελληνες στρατιώτες και αξιωματικοί
από την αρχή των Βαλκανικών Πολέμων και επί δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν
στο μέτωπο και -παρά την κόπωση και τις απώλειες- δεν είχαν χάσει το
σθένος τους, ενώ όσες μάχες είχαν δοθεί αυτά τα δέκα χρόνια, σε όλα τα
μέτωπα, ήταν νικηφόρες.
Από την άλλη πλευρά, ο στρατός του Μουσταφά Κεμάλ ήταν νεοσύστατος, με καλό εξοπλισμό, με τα νώτα του καλυμμένα, εν αντιθέσει με αυτά των Ελλήνων, με στρατηγικό βάθος και με σχεδόν όλους τους γεωπολιτικούς παράγοντες να επενδύουν στη νίκη των Τούρκων, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
Η απόφαση του Κεμάλ για τη μεγάλη επίθεση
ελήφθη σε ανώτατο επίπεδο στα μέσα Ιουλίου. Σύμφωνα με το τουρκικό
σχέδιο, η 1η και η 2η τουρκική στρατιά θα έκαναν επίθεση στο κέντρο της
αμυντικής γραμμής της ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας, με σκοπό τη
διάρρηξή της και την αποκοπή των ελληνικών στρατευμάτων από τις γραμμές
ανεφοδιασμού, επικοινωνίας και υποχώρησης προς τη Σμύρνη.
Η τελική
επίθεση του τουρκικού στρατού άρχισε στις 26 Αυγούστου και το
μικρασιατικό μέτωπο κατέρρευσε στις 30 Αυγούστου 1922, συμπαρασύροντας
μαζί του το αήττητο και την υπερηφάνεια του ένδοξου ελληνικού Στρατού.
Η
αδυναμία των πολιτικών να σηκώσουν το κεφάλι τους από τα τεκταινόμενα
στην Αθήνα και να δουν τι γίνεται στον κόσμο και την περιοχή μας και η
μόνιμη εξουσιομανία που τους ωθούσε -και συνεχίζει να τους ωθεί μέχρι
σήμερα- σε έναν αδιάκοπο αγώνα να καταλάβουν την καρέκλα της εξουσίας,
που οδήγησε στον περίφημο Εθνικό Διχασμό, σε συνδυασμό με την απρονοησία
της πολιτικής ηγεσίας, που πρόσδεσε την Ελλάδα στο άρμα μιας
γεωπολιτικής δύναμης, είναι οι κυρίαρχες αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα
στη μικρασιατική περιπέτεια και τη συνεπακόλουθη κατάρρευση του
μικρασιατικού μετώπου, που χάραξε βαθιά και καθόρισε την ιστορική πορεία
του Ελληνισμού για τους επόμενους αιώνες.
Ο Ελληνισμός, απορφανισμένος από τους Ελληνες της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας, δεν ήταν πια ο ίδιος. Οπως ίδιος δεν ήταν ο ελληνικός Στρατός και, φυσικά, η πολιτική ηγεσία. Η Ελλάδα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν πλέον μια κολοβωμένη χώρα, που απλά στη διάρκεια του 20ού αιώνα παρακολουθούσε ανήμπορη, φοβική και συνάμα απαθής το ξήλωμα του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη, την Ιμβρο και την Τένεδο, από την Κριμαία, το Κουμπάν και τον Καύκασο, από την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και το Σουδάν, από την Κερήνια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου και την Καρπασία.
Ηταν σαν να έβαλαν στόχο οι πολιτικές
ηγεσίες να δημιουργήσουν τη μικρά και ανέντιμο Ελλάδα στον αντίποδα της
Μεγάλης Ιδέας και της Μεγάλης Ελλάδας.
Αυτή η ανάξια πολιτική και
πνευματική ηγεσία είναι υπεύθυνη για τη μικρά και ανέντιμο Ελλάδα του
2014, η οποία αρνείται να σηκωθεί από τη συνεχιζόμενη γονυκλισία του
20ού αιώνα, αρνούμενη ταυτοχρόνως να πράξει το αυτονόητο. Να αναγνωρίσει
εμπράκτως και να συμπεριλάβει τις γενοκτονίες που ψήφισε το Ελληνικό
Κοινοβούλιο στο υπό ψήφιση νομοσχέδιο της ντροπής.
Αχ, Ελλάδα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου