Τελικά, όταν ισχυρίζονται ότι
προωθούν την επίλυση του Κυπριακού τι εννοούν;
Οτι προσπαθούν να βρουν
μια βιώσιμη λύση που θα επιτρέψει τις δύο κοινότητες να συμβιώσουν
αρμονικά ή έναν συμβιβασμό συμφερόντων μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων
των δύο πλευρών και -το κυριότερο- των ισχυρών κρατών της διεθνούς
κοινότητας που ενδιαφέρονται για τη γεωπολιτική θέση της μεγαλονήσου;
Διότι αν κατορθώσουν και
υιοθετήσουν ένα νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού, εξισορροπώντας τα
συμφέροντα που συγκρούονται σήμερα στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή,
τότε είναι βέβαιο ότι όταν οι συσχετισμοί των συμφερόντων θα
ανατραπούν, γεγονός αναπότρεπτο αφού η ανισόμετρη ανάπτυξη των κρατών
αποτελεί νομοτέλεια της καπιταλιστικής ανάπτυξης ανατρέποντας έτσι
διαρκώς και τους συσχετισμούς των συμφερόντων τους, το Κυπριακό θα
επαναλάβει τον ίδιο αιματηρό και βίαιο κύκλο του.
Αν πάλι κατορθώσουν και πείσουν τις δύο κοινότητες να
συναποδεχθούν ένα σχέδιο επίλυσης στο όνομα της ειρηνικής συνύπαρξής
τους, τότε είναι βέβαιο ότι οι δύο κοινότητες θα έχουν εξαπατηθεί άλλη
μία φορά, όπως συνέβη με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Διότι αυτό θα ήταν εφικτό αν επρόκειτο να συμβιώσουν σε έναν τόπο χωρίς
καμιά γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία ή αν η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν
τόσο ισχυρή ώστε να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική αξία της υπέρ των
συμφερόντων της.
Ποια είναι η γεωπολιτική αξία της Κύπρου;
Η Αγγλία από το 1878
είχε αποσπάσει την Κύπρο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. για να ελέγχει
τη Διώρυγα του Σουέζ και να διασφαλίζει τους δρόμους προς τις Ινδίες.
Παρ' όλο που ο καπιταλισμός, σύμφωνα με τον Μαρξ, «εκμηδενίζει το χώρο
με το χρόνο» επανακαθορίζοντας διαρκώς τους στρατηγικούς σχεδιασμούς, η
Κύπρος, λόγω της δυναμικής του Ανατολικού Ζητήματος που αναπαράγει τις
εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή και της εγγύτητάς της προς τις εστίες
έντασης, διατηρεί έκτοτε ατόφια τη γεωπολιτική αξία της.
Πού στηρίζονται, όμως, οι εκτιμήσεις που καθιστούν αισιόδοξους
τους ενδιαφερόμενους για την επίλυση του προβλήματος;
Διότι όταν
δημιουργήθηκε το κυπριακό πρόβλημα, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η
συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτήτων στα όρια ενός πολυεθνικού κράτους ήταν
αυτονόητη, η Τελική Πράξη του Ελσίνκι εγγυάτο το απαραβίαστο των συνόρων
και η ισορροπία των δύο υπερδυνάμεων οριοθετούσε τις εξελίξεις.
Παρ'
όλα αυτά, η συμβίωση των δύο κοινοτήτων απεδείχθη αδύνατη.
Αντίθετα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της
ΕΣΣΔ απελευθερώθηκαν οι θύελλες του εθνικισμού καθιστώντας αδύνατη τη
συμβίωση διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και αξιοποιήθηκαν ως μέσον
προώθησης των επιθυμητών εξελίξεων.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, το μέλλον της
Κύπρου θα είναι περισσότερο ευοίωνο απ' αυτό της Βοσνίας, που αδυνατεί
να λειτουργήσει ως κρατική οντότητα, ή των Σκοπίων;
Οταν εθνότητες που
συνυπήρξαν σε πολυεθνικές κρατικές οντότητες επί δεκαετίες
(Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία) ή αιώνες (ΕΣΣΔ) διαχώρισαν το μέλλον τους
βίαια ή αναίμακτα, πώς θα κατορθώσουν να συμβιώσουν στην Κύπρο
εθνότητες που κατευθύνονται από υποβολείς και έχουν ένα τόσο αρνητικό
παρελθόν συμβίωσης;
Αλλά και όταν οι μειονότητες που εγκλωβίστηκαν στα κράτη που
προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας συνεχίζουν να
αξιοποιούνται σήμερα ως μοχλοί εξελίξεων, όπως π.χ. συνέβη το 2008 στη
Γεωργία (Ν. Οσετία, Αμπχαζία) ή συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία, ποιες
είναι οι ενδείξεις ότι στην Κύπρο ένα αντίθετο πείραμα μπορεί να στεφθεί
από επιτυχία παραβλέποντας μάλιστα το παρελθόν;
Για ποιο λόγο πιστεύουν
ότι οι παράγοντες που οδήγησαν σε αδιέξοδο τη συμβίωση των δύο
κοινοτήτων δεν θα επανενεργοποιηθούν από τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των
δυτικών κρατών;
Διότι η συμβίωση των δύο κοινοτήτων δεν εξαρτάται από
την επιθυμία τους να συνυπάρχουν, αλλά από παράγοντες και επιθυμίες
τρίτων κρατών που είναι ανεξέλεγκτες.
Το χειρότερο όμως είναι ότι τα
προβλήματα συνύπαρξης, τα οποία θα υποκινούνται από ξένα ανταγωνιστικά
συμφέροντα, θα αντανακλώνται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα τις
καθορίζουν, δηλαδή τρίτοι θα καθορίζουν έμμεσα τις σχέσεις Ελλάδας και
Τουρκίας.
Το πρόβλημα της Κύπρου δεν θα υφίστατο αν αντί των Συνθηκών της
Ζυρίχης και του Λονδίνου προωθείτο η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα,
διότι η εισβολή της Τουρκίας θα ήταν αδύνατη αφού πρώτον, δεν θα είχε η
Τουρκία το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης και δεύτερον, θα επρόκειτο
για επίθεση εναντίον χώρας συμμάχου στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Το ίδιο θα
συνέβαινε αν προηγείτο της ένωσης διχοτόμηση αναλογικά με τον τότε
πληθυσμό των δύο κοινοτήτων.
Σήμερα η δημιουργία ενός μορφώματος υπό την εγγύηση των τριών
δυνάμεων εγγυάται την επανάληψη του παρελθόντος σε εντελώς διαφορετικές
συνθήκες (υδρογονάνθρακες, απουσία ισορροπίας των δύο υπερδυνάμεων) και
επομένως με απρόβλεπτες συνέπειες. Γι' αυτό η νομιμοποίηση των
τετελεσμένων αποτελεί την πλέον ρεαλιστική λύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου