ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Η τέχνη της νίκης των χορευτικά πεσμένων


Σε κάθε γιορτή υπάρχουν οι ξινοί. Οι σκοταδόψυχοι που δεν μπορούν με τίποτε να χαρούν. Οι ανηδονικοί διανοούμενοι που είναι αλλεργικοί σε ό,τι συγκινεί το πλήθος. 
Στη χαρά της Εθνικής, όμως, το «κούμπωμα» επιβάλλεται.
Τα πανηγύρια για τη νίκη των εθνικών χρωμάτων δεν μπορεί πια να είναι αθώα. Δεν μπορεί κανείς να ξεχνά πότε ακούστηκε για πρώτη φορά το «δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ». Δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει ότι το ιδεολόγημα της φυλετικής ανωτερότητας δεν εκφράζεται πια ως ένα πλακατζίδικο σύνθημα για τη λίμπιντο του τσολιά, ούτε ως οίηση μιας ντοπαρισμένης πρωταθλήτριας για το ελληνικό της DNA. Αυτή, η άλλοτε αθώα, εθνική αυταρέσκεια έχει γίνει πια μαύρο κύμα. Ιός που ξέφυγε από την κερκίδα και τις πλατείες και ρίζωσε στις γειτονιές και τη Βουλή.

Δικαιολογείται λοιπόν μια κάποια αποστασιοποίηση. Μια κάποια περίσκεψη μες στη γιορτή. 
Το εθνικό και το ελληνικό είναι πια λέξεις δηλητηριασμένες. Κι εδώ είναι το μεγάλο παράδοξο. Η ομάδα που έγινε αφορμή για να αποχαλινωθεί το εθνικιστικό ντελίριο, είναι η ίδια ελάχιστα «εθνική». Μελετώντας την ποδοσφαιρική της κουλτούρα, ψυχογραφώντας τον χαρακτήρα της, βλέπει κανείς γνωρίσματα αντίθετα από εκείνα που αποδίδουμε στον εθνικό χαρακτήρα.
Ο Ελλην είναι άναρχος. Θορυβώδης και παρορμητικός. Η ομάδα του είναι χαμηλόφωνη. Υπομονετική και πειθαρχημένη.
Ο Ελλην ανήκει μόνο στην πάρτη του. Είναι εγωπαθής. Η ομάδα του διαπρέπει χάρη σε μια συλλογικότητα στην οποία οι μονάδες μετά βίας διακρίνονται.
Ο εθνικός χαρακτήρας υποθάλπει την επίδειξη, το λούσο, τη μαγκιά. Η εθνική ομάδα κερδίζει γιατί ξέρει να οικονομεί - σχεδόν να κρύβει - το ταλέντο της.
Η Εθνική δεν είναι μια ελληνική ομάδα. Την έχτισε ένας Γερμανός, διδάσκοντας στα στελέχη της την ευλαβική προσήλωση στο σύστημα. Την εμμονή στο πλάνο και στο πρόγραμμα. Ετσι τη βρήκε και τη διατήρησε στις ίδιες νόρμες ένας Πορτογάλος τόσο σοβαρός που θα 'λεγες ότι γεννήθηκε συνοφρυωμένος. Κανείς δεν ξεχωρίζει, κανείς δεν αποκλίνει, το σύνολο είναι που κερδίζει.
Η Εθνική δεν είναι ελληνική γιατί σχεδόν όλοι της οι παίκτες έχουν εργαστεί ή εργάζονται ακόμη στην Ευρώπη. Εδώ, μες στους καπνούς των πούρων του παραγοντισμού, πέρασαν κακήν κακώς τα πρώτα «εξάμηνα» της μπάλας. Εξω έκαναν τα γερά μεταπτυχιακά στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Η Εθνική μαρτυρεί την ελληνικότητά της μόνο σποραδικά. Από τα στερεότυπα μέσα από τα οποία βλέπουμε τον εαυτό μας, στην Ομάδα επιβιώνει μόνο η αυτοθυματοποίηση
Το σύνδρομο του αδικημένου παιδιού
Η προπατορική εκείνη κλάψα που αποτυπώνεται εμβληματικά στο πρόσωπο του αρχηγού, όταν πέφτει κάτω στο χορτάρι και σφαδάζει θεατρικότατα.

Ακόμη όμως κι αυτή τη μειονεξία την έχει μετατρέψει σε δύναμη. Ως υποψήφιο θύμα η Εθνική παίζει πάντα καλύτερα. Θριαμβεύει μόνο όταν τα προγνωστικά τη θέλουν ξεγραμμένη. Οταν είναι τραυματισμένη - όπως προχθές - και αδικημένη. Γι' αυτό και προκρίνεται πάντα με την ψυχή στο στόμα, στο τελευταίο ματς, στο τελευταίο λεπτό. Ως φαβορί δεν μπορεί να αποδώσει. Την τρέφει η αντιξοότητα.

Νισάφι, όμως. Ο εξορθολογισμός χαλάει τη γλύκα. Να χαίρεσαι χωρίς να σκέφτεσαι - γι' αυτό υπάρχει η μπάλα.
Να χαίρεσαι ακόμη κι όταν η χαρά δεν είναι η παλιά εκείνη καθαρή χαρά του 2004. Αν ξύσει κανείς την τωρινή χαρά, θα βρει στο βάθος της μια πίκρα. Η νίκη του 2004 ήταν ακράτητη. Καθολική. Η τωρινή νίκη είναι σημαδεμένη από τη βίαιη ενηλικίωση. Από τη συνειδητοποίηση ότι δεν υπάρχει «free lunch». Από την αιματηρά κερδισμένη βεβαιότητα ότι στο τέλος της παραφοράς ελλοχεύει πάντα αμείλικτη η πραγματικότητα.
Τότε είχαμε την ψευδαίσθηση ότι δεν θα χρειαστεί να ξεμεθύσουμε ποτέ.  
Τώρα είμαστε καταδικασμένοι στη νηφαλιότητα. 
Ακόμη και συμβολικά, αυτή η νίκη ήρθε χάρη σε μια πτώση. 
Μια πτώση έντεχνη. Οχι καραγκούνικη. Χορευτική. 
Αυτή η νίκη ήταν πιο σημαντική. Γιατί ήταν η νίκη των πεσμένων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου