MNHMΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ: Ξεχασμένες αξίες...


Ετσι μου έλεγε ο πατέρας μου ο δάσκαλος και μου έδινε και τη σφαλιάρα, όταν στραβομουτσούνιαζα. 

Κι από κοντά η μάνα μου, που ούτε το σχολαρχείο δεν είχε βγάλει, να μου εξηγεί πόσο σπουδαίο είναι να σεβόμαστε τη ζωή, τον διπλανό μας, τη φύση. «Ολα τα καλούδια μάς έδωσε ο Θεός, τίποτα δεν μας λείπει», μου τόνιζε όταν γκρίνιαζα -και γκρίνιαζα συχνά. «Να χαιρετάτε όποιον συναντάτε, να του λέτε "καλημέρα σας", κι αν είναι ξένος να τον ρωτάτε σε τι μπορείτε να τον βοηθήσετε».

Ετσι περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια στο ήσυχο αυτό χωριό. Με τις παρελάσεις, τις τελετές, τις εκδρομές, τους εκκλησιασμούς και τα μαθήματα από τον πολύ απαιτητικό δάσκαλο.


«Πάρ' τον δάσκαλε και μάθε του γράμματα και να σέβεται», έλεγε και παράδινε το παιδί του ο γονιός. Κι ο κάθε γονιός είχε ηθική υποχρέωση ένα πιάτο φαΐ να κρατά από το περίσσευμά του και να το δίνει στον μπαρμπα-Γιαννάκη, που ζούσε σε ένα λιοτριβειό χωρίς στον ήλιο μοίρα.


Και με κάθε ευκαιρία, όλα τα παιδιά μαζεύαμε τις ελιές, το χαμομήλι, το πουλούσαμε και παίρναμε όργανα σχολικά και γυμναστικής. Είχαμε στο πίσω μέρος του σχολείου έναν κηπάκο, με κάθε είδους άνθη και μελίσσια.


Τα λίγα που θυμάμαι, γιατί κυρίως ήθελα να παίζω, να είμαι συνέχεια έξω. Το διάβασμα μου ήταν λίγο αποκρουστικό, παρά τις προσπάθειες του πατέρα μου. Με είχε βάλει ακροατή σε μεγαλύτερη τάξη από την ηλικία μου, κι όταν είδε ότι παρέμεινα αμετανόητος, μετανοημένος αυτός τότε δεν επέμενε άλλη χρονιά στο εγχείρημά του. Μου άρεσε την άνοιξη να ρουφάω τις διάφορες μυρωδιές, να τρέχω ξυπόλυτος το καλοκαίρι, να κόβω μούρα, σύκα, σταφύλια, με τον κίνδυνο του αγροφύλακα, που τίποτα δεν του ξέφευγε, και την επερχόμενη τιμωρία, να τρέχω το χειμώνα στη βροχή και να γίνομαι ένα.


Η ώρα του διαβάσματος ήταν η πιο δύσκολη ώρα για μένα. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, που ο πατέρας μου επέμενε (τι επίμονος άνθρωπος) να γράφω καμιά έκθεση με τις εντυπώσεις της ημέρας. Η πρώτη πάντως εντύπωση ήταν όταν γυρνώντας σπίτι από το σχολείο την πρώτη μέρα, με έκπληξη διαπιστώσαμε με τη μάνα μου ότι από το ταγάρι-σάκα έλειπαν βιβλία και τετράδια. Από το χαρούμενο τρεχαλητό της επιστροφής είχαν γίνει κυριολεκτικά «φύλλο και φτερό», που τα μαζέψαμε με τη μάνα μου από το δρόμο.


Η απογοήτευσή μου ήταν που το καλοκαίρι εξαφανίζονταν τα παιδιά στα κτήματα και στα μποστάνια και δεν είχα παρέες, παρά μόνο όταν σκοτείνιαζε, που μαζεύονταν στη λάκα, στην υποτιθέμενη πλατεία, μέχρι που βράδιαζε και αναγκαστικά γύρναγα σπίτι ξεθεωμένος.


Κάθε Κυριακή φρεσκοπλυμένος, με την πρώτη καμπάνα στην εκκλησία, στον Αϊ-Γιάννη, που οι μικρότεροι λέγαμε με τη σειρά το Πάτερ ημών και οι μεγαλύτεροι το Πιστεύω. Πόση αγαλλίαση, αλήθεια, αισθανόμασταν μετά με το αντίδωρο κατά την έξοδο...


Πέρασαν τα χρόνια, φύγαμε από το χωριό, ήρθαμε στην πόλη και μετά στη μεγάλη πόλη. Για να σπουδάσουμε, για ένα καλύτερο μέλλον. Σε μια Αθήνα που όταν την πρωτοαντίκρισα εντυπωσιάστηκα από τα πολλά φώτα, την κίνηση, τον Σταμάτη και τον Γρηγόρη.  
Ολα ήταν διαφορετικά· μια Αθήνα που για να καλύψει την ανάγκη της εσωτερικής μετανάστευσης, όλο και περισσότερο κατάκλυζε μονοκατοικίες, πράσινο, ελεύθερους χώρους με πολυκατοικίες, εντυπωσιακές για μας τους επαρχιώτες, που έμελλε να καταλήξουμε σε διαμερίσματα, σε κλουβιά-φυλακές.


Οι καιροί ήταν σκληροί. Επρεπε να προσαρμοστείς, στην ηλικία των 14 ετών, σε νέους κανόνες και κανονισμούς. Σε νέες νοοτροπίες. Να ξεκινήσεις από την αρχή. Προσπαθούσες να ισορροπήσεις μεταξύ του παλιού και του νέου, διατηρώντας κάποιες από τις πατροπαράδοτες αξίες. Επρεπε να συγκρουστείς, σκληρά καμιά φορά, για να μην αλωθείς από το καινούργιο ή αυτό που έμοιαζε για καινούργιο. Και κάθε τόσο στη σκέψη μου ξαναγυρίζουν τα χρόνια στο χωριό και μοιραία έρχονται, σε συγκρίσεις, οι αποτιμήσεις. Τελείως ανόμοια όμως πράγματα. Τελείως διαφορετική η ζωή. Και πάντα αυτό που επικρατούσε από τις παλιές αναμνήσεις ήταν οι σύσταση-προτροπή των γονιών μου: «Να σέβεσαι».



Ισως τώρα, που δεν μοιάζει απίθανο να γυρίσουμε χρόνια πίσω, ν' αρχίσουμε να επανεκτιμούμε ορισμένα πράγματα, ορισμένες Αξίες της ζωής, τόσο απλές, τόσο ανθρώπινες, τόσο απαραίτητες, τόσο χιλιοειπωμένες λεκτικά, αλλά ξεχασμένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου