ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Το άλλο σίριαλ με τη Σουλεϊμάν

Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ

Την ύπαρξη στη Θράκη μιας μειονότητας που δεν κάνει να λέμε το όνομά της την πληροφορήθηκα σε σχετικά ώριμη ηλικία, τη δεκαετία του 1980, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα στο Εδιμβούργο. Η αφορμή ήταν μια, ούτως ειπείν, δημιουργική διαμάχη περί αποικιοκρατίας και γλωσσικού ιμπεριαλισμού μεταξύ του γράφοντος και του καθηγητή στο tutorial της Κοινωνικής Γλωσσολογίας. Του μπήκα εγώ (έτσι νόμιζα ο αδαής) αναφέροντας διάφορα για τη γλωσσική πολιτική της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις αποικίες, μου τη βγήκε εκείνος αναφέροντας την «τουρκική» (έτσι την είπε) μειονότητα στη Θράκη και τους περιορισμούς που ίσχυαν τότε στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας τους. 

Δεν είχα τι να πω και το βούλωσα, διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδέα για το ζήτημα. Ηταν η πρώτη φορά που άκουγα ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα, την οποία θεωρούσα μια φυλετικά και θρησκευτικά απολύτως ομοιογενή χώρα. Το «μυστικό» ήταν, βέβαια, γνωστό σε όσους είχαν δεσμούς με τη βορειοανατολική Ελλάδα. Αλλά σε εμάς τους «χαμουτζήδες», που δεν είχαμε ταξιδέψει ποτέ πέρα από τη Θεσσαλονίκη, ήταν τελείως άγνωστο.

Εκτοτε αρκετά μπορεί να έχουν αλλάξει για τη μειονότητα στη Θράκη, όχι όμως και η συνολική προσέγγισή μας ως κοινωνίας στο ζήτημα της μειονότητας, την οποία αναφέρουμε πάντα με το οριστικό άρθρο (είναι «η μειονότητα», όχι «μια μειονότητα») αλλά ποτέ με επιθετικό προσδιορισμό μπροστά και ο νοών νοείτω. Η ατυχής επιλογή της Ρομά Σαμπιχά Σουλεϊμάν για το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το γεγονός που όχι μόνο επανέφερε το θέμα στην επικαιρότητα, αλλά το έβαλε κιόλας στην ατζέντα του προεκλογικού αγώνα για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ας σταθούμε όμως για λίγο στην αφορμή και ας αναρωτηθούμε πού ακριβώς εντοπίζεται το λάθος: στην επιλογή μιας μουσουλμάνας Ρομά (επιλογή κακή από ψηφοθηρική σκοπιά, αφού δεν θα προσήλκυε τις ψήφους των τουρκογενών της μειονότητας, που είναι και οι περισσότεροι) ή στην αποπομπή της με συνοπτικές διαδικασίες από το ψηφοδέλτιο; 

 Είμαι της γνώμης ότι το ίδιο κάνει. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ενήργησε επιπόλαια και έκανε μια επιλογή που δεν ήταν το προϊόν περίσκεψης και δεν εκφράζει συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, η ζημιά έγινε και δύσκολα βλέπω πώς διορθώνεται. Πολύ φοβάμαι ότι, ώσπου να φθάσουμε στην κάλπη, δηλαδή τον μήνα που έχουμε μπροστά μας, θα δούμε το συγκεκριμένο θέμα να γίνεται πεδίο αναμέτρησης της ανευθυνότητας, της ασχετοσύνης και της ιδεοληψίας της κάθε πλευράς. Εν ολίγοις, χειρότερα δεν γινότανε και να θέλαμε...

Παρακολουθώντας την εξέλιξη του θέματος αναγνωρίζω δύο κυριότερες τάσεις στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται στον δημόσιο διάλογο. 

Από τα αριστερά, είναι η πλευρά εκείνη που προσπαθώντας να επανορθώσει το αρχικό λάθος κάνει την κατάσταση χειρότερη. Είναι εκείνοι οι οποίοι, στο όνομα κάποιου διεθνισμού (πολύ συχνά ένα πρόσχημα για να κρύβεται το σύμπλεγμα που έχουν με τη δική τους εθνικότητα...) και επικαλούμενοι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, στρέφονται εναντίον της διείσδυσης του «κακού» ελληνικού εθνικισμού στη μειονότητα, υπερασπιζόμενοι έτσι εμμέσως την ελευθερία της μειονότητας να επιλέξει τον «καλό» τουρκικό εθνικισμό. Αυτό που κάνουν, ουσιαστικά, είναι να αναγνωρίζουν το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού στους μεν και να το αρνούνται στους δε.  

Αλλά τότε τι είδους ανθρώπινο δικαίωμα είναι αυτό, εφόσον δεν ισχύει για όλους;  

Ο πολιτευτής του ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) Δ. Χριστόπουλος είναι μια τέτοια περίπτωση: όχι μόνον δεν ανασκεύασε τις θέσεις του, όπως του ζητήθηκε, αλλά απαίτησε κι από πάνω να υιοθετηθούν από το κόμμα του, επειδή «αυτές πρέπει να είναι οι θέσεις της Αριστεράς».

Από τα δεξιά, τώρα, ακολουθείται η πατροπαράδοτη στάση «μη θίγετε τα κακώς κείμενα». Πατήσαμε μεγαλοπρεπώς την τούρτα που αμόλησε ο αξιολάτρευτος Μπούμπης (γουφ, γουφ) στο πεζοδρόμιο και την οποία η κυρά του δεν έκανε τον κόπο να μαζέψει; Δεν πειράζει. Κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και με τρόπο σκουπίζουμε το παπούτσι μας στο χαλάκι της παρακάτω πολυκατοικίας. 

«Δείχνει άγνοια να δίνουμε εθνική χροιά σε θρησκευτική μειονότητα», μας κουνάει το δάκτυλο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Ενδεχομένως· δείχνει όμως και πολλά άλλα η ίδια η σύσταση που μας απευθύνει:


Πρώτα απ’ όλα, δείχνει ότι, στο επίπεδο του δημόσιου λόγου τουλάχιστον, η επίσημη ελληνική πολιτική συνίσταται στην προσπάθεια να γυρίσουμε το ρολόι πίσω και να παραστήσουμε ότι ο χρόνος έχει σταματήσει εκεί. Μετά τις ταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πόσο εσφαλμένη και ζημιογόνος για τα συμφέροντά μας υπήρξε η πολιτική των διοικητικών περιορισμών και διώξεων, που ακολουθούσαμε εις βάρος της μειονότητας μετά την επίθεση των Τούρκων εθνικιστών εναντίον της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, το 1955. Από το 1996, δε, όταν καταργήθηκαν οι περιβόητες «μπάρες» που εμπόδιζαν την ελεύθερη πρόσβαση στις μειονοτικές περιοχές, προσπαθούμε να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο, ευχόμενοι ότι δεν θα συμβεί το ατύχημα που θα φέρει το ζήτημα στην επικαιρότητα και θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου.

Το ατύχημα, λοιπόν, συνέβη· και τώρα ανακύπτουν ένα σωρό ερωτήματα που μας κάνουν αμήχανους.  

Π.χ., γιατί πρέπει οι υποψήφιοι μειονοτικοί, ανεξαρτήτως κομματικής ένταξης, να χαίρουν της εμπιστοσύνης του τουρκογενούς στοιχείου; 

Ποιος είναι ο ρόλος του τουρκικού προξενείου, αλλά και γιατί διατηρούμε και εμείς προξενείο εκεί, εντός της ελληνικής επικρατείας; 

Επίσης, σε ποιο βαθμό τα ζητήματα της μειονότητας απασχολούν (αν απασχολούν...) τις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία; 

Εχω την εντύπωση ότι αυτά και άλλα παρεμφερή ερωτήματα δεν πρόκειται να περάσουν μαζί με τις ευρωεκλογές. Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, η γκάφα του ΣΥΡΙΖΑ με την υποψηφιότητα Σουλεϊμάν ίσως αποδειχθεί χειρότερη ως προς τις επιπτώσεις της από το φιάσκο Μπαλτάκου στη Ν.Δ. Με τον Μπαλτάκο, η Ν.Δ. έβλαψε τον εαυτό της. Η  ζημία  όμως εξαιτίας της επιλογής Σουλεϊμάν  από  τον  ΣΥΡΙΖΑ  αφορά όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου