ΚΟΙΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ξεφτιλισμένη πολιτική, αποχαυνωμένη κοινωνία και νεοοθωμανική τηλεόραση σε... βίους παράλληλους!


Αφορμή στάθηκε ένα άρθρο – ρεπορτάζ για τα τεκταινόμενα στην Τουρκία που δημοσιεύτηκε στους New York Times (25/02) και συνέδεε τις τουρκικές σαπουνόπερες με την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα. Ο τίτλος του δήλωνε την εξάρτηση που έχει ο τουρκικός λαός από τα εντυπωσιακά δράματα και ως παράδειγμα ανέφερε τον «Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή», τηλεοπτική σειρά «με την οποία αναπτύχθηκε σχέση εθιστική σε όλη τη Μέση Ανατολή», σημειώνει ο δημοσιογράφος (αγνοώντας προφανώς ότι και στην Ελλάδα, η μετάδοσή του, καθήλωνε εκατοντάδες χιλιάδες στους δέκτες!). Καθώς καταγράφει τα γεγονότα στη γείτονα (κασέτες, σκάνδαλα, δωροδοκίες, διαφθορά, συγκρούσεις, διαδηλώσεις), οι αντιφάσεις και η ρευστότητα, η πυκνότητα των πολιτικών εξελίξεων, μπλέκονται με λέξεις όπως «επεισόδια», «σίριαλ», κ.ο.κ. Ιντριγκες, πάθη και συνωμοσίες που θα ζήλευε και ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος, με απρόβλεπτη εξέλιξη.
 


Είναι άραγε συγκυριακό το γεγονός ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται στους καλύτερους πελάτες των τουρκικών σειρών μυθοπλασίας μαζί με τη Βουλγαρία, τη FYROM, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζαχστάν, το Κόσοβο και τον Λίβανο; 


Κατά πόσο τα στοιχεία που συνθέτουν τη σαπουνόπερα (έρωτες, προδοσίες, εκδίκηση, απληστία, μυστικά) ανταποκρίνονται στις επικίνδυνες και δυσανάγνωστες πολιτικές εντάσεις της εποχής; 


Υπάρχουν σειρές που αποτυπώνουν μοναδικά τον μακιαβελισμό της εξουσίας, σύγχρονους Μακμπέθ («House of cards») και τη σκακιέρα των πολιτικών παρασκηνίων («Borgen»), υπογραμμίζοντας τόσο το πέρασμα των τηλεοπτικών προγραμμάτων σε άλλη εποχή, όσο και μια διαφορετική αντίληψη κατασκευής και περιεχομένου. Η τηλεοπτική παραγωγή κάθε χώρας καθρεφτίζει την ιδιοσυγκρασία του λαού της, κι αν δεν μπορεί να το κάνει σημαίνει ότι η σχέση με την πραγματικότητα είναι διαταραγμένη. Οτι δεν μεσολαβούν απλώς φίλτρα και παραμορφώσεις αλλά ότι κάποιοι επενδύουν ακριβώς επάνω σε αυτήν την αναπηρία.
 


Οι Ελληνες τηλεθεατές, ως προς την αισθητική και τις προτιμήσεις τους, ανήκουν στη Δύση ή στην Ανατολή; 


Αν κάποιος ξένος παρατηρητής χαρτογραφούσε το ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, εστιάζοντας στις σειρές που παράγονται, τι συμπεράσματα θα αντλούσε για την κοινωνία ή για την πολιτική κατάσταση;  


Διαφέρει η προ κρίσης εποχή από τις συνθήκες όπως έχουν διαμορφωθεί την τελευταία τετραετία;  


Αν εξαιρέσει κανείς τους «Δέκα μικρούς Μήτσους» του Λάκη Λαζόπουλου, που ανήκουν στον προηγούμενο αιώνα (άρχισαν να προβάλλονται τη δεκαετία του ’90), οι οποίοι κατάφεραν να αποδώσουν δεξιοτεχνικά και με χιούμορ αλήθειες και ψέματα του μικροαστικού μοντέλου ζωής και της πραγματικότητας που το γεννά, δύσκολα θα υποδείκνυε κανείς άλλη πρωτογενή και πρωτότυπη σε σύλληψη εκπομπή. Τα τελευταία χρόνια (2010 -2011) «Το νησί» (βασισμένο στο βιβλίο της Βικτόρια Χίσλοπ) συγκέντρωσε εγκωμιαστικές κριτικές και τηλεθέαση μιλώντας για τους λεπρούς και τον αποκλεισμό τους στη Σπιναλόγκα. Επαινέθηκε ως δουλειά υψηλών προδιαγραφών και μεγάλης ευαισθησίας.
 


Ας επιμείνουμε όμως, γιατί σκοπός του σχολίου δεν είναι η καταγραφή και ο απολογισμός: σήμερα, τι θα έβλεπε ο ξένος παρατηρητής; 


 Κυρίως ατάκες. Οικογένειες σε παροξυσμό, που ζουν εν εξάλλω, γκροτέσκες φιγούρες, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες –δεν έχει σημασία– αναπαραγωγή στερεοτύπων, σχημάτων, χαρακτήρων προϊόντων συνταγής παρά ζωντανών πλασμάτων. Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα ελληνικά σίριαλ, ατακάρουν κυρίως. Αισθάνεσαι το άγχος του σεναριογράφου να επινοήσει μια φράση έξυπνη, που να αρέσει. Διάλογοι συνθηματολογικοί, που προσπαθούν να σαρκάσουν αλλά αποτυγχάνουν γιατί αδυνατούν να αυτοσαρκαστούν. Η παραφορά, η υπερβολή δεν είναι πάντα ο τρόπος για να γελάσει ο τηλεθεατής με τα κακώς κείμενα. Για την ακρίβεια, είναι ένας παλιός τρόπος. Απευθύνεται σε όλο και πιο ξεθυμασμένα ανακλαστικά, σε επαναλαμβανόμενες φάρσες. Οι ήρωες καινοτομούν... ενδυματολογικά αλλά δεν ανανεώνονται ψυχολογικά.
Αν, λοιπόν, ο τουρκικός λαός έχει έφεση στο δράμα και στη σαπουνόπερα, διασκεδάζοντας (ή μήπως εκφράζοντας) έτσι την κοινωνική πόλωση, ο ελληνικός λαός μέσω ποιου τηλεοπτικού είδους διαμορφώνει τη φαντασίωσή του; 


Πού διοχετεύει την απογοήτευση, την απελπισία, την περιφρόνηση, τη ζήλια, την επιθυμία για δόξα; 


Αν το κατεξοχήν λαϊκό μέσο ψυχαγωγίας, η τηλεόραση, δεν μπορεί να περιγράψει την όποια κρίση, σατιρίζοντας, ανακουφίζοντας ή αφυπνίζοντας δημιουργικά το δημόσιο αίσθημα, τότε η καθημερινότητα είναι ακόμη φτωχότερη.
 


Πόσο άραγε μπορούν να αντέξουν οι «συνταγές» σε μια εποχή σαρωτική, στην οποία αυτό που παρακμάζει και αυτό που γεννιέται μάχονται σώμα με σώμα; 


Οι ίδιες συνταγές επαναλαμβάνονται και στην πολιτική σκηνή. Ανακύκλωση –με ελάχιστες εξαιρέσεις– της ταραχής και αγωνίας για αναπαραγωγή του (ίδιου) πολιτικού προσωπικού, που προσπαθεί να αναγεννηθεί από τη φθορά και την κατεδαφιστική αμφισβήτηση.
 


Κατά μία έννοια, αυτό που προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση (ως σίριαλ) συνδέεται περισσότερο με την πολιτική πραγματικότητα της χώρας παρά με την κοινωνική. Γιατί η κοινωνία, οι κοινωνίες των χωρών σε κρίση, βρίσκονται μπροστά από τις πολιτικές ηγεσίες. Βιώνουν το κόστος των αλλαγών, το εισπνέουν, δεν το περιγράφουν απλώς περίτεχνα, το κατανοούν, αναπροσαρμόζουν τις ζωές τους, επηρεάζονται και το επηρεάζουν. Σε αυτό το συναρπαστικό αλισβερίσι η τηλεόραση στέκει άτολμη, αμήχανη, προσκολλημένη σε παλιές συνταγές. Οπως και η πολιτική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου