ΚΟΙΝΩΝΙΑ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Η εθνοκεντρική διαπολιτισμικότητα και ο εξαιρετικός «άλλος» - Η μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από μονο-πολιτισμική σε δια-πολιτισμική



Η μετάβαση μιας μονοπολιτισμικής κοινωνίας σε πολυπολιτισμική κυοφορεί πλήθος διεργασιών στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό πεδίο.


Μια τέτοια μετάβαση, και μάλιστα σε ελάχιστο ιστορικό χρόνο, συνέβη στην Ελλάδα τη δεκαετία του '90, όταν όχι μόνο η έννοια του «άλλου» (με προεξάρχουσα την έννοια του μετανάστη παρά τους αρκετούς «άλλους» που κυοφορεί) έπρεπε καταρχήν να συνδεθεί με πληθυσμούς που υποδεχόμασταν και όχι που «εξάγαμε», αλλά και η (κυρίαρχη) αντίληψη του ατομικού και συλλογικού μας «εαυτού» έπρεπε να τεθεί σε μια βαθιά επαναδιαπραγμάτευση. Και «πώς» όχι όταν κάθε έρευνα για τον άλλον είναι και μία έρευνα για τον εαυτό. Για τα όρια, τις αντοχές, τις αξίες, για τη δυναμική ισορροπία μιας κοινωνίας (και των ομάδων ή συσσωματώσεων που την αποτελούν) ανάμεσα στο ρεαλισμό και την προσαρμοστικότητα.


Σε διατριβή που πραγματοποιήσαμε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αναζητήσαμε μέσα από λογοτεχνικές σελίδες που είχαν ήρωες μετανάστες/τριες τα επίδικα της τότε (μακρινής λόγω των ραγδαίων εξελίξεων αλλά αλληλεπιδρούσας με το σήμερα) εποχής. Και εντοπίσαμε, ανάμεσα σε άλλα, μία εμβληματική στρατηγική που εφηύρε το πολιτισμικό φαντασιακό μας ώστε να προσαρμοστεί σε μια εποχή πολύσημης μετάβασης. Ο κύριος λογοτεχνικός τύπος του άλλου που δημιουργείται εκείνη τη «νικηφόρα» εποχή της «Ολυμπιακής Ελλάδας», ο «άλλος» μέσα στις ποικίλες εκφορές του «άλλου» που εντοπίσαμε, είναι είτε εξελληνισμένος (σε συμπεριφορά ή/και καταγωγή) είτε «εξαιρετικός» (πάλι με βάση τα πρότυπα του φαντασιακού μας) και με βάση αυτό αποδεκτός, σκάβοντας την αυταξία της αποδοχής.


Η στρατηγική αυτή, αποτελώντας «διάμεσο» ανάμεσα στην ασφάλεια του μονοπολιτισμικού μας κόσμου και στα αινίγματα μιας δύσπεπτης πολυπολιτισμικής πραγματικότητας, προσδοκούσε να μη θιγεί ο συλλογικός ναρκισσισμός μας.


Δημιούργησε έτσι έναν βολικό, «πολιτισμικά συναφή άλλον» (π.χ. ομόδοξο, όχι μουσουλμάνο, μικροαστό οικογενειάρχη, όχι κοινωνικό ακτιβιστή κ.λπ.) που μπορεί να γίνει πιο εύκολα αποδεκτός, επαναεπιβεβαιώνοντας τα πολιτιστικά «μας» πρότυπα και τις πολιτισμικές μας εκφάνσεις.


Υπάρχει φυσικά στις αναπαραστάσεις δυναμική επίδραση των χαρακτηριστικών των μειονοτήτων, ή έστω του τρόπου που εμείς τα αντιλαμβανόμαστε, κάτι που σκάβει το πατερναλιστικό στερεότυπο μιας μονοσήμαντα «αλαζονικής», ενεργητικής πλειοψηφίας και μιας «καημένης» παθητικής μειονότητας, υπενθυμίζοντας την πολυπλοκότητα του παιχνιδιού, που στιγμή δεν αναιρεί την αυταξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Γενικότερα, διακρίνονται λειτουργίες που δείχνουν ένα ισχυρό ρεύμα από το εθνικό (ή αντεθνικό) φαντασιακό του πολιτικού λόγου σε ένα «πολιτιστικό φαντασιακό» της λογοτεχνίας.


Η οποία με τον τρόπο αυτόν, και συν τοις άλλοις, δρα «θεραπευτικά», αναπλάθοντας την πραγματικότητα και ρετουσάροντας την κοινωνία, λύνοντας σημειολογικά και έμμεσα ό,τι δεν μπορεί να λυθεί στο καθαυτό πεδίο και στον καθαυτό ιστορικό χρόνο. Δημιουργεί έτσι έναν ιδεατό συλλογικό εαυτό (πιο ανθρώπινο, πιο προσαρμοστικό και πιο έτοιμο) που μας ανακουφίζει από την αντιμετώπιση μιας δύσκολης πραγματικότητας, «αποφορτίζοντάς» την στις σελίδες της λογοτεχνίας.


Λειτουργεί με άλλα λόγια, ίσως «αναγκαία» όσον αφορά το αρχικό στάδιο της διαπραγμάτευσης, μια ναρκισσιστική αντίληψη εθνοκεντρικής διαπολιτισμικότητας, κρυμμένης πίσω από «ηθικά» κριτήρια και πολιτιστικές παραμέτρους, που οικειοποιούν το «ξένο».


Ουσιαστικά πρόκειται για μεταφορά στοιχείων μιας μονοπολιτισμικής, εθνοκεντρικής κοινωνίας και της λογοτεχνίας που παράγει, η οποία προσπαθεί μέσα από διάφορες στρατηγικές και μίξη επιλεγμένων, «βολικών» στοιχείων πολυπολιτισμού να προσαρμοστεί στη νέα εποχή.


Με τον τρόπο αυτόν η μεταναστευτική/διαπολιτισμική λογοτεχνία που γράφτηκε στην Ελλάδα τα χρόνια 1990 ώς 2005 λειτούργησε (και) ως πεδίο διαπραγμάτευσης ταυτοτήτων αλλά και διαπραγμάτευσης με την τότε πραγματικότητα, εισάγοντας μία πολυπολιτισμική κουλτούρα σε μία χώρα που επειδή ήταν συνηθισμένη στην παραγωγή μονοπολιτισμικότητας έπρεπε να εφεύρει «γέφυρες».


Δεν έχει επί του προκειμένου σημασία εάν τα γεφύρια που εφευρέθηκαν μέσα στις μυλόπετρες μιας ασθμαίνουσας συγκυρίας ήταν μεγάλα ή μικρά. Οπως λένε στην Ηπειρο (και στη Ν. Αλβανία) και όπως ισχύει και γι' αυτήν τη διατριβή: «μικρό γεφύρι, μεγάλο γεφύρι, κάποιος θα περάσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου