ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Ανάληψη ρίσκου και οικονομική αναάπτυξη



Στη συνείδηση των πολλών η ανάληψη κινδύνου είναι συνδεδεμένη με τους χαρτοπαίκτες, όσους κάνουν ελεύθερη πτώση με ή χωρίς αλεξίπτωτο και τελευταία με εκείνα τα στελέχη τραπεζών που εισπράττοντας δυσθεώρητους μισθούς κατέστρεψαν την παγκόσμια οικονομία. Και όμως, η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη θα ήταν αδύνατη αν οι άνθρωποι δεν ήσαν πρόθυμοι να στοιχηματίσουν ό,τι έχουν για να δημιουργήσουν μιαν επιχείρηση ή να επεκτείνουν την ήδη υπάρχουσα ή να επινοήσουν μια καλύτερη ποντικοπαγίδα.
 


Τελευταία, αυτού του είδους η ανάληψη κινδύνου ήταν ενοχλητικά σπάνια στην Αμερική. Ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων, η δημιουργία θέσεων εργασίας σε καινούργιες επιχειρήσεις και τα ποσά που επενδύθηκαν σε επιχειρήσεις κινήθηκαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
 


Μολονότι η αλλαγή διάθεσης σε ό,τι αφορά την ανάληψη κινδύνου είναι κεντρικό στοιχείο των περιόδων ανάπτυξης και των περιόδων πτώσης, οι οικονομολόγοι δυσκολεύονται να εξηγήσουν τι την καθορίζει. Τείνουν, αντιθέτως, να επικαλούνται την αδιευκρίνιστη έκφραση του Τζον Μέιναρντ Κέινς «ζωώδη ένστικτα».  

Οι πιο πρόσφατες ερμηνείες της οικονομικής συμπεριφοράς των ανθρώπων αρχίζουν να αλλάζουν αυτήν την τακτική. Είναι κοινώς γνωστό μεταξύ των οικονομολόγων πως οι άνθρωποι απεχθάνονται τον κίνδυνο: ο Ντιανιέλ Μπερνουί, Ελβετός μαθηματικός, το παρατήρησε τον 18ο αιώνα. Ωστόσο, η προθυμία για ανάληψη κινδύνου ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στους ανθρώπους και στις διαφορετικές εποχές.
 


Η διαπαιδαγώγηση, το περιβάλλον και οι εμπειρίες διαδραματίζουν επίσης τον δικό τους ρόλο. Η έρευνα αποδεικνύει μονίμως ότι οι πλούσιοι και οι άνθρωποι με υψηλή παιδεία είναι πιο τολμηροί οικονομικά. Το ίδιο ισχύει και για τους άνδρες, αλλά προφανώς όχι λόγω γενετικών αιτίων. Οι σχετικές έρευνες καταδεικνύουν πως τα κορίτσια που φοιτούν σε σχολεία θηλέων είναι λιγότερο τολμηρά από εκείνα των μεικτών σχολείων, κάτι που ενδέχεται να συνδέεται με την κοινωνική αντίληψη για τον πρέποντα τρόπο της γυναικείας συμπεριφοράς.  


Η οικονομική ιστορία των ανθρώπων έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη διάθεσή τους να αναλάβουν ρίσκα. Ερευνες επί των οικονομικών αμερικανικών νοικοκυριών την περίοδο και από το 1960 ώς το 2007 καταδεικνύουν πως όσοι απέσπασαν μεγαλύτερα κέρδη από το χρηματιστήριο σε νεότερη ηλικία, πολλά χρόνια αργότερα τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη ανοχή στην ανάληψη κινδύνου, να αγοράζουν μετοχές και να επενδύουν μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους σε μετοχές.
 


Ωστόσο, όσοι έχουν εκτεθεί σε οικονομικές κρίσεις τείνουν να έχουν μικρότερη διάθεση για ανάληψη κινδύνου, ανεξάρτητα από το κατά πόσον έχουν ή δεν έχουν καταγράψει προσωπικές ζημίες. 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ΑΕΠ της Φινλανδίας επλήγη από βαρύτατη ύφεση, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά 10% και να εκτιναχθεί η ανεργία από το 3% στο 16%. Με τη χρήση λεπτομερών στοιχείων για τη φορολογία, την ανεργία και την ένταξη στον στρατό, τρεις ερευνητές του London Business School ανέλυσαν τις επενδυτικές επιλογές όσων επλήγησαν από αυτή τη μεγάλη ύφεση. Αφαιρώντας παράγοντες όπως η ηλικία, η παιδεία, το φύλο και η οικογενειακή κατάσταση, διαπίστωσαν ότι όσοι απασχολούνταν σε τομείς ή περιοχές που είχαν πληγεί περισσότερο από την ανεργία μία δεκαετία μετά απέφευγαν περισσότερο τις μετοχές. Ωστόσο, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι προσωπικές εμπειρίες και οικονομικές ατυχίες των ανθρώπων δεν μπορούσαν να εξηγήσουν παρά μόνον κατά το ήμισυ τις μεταξύ τους διαφορές σε ό,τι αφορά την κατοχή μετοχών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου