Του ΤΑΣΟΥ ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ
Πριν από δύο χρόνια η ελληνική κυβέρνηση
παρήγγειλε από τον ΟΟΣΑ μία «εργαλειοθήκη» με στόχο να καταστήσει τις
αγορές περισσότερο ελεύθερες από εμπόδια εισόδου για νέες επιχειρήσεις
από την Ελλάδα και το εξωτερικό και να ενισχύσει έτσι τη διαδικασία της
«εσωτερικής υποτίμησης», καλλιεργώντας τον περισσότερο ανταγωνισμό, στις
λεγόμενες αγορές προϊόντων. Ο στόχος ήταν σαφής, μέσω του ανταγωνισμού
να περιορίσει τις τιμές, εξέλιξη που τότε όλοι χαιρέτισαν.
Όταν ο ΟΟΣΑ ανέδειξε ένα πακέτο συστάσεων -άλλες λογικές και άλλες όχι- αλλά πάντως στην κατεύθυνση του περισσότερου ανταγωνισμού, τότε όλοι, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, άρχισαν να σκέφτονται τους «πελάτες», συγγνώμη, τους ψηφοφόρους τους. Άλλος τους φαρμακοποιούς, άλλος τους κτηνοτρόφους, άλλος τους μικρούς βιβλιοπώλες. Διότι είναι σαφές ο περισσότερος ανταγωνισμός δεν ωφελεί αλλά βλάπτει μικρές επιχειρήσεις που προσφέρουν ό,τι και η διπλανή ίδια μικρή επιχείρηση, χωρίς να διαφοροποιείται σε κάτι ιδιαίτερα.
Έτσι όλοι -και στην κυβέρνηση- άρχισαν να νιώθουν τη μεγάλη «ανατριχίλα» των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς αν και δεν αναφέρονταν σε άμεση περικοπή εισοδήματος σηματοδοτούσαν κάτι πολύ πιο δραστικό, τη ριζική αλλαγή του τρόπου άντλησης του εισοδήματος αυτού από την αγορά.
Με αυτά και με αυτά η κυβέρνηση, που κάλεσε τους «δαίμονες» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έμεινε με τους Στουρνάρα, Χατζηδάκη και Σκορδά να υποστηρίζουν ό,τι και στην αρχή -περισσότερος ανταγωνισμός, χαμηλότερες τιμές- ενώ όλοι οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι το «σπορ δεν τους αφορά».
Μεθαύριο θα κληθούν να ψηφίσουν για αυτές τις αλλαγές για να κριθεί η ειλικρίνεια των όσων λένε.
Προσωπικά πιστεύω ότι η στάση τους απέναντι στα ζητήματα που αφορούν τις «αγορές εμπορευμάτων» κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την ειλικρίνειά τους για τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Αν δεν περάσουν έστω και «νερωμένες», θα μπορούσαν να είναι το κεφάλαιο για το πώς μια κυβέρνηση χύνει το... γάλα που με τόσο κόπο επιχείρησε να συγκεντρώσει.
Όταν ο ΟΟΣΑ ανέδειξε ένα πακέτο συστάσεων -άλλες λογικές και άλλες όχι- αλλά πάντως στην κατεύθυνση του περισσότερου ανταγωνισμού, τότε όλοι, σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, άρχισαν να σκέφτονται τους «πελάτες», συγγνώμη, τους ψηφοφόρους τους. Άλλος τους φαρμακοποιούς, άλλος τους κτηνοτρόφους, άλλος τους μικρούς βιβλιοπώλες. Διότι είναι σαφές ο περισσότερος ανταγωνισμός δεν ωφελεί αλλά βλάπτει μικρές επιχειρήσεις που προσφέρουν ό,τι και η διπλανή ίδια μικρή επιχείρηση, χωρίς να διαφοροποιείται σε κάτι ιδιαίτερα.
Έτσι όλοι -και στην κυβέρνηση- άρχισαν να νιώθουν τη μεγάλη «ανατριχίλα» των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς αν και δεν αναφέρονταν σε άμεση περικοπή εισοδήματος σηματοδοτούσαν κάτι πολύ πιο δραστικό, τη ριζική αλλαγή του τρόπου άντλησης του εισοδήματος αυτού από την αγορά.
Με αυτά και με αυτά η κυβέρνηση, που κάλεσε τους «δαίμονες» των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, έμεινε με τους Στουρνάρα, Χατζηδάκη και Σκορδά να υποστηρίζουν ό,τι και στην αρχή -περισσότερος ανταγωνισμός, χαμηλότερες τιμές- ενώ όλοι οι υπόλοιποι θεωρούσαν ότι το «σπορ δεν τους αφορά».
Μεθαύριο θα κληθούν να ψηφίσουν για αυτές τις αλλαγές για να κριθεί η ειλικρίνεια των όσων λένε.
Προσωπικά πιστεύω ότι η στάση τους απέναντι στα ζητήματα που αφορούν τις «αγορές εμπορευμάτων» κρίνει σε μεγάλο βαθμό και την ειλικρίνειά τους για τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές. Αν δεν περάσουν έστω και «νερωμένες», θα μπορούσαν να είναι το κεφάλαιο για το πώς μια κυβέρνηση χύνει το... γάλα που με τόσο κόπο επιχείρησε να συγκεντρώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου