Ο κοιμητηριακός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο νεκροταφείο των Ρωμιών στο Σισλί.
Την Κωνσταντινούπολη, το αδρό
τουριστικό της περίγραμμα για να ακριβολογώ, το γνώριζα μέσα από σύντομα
επαγγελματικά ταξίδια. Είχα εικόνες, γεύσεις, ακούσματα που έφτιαχναν
ένα γρήγορο αλλά ελλιπές σκαρίφημα, ανάξιο του ιστορικού της βάθους, της
γεωγραφικής έκτασης και της ανθρωπολογικής της πανσπερμίας. Το
συμπλήρωνα σταδιακά με διαβάσματα. Μέσα από τις διαδρομές του ιστορικού
Κώστα Σταματόπουλου και του φίλου δημοσιογράφου Αλέξανδρου Μασαβέτα,
ανεβοκατέβαινα νοερά τους απότομους λόφους, έχοντας για στήριγμα τη
στιλπνή τους γραφή. Στην τελευταία μου όμως επίσκεψη, πριν από λίγες
ημέρες, ένιωσα για πρώτη φορά ότι συντονίστηκα με το χτυποκάρδι της
Πόλης. Σαν να ανοιγόκλεισε μια πόρτα αποκαλύπτοντας το εσωτερικό ενός
σπιτιού, σαν να πέρασα μπροστά από ένα φωτισμένο παράθυρο και είδα στα
κλεφτά μια σκηνή, είχα την αίσθηση ενός αποκαλυπτικού βιώματος.
Ισως διότι η φύση του ταξιδιού ήταν αυστηρά προσωπική και φορτισμένη συναισθηματικά. Εφτασα στον Βόσπορο για μια κηδεία συγγενικού προσώπου. Ρωμιά. Εκεί γεννήθηκε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, μεγάλωσε τις κόρες της, έχασε τον άνδρα της. Εζησε τις αναταραχές του ’55, την απίσχνανση του ελληνικού πληθυσμού από το ’64 και μετά. Θα μπορούσε να είχε μετακομίσει στην Αθήνα, oπως χιλιάδες άλλοι. Ομως ο ομφάλιος λώρος με την Πόλη δεν κόπηκε ποτέ. Με πείσμα και συνέπεια, συνέχισε μια δύσκολη πορεία, στην οποία μεγάλωνε συνεχώς η μοναξιά. Τι άλλο να νιώθει κανείς όταν μια δεμένη κοινότητα αποψιλώνεται κάθε τόσο από θανάτους φίλων και συγγενών; Οταν ο κόσμος σου σμικρύνεται, αλλοιώνεται και γίνεται ανάμνηση; Εκείνη εξακολούθησε να μένει στα Ταταύλα, με περιστασιακά μονάχα ταξίδια προς την Ελλάδα. Στο τελευταίο, νοσηλεύτηκε και έφυγε από τη ζωή, μακριά από τον τόπο που θεωρούσε κυτταρικά πατρίδα της. Μέγιστο χρέος οικογενειακό, να ξαναγυρίσουμε μαζί της στην Πόλη, για την τελευταία της κατοικία. Για την αντιπελάργηση της φροντίδας της.
Η νεκρώσιμος ακολουθία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ταταούλων είχε κάτι βαθιά κατανυκτικό. Το ποίμνιο, μικρό. Ο μητροπολίτης τούς ξέρει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Συγκίνηση. «Βλέπεις, παιδί μου, έχουμε μείνει πια τόσο λίγοι σε αυτά τα μέρη, που είναι αδύνατον να δεις κάποιον από εμάς και να μη σου έρθουν δάκρυα στα μάτια», μου ψιθύριζε μια συγγενής. Στις τελευταίες σειρές, Αρμένιοι και Τούρκοι γείτονες που ήρθαν να πουν με τρυφερότητα το ύστατο αντίο, σε μια ατμόσφαιρα γνώριμη από τα βιβλία του Παμούκ.
Και μετά, η ταφή στο ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί. Μια μικρή λωρίδα γης, μια νησίδα, μέσα στο «δυναμικό», νέο πρόσωπο της Κωνσταντινούπολης. Δίπλα στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του ισλαμικού κόσμου. Κάτω από ουρανοξύστες, όπως το Trump Towers Istanbul και το Key Plaza, που απειλούν με το τεράστιο ύψος τους το κοιμητήριο με τα κυπαρίσσια. Ο Γολιάθ του μέλλοντος μπροστά στον Δαβίδ του παρελθόντος. Ντουμπάι εναντίον Ρωμιοσύνης.
Μια εικόνα που τα λέει όλα. Από τους τελευταίους ορόφους των θηριωδών κτιρίων από σκυρόδεμα και γυαλί που άλλαξαν τη σιλουέτα της Πόλης, η θέα πρέπει να κάνει τους ενοίκους να αισθάνονται παντοδύναμοι. Από χαμηλά, ανάμεσα στα μνήματα, καταλαβαίνει κανείς αμέσως τη ματαιοδοξία των ανθρώπων. Και πως η ισχύς μπορεί τελικά να αποτυπωθεί όχι στην εν ζωή κατοικία σου, αλλά στην τελευταία, σαν αυτούς τους Ρωμιούς που δεν υπάρχουν πια.
Τα παλαιά ελληνικά σχολεία της Πόλης έχουν ερημώσει. Τα νεκροταφεία της όμως είναι γεμάτα. Στο Σισλί, νιώθεις δέος. Μπροστά του, το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και εκείνο της Ερμούπολης στη Σύρο είναι μια χλωμή αντανάκλαση. Οχι μόνο για το μεγαλείο ορισμένων τάφων, όσο για τη σπουδαιότητα των ανθρώπων που είναι θαμμένοι εκεί. Είναι το αρχικό DNA της ελληνικής αστικής τάξης, με οικογένειες όπως οι Ζαρίφηδες και οι Μαυροκορδάτοι. Κομψοί οικογενειακοί οίκοι για την υστεροφημία των κραταιών τότε Ελλήνων, που μονοπωλούσαν το Πέραν, το Σταυροδρόμι, τα Ταταύλα.
Ισως διότι η φύση του ταξιδιού ήταν αυστηρά προσωπική και φορτισμένη συναισθηματικά. Εφτασα στον Βόσπορο για μια κηδεία συγγενικού προσώπου. Ρωμιά. Εκεί γεννήθηκε, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, μεγάλωσε τις κόρες της, έχασε τον άνδρα της. Εζησε τις αναταραχές του ’55, την απίσχνανση του ελληνικού πληθυσμού από το ’64 και μετά. Θα μπορούσε να είχε μετακομίσει στην Αθήνα, oπως χιλιάδες άλλοι. Ομως ο ομφάλιος λώρος με την Πόλη δεν κόπηκε ποτέ. Με πείσμα και συνέπεια, συνέχισε μια δύσκολη πορεία, στην οποία μεγάλωνε συνεχώς η μοναξιά. Τι άλλο να νιώθει κανείς όταν μια δεμένη κοινότητα αποψιλώνεται κάθε τόσο από θανάτους φίλων και συγγενών; Οταν ο κόσμος σου σμικρύνεται, αλλοιώνεται και γίνεται ανάμνηση; Εκείνη εξακολούθησε να μένει στα Ταταύλα, με περιστασιακά μονάχα ταξίδια προς την Ελλάδα. Στο τελευταίο, νοσηλεύτηκε και έφυγε από τη ζωή, μακριά από τον τόπο που θεωρούσε κυτταρικά πατρίδα της. Μέγιστο χρέος οικογενειακό, να ξαναγυρίσουμε μαζί της στην Πόλη, για την τελευταία της κατοικία. Για την αντιπελάργηση της φροντίδας της.
Η νεκρώσιμος ακολουθία στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Ταταούλων είχε κάτι βαθιά κατανυκτικό. Το ποίμνιο, μικρό. Ο μητροπολίτης τούς ξέρει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Συγκίνηση. «Βλέπεις, παιδί μου, έχουμε μείνει πια τόσο λίγοι σε αυτά τα μέρη, που είναι αδύνατον να δεις κάποιον από εμάς και να μη σου έρθουν δάκρυα στα μάτια», μου ψιθύριζε μια συγγενής. Στις τελευταίες σειρές, Αρμένιοι και Τούρκοι γείτονες που ήρθαν να πουν με τρυφερότητα το ύστατο αντίο, σε μια ατμόσφαιρα γνώριμη από τα βιβλία του Παμούκ.
Και μετά, η ταφή στο ελληνικό νεκροταφείο του Σισλί. Μια μικρή λωρίδα γης, μια νησίδα, μέσα στο «δυναμικό», νέο πρόσωπο της Κωνσταντινούπολης. Δίπλα στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο του ισλαμικού κόσμου. Κάτω από ουρανοξύστες, όπως το Trump Towers Istanbul και το Key Plaza, που απειλούν με το τεράστιο ύψος τους το κοιμητήριο με τα κυπαρίσσια. Ο Γολιάθ του μέλλοντος μπροστά στον Δαβίδ του παρελθόντος. Ντουμπάι εναντίον Ρωμιοσύνης.
Μια εικόνα που τα λέει όλα. Από τους τελευταίους ορόφους των θηριωδών κτιρίων από σκυρόδεμα και γυαλί που άλλαξαν τη σιλουέτα της Πόλης, η θέα πρέπει να κάνει τους ενοίκους να αισθάνονται παντοδύναμοι. Από χαμηλά, ανάμεσα στα μνήματα, καταλαβαίνει κανείς αμέσως τη ματαιοδοξία των ανθρώπων. Και πως η ισχύς μπορεί τελικά να αποτυπωθεί όχι στην εν ζωή κατοικία σου, αλλά στην τελευταία, σαν αυτούς τους Ρωμιούς που δεν υπάρχουν πια.
Τα παλαιά ελληνικά σχολεία της Πόλης έχουν ερημώσει. Τα νεκροταφεία της όμως είναι γεμάτα. Στο Σισλί, νιώθεις δέος. Μπροστά του, το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και εκείνο της Ερμούπολης στη Σύρο είναι μια χλωμή αντανάκλαση. Οχι μόνο για το μεγαλείο ορισμένων τάφων, όσο για τη σπουδαιότητα των ανθρώπων που είναι θαμμένοι εκεί. Είναι το αρχικό DNA της ελληνικής αστικής τάξης, με οικογένειες όπως οι Ζαρίφηδες και οι Μαυροκορδάτοι. Κομψοί οικογενειακοί οίκοι για την υστεροφημία των κραταιών τότε Ελλήνων, που μονοπωλούσαν το Πέραν, το Σταυροδρόμι, τα Ταταύλα.
Κοινότητα ακμαία, κοσμοπολίτικη, αρχοντική στη φιλοξενία και
στους τρόπους, με ιστορική ενσυναίσθηση της μακράς πορείας του
ελληνισμού. Εμποροι, τραπεζίτες, γιατροί, νομικοί. Δαιμόνιοι,
παράτολμοι, είχαν τον κόσμο στη χούφτα τους.
Τραυματική η σύγκριση
Τραυματική η σύγκριση
Η σύγκριση με το σήμερα είναι τραυματική. Ομως, δεν μπορεί να μη σκεφτεί κανείς ότι με την απώλεια ενός Ρωμιού της Πόλης δεν χάνεται απλώς ένας κρίκος, αλλά ένας από τους τρόπους να είσαι Ελληνας και να φέρεις με χάρη και ευθύνη το ιστορικό σου μερίδιο. Οποιο σου αναλογεί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου