ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Ο θάνατος του πατριώτη


Τι ρομαντικοί οι παλιοί άνθρωποι, που έλεγαν ότι η αγάπη στην πατρίδα μάς δόθηκε σαν επιταγή από γενιές σε γενιές...


Για ποια αγάπη, ποια πατρίδα; Σκέτη επιταγή χωρίς αντίκρισμα παραδίδουμε στις νέες γενιές.


Και καθώς η σκέψη αυτή σε καταβυθίζει στην κατάθλιψη, κάθεσαι στον καναπέ να ξεσκάσεις κι αρχίζει μπροστά σου ένας ανελέητος βομβαρδισμός με υπερπτήσεις εκατομμυρίων για εξαγορά οπλικών συστημάτων αλλά και συνειδήσεων. Τότε κάνεις ζάπινγκ για να ξεφύγεις και πέφτεις πάνω στο κανάλι της Βουλής που σε ταξιδεύει στην Κέρκυρα είκοσι χρόνια πριν. Γλυκό καλοκαιράκι, ανέφελος ουρανός κι έχουμε πάλι την ελληνική προεδρία της Ε.Ε. Ο Θ. Πάγκαλος, είκοσι κιλά πιο λίγο, με το κουμπί να κλείνει ευγενικά το σακάκι, ευκίνητος και αεράτος στην υποδοχή των ηγετών (Γέλτσιν και Μιτεράν, για να αναφερθούμε μόνο σε αυτούς που πέρασαν στην Ιστορία), κι ένας Ανδρέας Παπανδρέου όρθιος στο κεφαλόσκαλο του ανακαινισμένου παλιού ανακτόρου, καταπονημένος από την ασθένεια, τα σκάνδαλα και μια επώδυνη προεκλογική εκστρατεία που έχει φέρει πάλι το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Και όμως, είχες την αίσθηση (ή την ψευδαίσθηση) πως υπήρχε μια πολιτική ηγεσία που πάσχιζε για τον τόπο.


Την εποχή εκείνη υπήρχαν ακόμη πατριώτες. Ενας από αυτούς και ο καθηγητής Ιωάννης Γεωργάκης, που συνέβαλε με παράλληλες δράσεις στις δημόσιες σχέσεις της χώρας. Οργάνωνε στην Αθήνα τα διεθνή βραβεία Ωνάση και έφερνε μεγάλες προσωπικότητες της πολιτικής, της επιστήμης και του πολιτισμού που μας είχαν βοηθήσει ο καθένας από τη θέση του. Γνώριζε ο αείμνηστος Γεωργάκης και τη σημασία της προβολής του ελληνικού πολιτισμού και ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός άσκησης και εξωτερικής πολιτικής. Γι' αυτό, δημιούργησε στη συνέχεια το Ιδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, το οποίο συνδέθηκε με τις δράσεις του υπουργείου Εξωτερικών. Δική του ιδέα και η οργάνωση των παραρτημάτων του ιδρύματος στο εξωτερικό, ώστε να στηθεί ένα δίκτυο με πολλές εστίες ελληνικού πολιτισμού, το οποίο όμως δεν ευτύχησε μετά το θάνατό του να αναπτυχθεί στο βαθμό που εκείνος το είχε οραματιστεί.


Οι ελληνικές κυβερνήσεις το άφησαν να απαξιωθεί περικόπτοντας τους προϋπολογισμούς και τις δράσεις του, με αποτέλεσμα να είναι από το 2010 πρώτο στη λίστα κατάργησης από τους περιττούς κρατικούς οργανισμούς, ενώ τα δύο τελευταία χρόνια παρέμενε ακέφαλο, με τους υπαλλήλους να προσπαθούν εξ ιδίων να το λειτουργήσουν και τα παραρτήματα στο εξωτερικό να απειλούνται με εξώσεις λόγω απλήρωτων λογαριασμών (Βουκουρεστίου, Σόφιας, Τιράνων και εσχάτως Βερολίνου).


Και ενώ είχε εμπεδωθεί σε όλους μας η πρόθεση της κυβέρνησης να του βάλει λουκέτο, αφήνοντας ξεκρέμαστους υπαλλήλους, εστίες και τους σπουδαστές της ελληνικής γλώσσας σε διάφορες χώρες, ανακοινώνεται ξαφνικά η ανάβαθμισή του με την ενσωμάτωση σε αυτό ενός ακόμη μέχρι χθες «μελλοθάνατου» οργανισμού, του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Και διερωτώμεθα οι αφελείς. Πώς δίνεται «φιλί ζωής» σε δύο χρήσιμους -πλην απαξιωμένους- οργανισμούς; Με ποιο σχέδιο δράσης, με τι προϋπολογισμό, ποια φιλοσοφία και ποια δομή; 


Γιατί πολύ φοβάμαι πως πίσω από τις υπουργικές αοριστίες στη Βουλή κρύβεται η πρόθεση να βολέψουμε σε μια θέση ευθύνης ακόμη ένα δικό μας παιδί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου