Οι εκπρόσωποι του πολιτικού
συστήματος της χώρας συνεχίζουν να προσποιούνται ότι αγνοούν τις αιτίες
που εξέθρεψαν και γιγάντωσαν τη Χρυσή Αυγή. Γιατί δεν αναζητούν τις
ρίζες του φαινομένου στην πολιτική που άσκησαν τις τελευταίες δεκαετίες;
Στην αναξιοκρατία, στις πελατειακές σχέσεις, στην
περιθωριοποίηση της περιφέρειας, στην απαξίωση του συνδικαλιστικού
κινήματος με κυρίαρχη τη ΓΣΕΕ, που απορροφούσε τους κραδασμούς των
εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα και των ανέργων, προωθώντας άλλα
συντεχνιακά συμφέροντα.
Δεν αντιλαμβάνονται ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί παράγωγο του
πολιτικού συστήματος ή καλύτερα του τρόπου λειτουργίας του από τους
ίδιους;
Η παράνομη δράση των ταγμάτων εφόδου δεν μπορεί να τα
αμνηστεύσει όλα αυτά, διότι υπάρχει λογική σύνδεση ανάμεσα σε αυτά και
στις σημερινές εξελίξεις. Είναι αυτονόητο ότι η στρεβλή λειτουργία του
συστήματος επί δεκαετίες κάτω από την ομπρέλα της νομιμότητας θα είχε
συνέπεια την επιδοκιμασία ενεργειών εκτός νομιμότητας από σημαντική
μερίδα του εκλογικού σώματος, ως έκφραση της οργής τους.
Παρατηρούμε ότι πουθενά στην Ευρώπη η Ακροδεξιά δεν εκδηλώνεται
με αυτόν το βίαιο και οργανωμένο τρόπο. Διότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες
δεν βίωσαν τις ελληνικές εμπειρίες μεταπολεμικά μέχρι σήμερα. Υπάρχουν
όμως κοινά χαρακτηριστικά που μας βοηθούν να προσεγγίσουμε τις άλλες
παραμέτρους της ελληνικής εκδοχής της Ακροδεξιάς. Ο Μαρξ πριν από
ενάμιση αιώνα διαπίστωνε ότι η ταξική σύγκρουση οδηγεί στην κοινωνική
εξέλιξη. Σήμερα διαπιστώνουμε ότι η νόθευσή της επιφέρει την πολιτική
αποτελμάτωση και τη δημιουργία πολιτικών τερατογενέσεων.
Η Σαντάλ Μουφ,
στο βιβλίο της «Επί του πολιτικού», υποστηρίζει για την έξαρση της
Ακροδεξιάς στην Ευρώπη: «Η ανάπτυξη της Ακροδεξιάς πραγματοποιήθηκε
πάντα σε περιστάσεις όπου οι διαφορές ανάμεσα στα παραδοσιακά
δημοκρατικά κόμματα έχουν γίνει πολύ λιγότερο σημαντικές απ' ό,τι ήταν
στο παρελθόν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Αυστρία, αυτό οφειλόταν σε
μια μακρά περίοδο κυβερνήσεων συνασπισμού. Σε άλλες, όπως στη Γαλλία,
στην κεντρώα μετατόπιση κομμάτων που παλαιότερα τοποθετούνταν σαφώς στα
αριστερά του πολιτικού φάσματος. Αλλά σε κάθε περίπτωση είχε
εγκαθιδρυθεί μία συναίνεση στο κέντρο, η οποία δεν επέτρεπε στους
ψηφοφόρους να επιλέξουν πραγματικά ανάμεσα σε σημαντικά διαφορετικές
πολιτικές. Αυτό δημιούργησε ένα κενό που ήταν δυνατό να καταληφθεί από
άλλες μορφές ταύτισης, οι οποίες θα μπορούσαν να αποβούν προβληματικές
για τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος. Ετσι, δεξιοί δημαγωγοί
μπόρεσαν να αρθρώσουν την επιθυμία για μια εναλλακτική προοπτική πέρα
από την πνιγηρή συναίνεση».
Και συνεχίζει: «Το νόημα της Αριστεράς και της Δεξιάς θα
μεταβάλλεται, αλλά η διαχωριστική γραμμή θα πρέπει να διατηρηθεί γιατί η
εξαφάνισή της θα σήμαινε ότι απωθείται η κοινωνική διαίρεση και ότι ένα
πλήθος φωνών έχουν καταδικαστεί στη σιωπή... Οταν η κοινωνική διαίρεση
δεν μπορεί να εκφραστεί μέσω της αντίθεσης Αριστερά/Δεξιά, τα πάθη δεν
μπορούν να στραφούν σε δημοκρατικούς σκοπούς και οι ανταγωνισμοί
παίρνουν μορφές που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τους δημοκρατικούς
θεσμούς».
Στη χώρα μας, στο πλαίσιο του δικομματισμού, η αντίθεση
Δεξιά/Αριστερά εκφυλίστηκε στην εναλλαγή των δύο κομμάτων που αναλώθηκαν
στην εξυπηρέτηση των κομματικών συμφερόντων.
Αποκορύφωμα, οι συνεργασίες Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΛΑΟΣ και Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ
που ακύρωσαν ακόμη και τις προσχηματικές διαχωριστικές γραμμές
Δεξιάς/Αριστεράς, χωρίς όμως να προβάλλονται ουσιαστικές διαφοροποιήσεις
από τα υπόλοιπα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ. Αυτή η πολιτική
αποτελμάτωση επιβεβαιώνεται και από τη διαπίστωση ότι οι ίδιοι πολιτικοί
και συνδικαλιστές που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση, οι ίδιοι
ευαγγελίζονται την υπέρβασή της.
Πού οδηγεί όμως τις εξελίξεις το πρόβλημα της παράνομης δράσης
ομάδων που συσχετίζονται με τη Χ.Α.;
Η Σαντάλ Μουφ σημειώνει:
Οποιος μάλιστα διαβάσει
το έργο του Χάινριχ Α. Βίνκλερ «Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία»,
προβληματίζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε διερωτάται γιατί δεν
αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα ήδη θεσμικά. Αντίθετα, ο Καρλ Σμιτ
υποστηρίζει την «εξαίρεση» που βάζει «αυτό που υπαγορεύεται από τον
κίνδυνο πάνω από αυτό που απαγορεύεται από τους νόμους».
Ομως οι προσδοκίες μας για το καλύτερο (ή οι φόβοι για το
χειρότερο) εναποτίθενται στην επισήμανση του Ούλριχ Μπεκ, που
υποστηρίζει ότι η «κοινωνία της διακινδύνευσης», δηλαδή μιας κοινωνίας
που είναι μετέωρη, όπως η ελληνική που έχει εξαντλήσει τα πρότυπά της
γι' αυτό αναπαράγει το χρεοκοπημένο παρελθόν της, «είναι μία λανθάνουσα
επαναστατική κοινωνία, στην οποία η κανονική κατάσταση και η εξαιρετική
κατάσταση δεν διαχωρίζονται πλέον καθαρά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου