Πολλοί Γερμανοί πιστεύουν ότι όποιος κι αν κερδίσει τις γενικές
εκλογές αυτήν την Κυριακή στη χώρα τους, δεν πρέπει να εγκρίνει νέες
χρηματοδοτήσεις για τους εταίρους τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση, των οποίων
οι λανθασμένες κινήσεις των τραπεζών προβληματίζουν ιδιαίτερα το
Βερολίνο.
Ωστόσο, ορισμένες σημαντικές γερμανικές τράπεζες, που έχουν
επίσης λάβει δημόσιο χρήμα για να στηριχθούν, αντιμετωπίζουν νέες
προκλήσεις, εντείνοντας την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα
είναι πολύ δύσκολο να προωθηθούν από την όποια νέα κυβέρνηση.
Εχοντας ιδρυθεί τον 19ο αιώνα, με στόχο τη χρηματοδότηση έργων και
πρωτοβουλιών για την περιφερειακή ανάπτυξη, οι δημόσιες Landesbanken
διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο ως δανειοδότες για την ανάπτυξη τοπικών
έργων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά
της οικονομίας της Ευρωζώνης. Με περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας
ενός τρισ. ευρώ, οι εν λόγω τράπεζες διαθέτουν το 12% των συνολικών
περιουσιακών στοιχείων των γερμανικών τραπεζών και αντιστοίχως το 3% των
ευρωπαϊκών, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα
βήματα που κάνει η Ευρωζώνη προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης
είχαν ως αποτέλεσμα να επιβληθούν στις τράπεζες οι αυστηρότερες
δοκιμασίες αντοχών τους και διαπίστωσης της ετοιμότητάς τους (stress
tests) σε περίπτωση που θα ξεσπάσει μια νέα κρίση, ενώ οι νέες διεθνείς
προδιαγραφές αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκειά τους αποδείχθηκαν
εξαιρετικά δύσκολες για να καλυφθούν από τις Landesbanken, τις
γερμανικές περιφερειακές τράπεζες.
Εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ, οίκοι αξιολόγησης της δανειοληπτικής
ικανότητας κρατών και επιχειρήσεων και Γερμανοί πανεπιστημιακοί
αναφέρουν ότι η καλύτερη λύση για τις Landesbanken είναι η αναδιάρθρωση
της αγοράς τους, έτσι ώστε να απομείνουν μόνο δύο δυνατοί «παίκτες» σε
αυτήν, οι οποίοι θα έχουν συγκεκριμένη δραστηριότητα. Ωστόσο, μια τέτοια
εξέλιξη εμφανίζεται μάλλον απίθανη, γεγονός που πλήττει το κύρος του
Βερολίνου ως εισηγητή των μεταρρυθμίσεων στην ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά.
Οταν ερωτήθηκαν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, καμία από τις πέντε
μεγάλες Landesbanken –η Nord Lb του Αννόβερου, η Bayern LB του Μονάχου, η
LBBW της Στουτγάρδης, η HSH Nordbank του Αμβούργου και του Κιέλου και η
Helaba της Φρανκφούρτης– δεν απάντησε ότι θεωρεί πιθανή την
αναδιάρθρωση της αγοράς τους.
Οπως το έθεσε σε δηλώσεις του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung ο
Γκίντερ Ντούνκελ, επικεφαλής της Nord LB και πρόεδρος της Ενωσης
Γερμανικών Δημοσίων Τραπεζών, «βάζω στοίχημα ότι ούτε έως ότου
συνταξιοδοτηθώ εγώ ούτε μέχρι να συνταξιοδοτηθείτε εσείς θα υπάρξει
κάποιος που θα αναλάβει το οικονομικό και πολιτικό κόστος τέτοιου είδους
συγχωνεύσεων…».
Ο βασικός κίνδυνος απορρέει από την παράδοση, που θέλει τις Landesbanken
να εξυπηρετούν τα ταμιευτήρια και τις τοπικές Αρχές στις οποίες οι εν
λόγω τράπεζες ανήκουν. Παράλληλα, όμως, οι Landesbanken βαρύνονται από
όλα τα γνωστά προβλήματα των δανειοδοτικών οργανισμών, στους οποίους
είναι δυνατές οι πολιτικές παρεμβάσεις, ενώ οι ίδιοι οι υπάλληλοί τους
αναφέρουν ότι ο τρόπος που εργάζονται είναι «δημοσιοϋπαλληλικός». Για
παράδειγμα, στις 5 η ώρα το απόγευμα πάνε όλοι στα σπίτιά τους! Παρ’ όλα
αυτά, οι Landesbanken δεν άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα παρά από
το 2011 και μετά.
Εμπειρογνώμονες αναφέρουν ότι τα προβλήματά τους πυροδοτήθηκαν από μία
συμφωνία–έκπληξη ανάμεσα στη Γερμανία και στις Βρυξέλλες, με την οποία
το Βερολίνο σταμάτησε από το 2005 να εγγυάται τα ομόλογα που διέθεταν οι
περιφερειακές αυτές τράπεζες. Οι Landesbanken αντέδρασαν πουλώντας όσο
περισσότερα ομολογιακά δάνεια μπορούσαν πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία
αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου